Φατιμέ, με λέγουσιν γιε μου και εγώ τούρκικα δεν ξέρω και τα ρωμαίικα από τον αέρα δεν τα ‘μαθα!!!
Όσο κι αν κόπιασαν οι γονείς μου να τον μεταπείσουν, στάθηκε αδύνατον. Με την καρδιά του γεμάτη λύπη ο πατέρας μου έφυγε για να ειδοποιήσει τους θείους μου.
Το σούρουπο ήμασταν όλο το σόι ανεβασμένοι στα κάρα μας και ξεκινούσαμε για την Τραπεζούντα. Ταξιδεύαμε τη νύχτα όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε και την ημέρα κρυβόμασταν στα πυκνά δάση. Με τη βοήθεια του Θεού προλάβαμε χωρίς κανένα απρόοπτο να φτάσουμε στα προάστια της Τραπεζούντας.
Εκεί ο πατέρας μου ήξερε μερικούς καραβοκύρηδες Έλληνες. Πήγε να τους παρακαλέσει να μας βάλουν στο καράβι τους, αλλά εκείνοι ήταν ήδη πλήρεις και ετοιμάζονταν να σαλπάρουν για Κριμαία. Επομένως, η μόνη λύση που του έμενε ήταν να στραφεί στους Τούρκους καραβοκύρηδες. Εκείνοι, όταν τον έβλεπαν, πριν καν τους μιλήσει, του απαντούσαν ότι δεν επρόκειτο να σαλπάρουν παρά σε μια εβδομάδα. Σε τόσο λίγο διάστημα ο φανατισμός και η προπαγάνδα των Νεότουρκων είχε αλλοιώσει τα αισθήματα των τούρκων απέναντι μας. Ο πατέρας μου κατάλαβε ότι τον εκβίαζαν για να τον εκμεταλλευτούν. Αμέσως έδωσε τις περισσότερες λίρες μας και ο Τούρκος δέχτηκε να βάλει στο σαπιοκάραβό του το μισό μας σόι, με επιπλέον πληρωμή για κάθε άτομο που θα έμπαινε. Αφού δεν είχαμε άλλη επιλογή δεχτήκαμε την αισχροκερδή συναλλαγή, που μας κόστισε μια περιουσία. Αλλά, ποιος υπολογίζει τέτοιες ώρες τα χρήματα; Μόνη μας σκέψη να σώσουμε το κεφάλι μας, που νιώθαμε να μην στέκει καλά στους ώμους μας. Δύο θείοι μου, που είχαν λιγότερα παιδιά, μπήκαν σε ένα άλλο τουρκικό πλοιάριο με διπλάσια χρήματα από ό,τι εμείς. Στην ανάγκη μας οι τούρκοι καραβοκύρηδες έβγαλαν όσα δεν είχαν κερδίσει σε χρόνια δουλειάς.
