Ενθουσιασμό και ερωτηματικά έχει προκαλέσει η φωτογραφία που φέρεται να απεικονίζει τη Θεσσαλονίκη του 1867 και αποτυπώνει το παραθαλάσσιο τείχος.
Την επιστημονική κοινότητα της πόλης αλλά και τους ιστοριοδίφες της Θεσσαλονίκης έχει διχάσει η φωτογραφία που αναρτήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου στο facebook από την ομάδα «Παλιές Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης» και η οποία φέρεται πως απεικονίζει το παραθαλάσσιο τείχος της πόλης το οποίο γκρεμίστηκε τον Δεκέμβριο του 1869.
Μετά τον αρχικό ενθουσιασμό για την ανακάλυψη της φωτογραφίας, ακολούθησαν διαμάχες αναφορικά με το αν η φωτογραφία πράγματι απεικονίζει τη Θεσσαλονίκη.
Ο ζωντανός και γόνιμος διάλογος μεταξύ μελετητών αλλά και ερασιτεχνών έγινε με την ανάρτηση εκατοντάδων σχολίων, χαρτών της εποχής και της αντιπαραβολής με άλλες φωτογραφίες.
Η ιστορία της ανακάλυψης
Η φωτογραφία εντοπίστηκε από τον συνδιαχειριστή της ομάδας στο facebook, Ζαχαρία Σεμερτζίδη στα Εθνικά Αρχεία της Ουγγαρίας, κατά την αναζήτηση υλικού στο πλαίσιο των ενδιαφερόντων και του έργου της ομάδας. «Η επιμονή και υπομονή απέδωσαν όταν ανάμεσα στα περίπου 10.000 αποτελέσματα που εμφάνισε το λήμμα «Szaloniki» στις διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης, ο έμπειρος αναζητητής αναγνώρισε οικεία στοιχεία σε μια φωτογραφία που, κατά περίεργο τρόπο, βρισκόταν σε άλμπουμ με τον τίτλο “Κωνσταντινούπολη”» δηλώνει η ομάδα στη Voria.gr.
Σύμφωνα με τoυς συνδιαχειριστές της ομάδας, πρόκειται για την πρώτη στα χρονικά εύρεση φωτογραφίας που αποτυπώνει το κατεδαφισμένο, εδώ κι ενάμιση σχεδόν αιώνα, παραθαλάσσιο τείχος της Οθωμανικής και ύστερης Βυζαντινής Θεσσαλονίκης.
Αναφορικά με την ταυτότητα της πολυσυζητημένης φωτογραφίας, η ομάδα υποστηρίζει πως πρόκειται για κομμάτι της παρακαταθήκης που άφησαν πίσω τους οι διάσημοι Αρμένιοι φωτογράφοι του 19ου αιώνα αδελφοί Αμπντουλλάχ, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας επί 40 περίπου χρόνια.
«Η λήψη της φωτογραφίας φαίνεται να έγινε λίγο πριν το 1867, έτος κατά το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Εκεί, ένα αντίτυπό της αποκτήθηκε από μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας Festetics. Το αντίτυπο παρέμεινε στην κατοχή της οικογένειας μέχρι την δεκαετία του ‘40 οπότε και περιλήφθηκε στα Εθνικά Αρχεία της Ουγγαρίας στην ιστοσελίδα των οποίων δημοσιεύθηκε μόλις πριν έξι περίπου μήνες» προσθέτουν οι συνδιαχειριστές της διαδικτυακής ομάδας.
Μιλώντας για τα πρώτα συναισθήματα μετά την ανακάλυψη της φωτογραφίας, ο κ. Σεμερτζίδης σημειώνει πως οι πρώτες στιγμές θέασής της ήταν, φυσικά, συγκινητικές. «Μην ξεχνούμε πως η εύρεση μιας τέτοιας φωτογραφίας όπου αποτυπώνονται τα παραθαλάσσια τείχη της πόλης, αποτελούσε στόχο κάθε ερευνητή της επιστημονικής ή μη κοινότητας που ασχολείται με την φωτο-ιστορία της πόλης» σημείωσε.
Η ανάγκη για διερεύνηση και οι αμφιβολίες
Μετά την ανάρτηση της φωτογραφίας ξεκίνησε, όπως ήταν αναμενόμενο, ένας μεγάλος διάλογος για το κατά πόσο η πόλη με τα τείχη που απεικονίζεται στη φωτογραφία είναι όντως η Θεσσαλονίκη.
Η ομάδα διευκρινίζει ότι τον αρχικό ενθουσιασμό της ανακάλυψης ακολούθησε η ανάγκη για πιστοποίηση και απόδειξη του γεγονότος πως πρόκειται, όντως, για τη Θεσσαλονίκη δεδομένου πως δεν υπήρχε καμία άλλη ανάλογη εικόνα ως μέτρο αντιπαραβολής. Σύμφωνα με τους συνδιαχειριστές ωστόσο η πρωτογενής διερεύνηση που έγινε οδήγησε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται, όντως, για τη Θεσσαλονίκη.