Το καράβι μας ήταν φίσκα γεμάτο. Επιτέλους, λίγο αργότερα σαλπάραμε με προορισμό την Κωστάντζα. Το ταξίδι μας δεν ήταν καθόλου εύκολο. Η θαλασσοταραχή μάς προκαλούσε ναυτία, ο βόρειος άνεμος μάς πάγωνε. Τότε ήταν που αρρώστησε η αδερφή μου η Σουμέλα. Φάρμακα δεν είχαμε και με τα γιατροσόφια ο πυρετός της μικρής δεν έπεφτε. Ένας ιερέας που ταξίδευε μαζί μας σταύρωσε την Σουμέλα μας με ένα Σταυρό που του είχε χαρίσει ο Άγιος σήμερα Αρσένιος ο Καππαδόκης. Μέσα σε μια ώρα ο πυρετός της αδερφής μου είχε υποχωρήσει και όλοι αναπνεύσαμε ανακουφισμένοι. Ο πατέρας μου σ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού δεν αποχωρίστηκε τα άρματά του, επειδή φοβόταν μήπως ο τούρκος αλλάξει ρότα και πάει στην Κωνσταντινούπολη, για να μας παραδώσει στις τούρκικες αρχές. Το υπόλοιπο ταξίδι πέρασε με την προσδοκία του αύριο, το οποίο διαγραφόταν ζοφερό και αβέβαιο. Επιτέλους, μετά από 3 μέρες ενός πολυτάραχου ταξιδιού, είδαμε στον ορίζοντα να διαγράφονται τα σπιτάκια της Κωστάντζας. Μόλις αποβιβαστήκαμε, αναζητήσαμε την εκεί ελληνική πρεσβεία. Παρόλο που ήταν πολύ πρωί, ο πρέσβης μάς καλοδέχτηκε. Μας φίλεψε ό,τι του βρέθηκε εκείνη την ώρα κι εμείς φάγαμε σαν να ήμασταν νηστικοί για χρόνια. Στη συνέχεια του διηγηθήκαμε τις περιπέτειές μας μέχρι να φτάσουμε. Μας ρώτησε πόσα χρήματα μας είχαν απομείνει και τότε συνειδητοποιήσαμε σε πόσο αξιοθρήνητη κατάσταση βρισκόμασταν. Δεν μας είχαν απομείνει παρά ελάχιστες τουρκικές λίρες και λίγα κοσμήματα, εκτός από τις εικόνες, που δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε να τις αποχωριστούμε. Ο Έλληνας πρέσβης προσφέρθηκε να μας εξασφαλίσει τα σιδηροδρομικά εισιτήρια μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Από ευγνωμοσύνη ο πατέρας μου θέλησε να του δώσει τα λιγοστά κοσμήματά μας, αλλά εκείνος αντέδρασε.
– Όχι, αγαπητέ μου Γεώργιε. Αυτά θα τα κρατήσεις για την οικογένειά σου. Μην ξεχνάς ότι στην Ελλάδα που θα πας, θα σου χρειαστούν.
Έπειτα από λίγες μέρες, αφού περιμέναμε άσκοπα τους θείους μου, αποφάσισαν οι μεγάλοι να αναχωρήσουμε. Πριν φύγουμε, ο πατέρας μου παρακάλεσε τον πρέσβη να τους έχει υπ’ όψιν του και να τους στείλει στη Θεσσαλονίκη, αν τους ανταμώσει πουθενά. Ο πρέσβης τον διαβεβαίωσε πως θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, όπως άλλωστε το είχε αποδείξει και με εμάς. Έτσι την επόμενη ημέρα ξεκινήσαμε το ταξίδι για την Θεσσαλονίκη σιδηροδρομικώς. Η διαδρομή ήταν αρκετά ωραία και εμείς τα παιδιά απολαύσαμε αυτό το πρώτο μας ταξίδι με τραίνο. Όμως οι γονείς μου ήταν αφοσιωμένοι στις έγνοιες τους και δεν πολυπρόσεχαν τα τοπία έξω. Στο τέλος του ταξιδιού μας, μας επιφυλασσόταν μια έκπληξη: Μόλις βγήκαμε από το τραίνο, είδαμε να μας περιμένει η αδερφή του παππού, η θεία Ευδοκία. Η καημένη η θεία δεν μας ρώτησε τίποτα για όσους δεν είδε μαζί μας, μη θέλοντας να ξύσει τις ανοιχτές πληγές μας.
Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Φυσικά, ήταν θεόσταλτη ευλογία το γεγονός ότι είχαμε την θεία να μας βοηθάει,, αλλά αυτό από μόνο του δεν έλυνε τα προβλήματά μας. Πρώτα απ’ όλα, οι γηγενείς Έλληνες μας αντιμετώπιζαν σαν ξένους, όπως έκαναν λίγο αργότερα και με τους Σμυρνιούς πρόσφυγες. Βέβαια, εμείς δεν το βάζαμε κάτω. Οι τόσες δυσκολίες που είχαμε περάσει, μας είχαν πείσει ότι τίποτα δεν καταφέρνεις αν τα παρατήσεις. Με αυτές τις σκέψεις καταφέραμε να αψηφήσουμε τα πικρόχολα σχόλια των γηγενών Ελλήνων και να προοδεύσουμε, ξεκινώντας από το μηδέν.
-Πολύ εντυπωσιακή η ιστορία σου παππού. Δεν μας είπες όμως,τι έγινε με τους θείους σου και τον παππού σου;
-Καλά κάνεις και ρωτάς παιδί μου. Αυτό είχα σκοπό να σας πω τώρα. Λοιπόν, όπως μάθαμε αργότερα, το καράβι στο οποίο είχαν μπει οι θείοι μου με τις οικογένειές τους συνάντησε μεγάλη θαλασσοταραχή, πράγμα καθόλου παράξενο για τον Εύξεινο Πόντο και εξαναγκάστηκε να αράξει στην Κριμαία. Εκεί οι θείοι μου και η οικογένειά τους αγωνίστηκαν πολύ και μετά από πολλές θυσίες έφτιαξαν μεγάλες περιουσίες. Δυστυχώς, τα πράγματα στην Ρωσία εκείνης της εποχής ήταν ασταθή . Έτσι, μόλις ιδρύθηκε η Ε.Σ.Σ.Δ., άρχισε ο πόλεμος κατά των χριστιανών και επειδή δεν δέχθηκαν να αρνηθούν τον Θεό, κατέληξαν στην Σιβηρία. Από εκεί γλίτωσε μόνο ένας ξάδελφος μου, ο οποίος ήρθε με την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ελλάδα.
-Τι κρίμα! Να γλιτώσουν από τους Τούρκους και να θανατωθούν από τους Σοβιετικούς!… Κι ο παππούς σου;
-Όσο για τον παππού μου, το πώς γλίτωσε είναι ένα θαύμα. Μόλις πήγε στο μοναστήρι της Παναγίας της Σουμελά, ενημέρωσε τους μοναχούς για τα άσχημα μαντάτα. Μαζί με τον Γέροντα Αμβρόσιο, έθαψαν την θαυματουργό εικόνα της Παναγίας, μαζί με το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον Σταυρό με το Τίμιο Ξύλο του Αυτοκράτορα Μανουήλ του Κομνηνού σε μυστικό μέρος, για να τα γλυτώσουν από την καταστρεπτική μανία των Τούρκων και ετοιμάστηκαν να φύγουν. Όμως του παππού μου δεν του έκανε καρδιά να φύγει από το αγαπημένο του μοναστήρι. Έτσι, μάζεψε τα λιγοστά πράγματά του και, μόλις κατάλαβε ότι οι Τούρκοι έρχονταν προς το μοναστήρι, κρύφθηκε σε ένα μυστικό τούνελ, που ένωνε το βόρειο μέρος της μονής με ένα παρεκκλήσι. Για όσο καιρό οι Τούρκοι λεηλατούσαν το μοναστήρι, εκείνος έμενε εκεί μέσα, παρακολουθώντας την καταστροφή του αγαπημένου του μοναστηριού. Όταν έφυγαν, προσευχήθηκε στην Παναγία να τον αξιώσει να την πάει στην Ελλάδα. Ύστερα έφυγε και πήγε στο σπίτι ενός Τούρκου φίλου του. Εκείνος με κίνδυνο της ζωής του τον δέχθηκε, τον έκρυψε και τον παρουσίαζε σαν αδερφό του στους υπόλοιπους Τούρκους. Αργότερα, που υπογράφηκε η συνθήκη της Λωζάννης περί ανταλλαγής των πληθυσμών, ο παππούς μου δεν δήλωσε την ελληνική του καταγωγή και παρέμεινε εκεί, θέλοντας να φυλάξει μέχρι το τέλος της ζωής του την Παναγία. Όλα αυτά τα χρόνια διατηρούσαμε μυστική αλληλογραφία μέσω της ελληνικής πρεσβείας. Ως Τούρκος υπήκοος διέπρεψε, και μάλιστα, παρά τα χρόνια του, διατηρούσε χρυσοχοείο στην Τραπεζούντα. Όμως, ποτέ δεν ξέχασε την υπόσχεσή του στην Παναγιά και τακτικά άναβε κερί στο άδειο μοναστήρι. Όταν, μετά από πολλά χρόνια οι Πόντιοι που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα ζήτησαν από τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο να αναλάβει να βρει την εικόνα της Παναγίας, ο μητροπολίτης απευθύνθηκε στον Γέροντα Αμβρόσιο που είχε καταφύγει στην Μακεδονία κι εκείνος μέσω της ελληνικής πρεσβείας στον παππού μου, διότι ήταν ο μόνος που ήξερε και μπορούσε να πάει να ξεθάψει την εικόνα. Μαζί με την εικόνα της Παναγίας ήρθε κι εκείνος στην Ελλάδα. Έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματά του και αξιώθηκε να δει το μοναστήρι της Παναγίας της Σουμελά στην Βέροια.
-Παππού, με όλα αυτά που μας είπες, θέλω πολύ να πάω στον Πόντο.
-Αφού το θέλεις, ας προσπαθήσουμε να πείσουμε τους γονείς σας να πάμε όλοι μαζί, γιατί κι εγώ το θέλω πολύ και δεν θα ζήσω για πολύ ακόμα.
Μετά από μερικούς μήνες, όλη μας η οικογένεια σαλπάραμε για την Τραπεζούντα. Από εκεί πήγαμε οδικώς στην Αργυρούπολη, όπου ο παππούς βρήκε τα παιδιά του φίλου του παππού του, που τον έσωσε, και τα ευχαρίστησε. Για τελικό μας προορισμό αφήσαμε το όνειρο του παππού, την Παναγία την Σουμελά. Τι να σας περιγράψω από εκεί πέρα; Την νοσταλγία του παππού μου, που δεν μπορούσε να περιμένει πότε θα φτάναμε και πήρε τον ανήφορο μόνος του; Ή μήπως την συγκίνηση που όλοι νιώσαμε μόλις μπήκαμε στο μισοερειπωμένο μοναστήρι; Εκεί έδωσα υπόσχεση στην Παναγία να παλέψω για την αναγνώριση των εγκλημάτων που διέπραξε η Οθωμανική αυτοκρατορία εναντίον των προγόνων μου των Ποντίων.
Στην επιστροφή περάσαμε από ένα χωριό, όπου σταματήσαμε, γιατί μας είχε τελειώσει το νερό. Εκεί ο μικρός μου αδερφός είχε την έμπνευση να ρωτήσει τη γιαγιά που μας κέρασε δροσερό νερό πώς την έλεγαν.
-Φατιμέ, γιε μου, μας απάντησε σε άπταιστα ελληνικά η γιαγιά.
-Μα τότε, τι είσαι;
-Εγώ τούρκικα δεν ξέρω και τα ρωμαίικα από τον αέρα δεν τα ‘μαθα.
Το περιστατικό αυτό θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη μου για πάντα. «Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ, εάν επιλαθώμεθά σου, ω πάτριος ποντία γη.»
Μαριάννα Χαμάλη, A’ Λυκ.
(Το διήγημα απέσπασε το 3ο Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό για τον Ποντιακό Ελληνισμό 2018)
Πηγή: Νεανικό και Μαθητικό Περιοδικό «Ο Πυρσός» των Εκπαιδευτηρίων «Απόστολος Παύλος», σελ. 91-93 & 110-112, τεύχοι 98 (144) & 99 (145), Ισθμός Κορίνθου, Ιούλιος – Αύγουστος & Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2018.
orthodoxianewsagency.gr