«Παρότι, όλα είναι ακόμη υπό διερεύνηση και παρακολουθούμε τα σχόλια όλων με μεγάλο ενδιαφέρον και σεβασμό, υπάρχουν στοιχεία που δύσκολα αμφισβητούνται όπως η ταύτιση των κορυφογραμμών, κτισμάτων κλπ. Η διερεύνηση συνεχίζεται» τονίζουν οι συνδιαχειριστές της ομάδας «Παλιές Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης».
Τη γνώμη αυτή ενστερνίζεται και ο Γιάννης Επαμεινώνδας, διευθυντής του Πολιτιστικού Κέντρου Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ, ο οποίος μάλιστα έχει αναρτήσει πάνω στην εικόνα σχεδιάγραμμα που δείχνει στη φωτογραφία κάποια τοπόσημα της τότε Θεσσαλονίκης και ο οποίος πιστεύει ακράδαντα ότι είναι πολύ περισσότερα τα στοιχεία που συνηγορούν στην άποψη ότι είναι η Θεσσαλονίκη παρά ότι δεν είναι.
Αντίθετη ωστόσο άποψη έχει ο ιστορικός και διδάκτορας του ΑΠΘ Ευάγγελος Χεκίμογλου, ο οποίος παραθέτει μία σειρά από αντενδείξεις.
Πρώτον, όπως σημειώνει ο ίδιος μιλώντας στη Voria.gr, εγείρονται ερωτηματικά αναφορικά με την τοποθεσία από όπου έγινε η λήψη της φωτογραφίας. Ο κ. Επαμεινώνδας υποστηρίζει ότι η λήψη της φωτογραφίας έγινε από τις επάλξεις του Λευκού Πύργου. Σύμφωνα με τον κ. Χεκίμογλου όμως, την εποχή που τραβήχτηκε η φωτογραφία, δηλαδή πριν το 1869, τα μηχανήματα ήταν ογκώδη και βαριά άρα θα ήταν δύσκολο να τα ανεβάσουν και να τα κατεβάσουν από τον Λευκό Πύργο, από όπου εικάζεται ότι έγινε η λήψη από τους αδερφούς Αμντουλλάχ. Ο ίδιος προσθέτει μάλιστα ότι τότε ο Λευκός Πύργος ήταν φυλακή και δεν ήταν καθόλου εύκολο να τον ανεβείς και να φτάσεις στην κορυφή του. Μάλιστα, όπως αναφέρει, υπάρχουν και μαρτυρίες που αναφέρονται ακριβώς στη δυσκολία αυτή και την επικινδυνότητα της επίσκεψης στον Λευκό Πύργο. Και οι δύο συμφωνούν πάντως ότι η λήψη αποκλείεται να έχει γίνει από τα περιτείχια του Λευκού Πύργου καθώς αυτά ήταν χαμηλότερα.
Μια ακόμα σοβαρή αντένδειξη την οποία αναφέρει ο κ. Χεκίμογλου είναι πως στη φωτογραφία δεν φαίνονται ο μιναρές του Καρά Αλή τζαμί, το οποίο βρισκόταν εκεί όπου είναι τώρα τα Ηλύσια, και η Αγία Σοφία. Κατά τον κ. Χεκίμογλου, είναι πολύ δύσκολο δεδομένου ότι τα τείχη ήταν χτισμένα εκεί που είναι τώρα η Προξένου Κορομηλά και η Καλαποθάκη, να μην πιάνει η άκρη του φακού έστω την Αγία Σοφία.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Επαμεινώνδα ωστόσο, λόγω της γωνίας της λήψης είναι φυσικό μέσα στο κάδρο να μην εμφανίζονται η Αγία Σοφία και άλλα τζαμιά. Όπως υπογραμμίζει όμως ο τελευταίος, φαίνονται καθαρά στη φωτογραφία ο μιναρές του τζαμιού της Λόντζας και του Τζαμιού των Αγίων Αποστόλων. Σημειώνει δε ότι στη φωτογραφία απεικονίζεται η περιοχή από το λιμάνι έως και τον Μεβλεβιχανέ, που ήταν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Παναγία Φανερωμένη στη Νεάπολη.
Ο κ.Χεκίμογλου επισημαίνει ακόμα πως στη φωτογραφία θα έπρεπε να υπάρχουν τουλάχιστον άλλοι δύο μιναρέδες στην περιοχή όπου είναι τώρα τα Λαδάδικα. Σε αυτό το ζήτημα, ο κ. Επαμεινώνδας υποστηρίζει ότι καθώς εικαζόταν ότι ένας από τους δύο μιναρέδες είχε γκρεμιστεί, η φωτογραφία μπορεί να αποτελεί την απόδειξη ακριβώς αυτού.
Ο Ευάγγελος Χεκίμογλου εγείρει και άλλα θέματα, λέγοντας ότι υπάρχει ζήτημα επίσης και με τη γεωμορφολογία της πόλης που απεικονίζεται στη φωτογραφία, καθώς ο ίδιος υποστηρίζει ότι η φωτογραφία δείχνει την πόλη πιο επίπεδη ενώ η Θεσσαλονίκη είναι πιο επικλινής.
Μάλιστα θέτει ερωτηματικά και αναφορικά με τους φωτογράφους και την παρουσία τους στη Θεσσαλονίκη. Πράγματι, οι αδερφοί Αμπντουλλάχ ήταν πολύ γνωστοί φωτογράφοι και υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία γύρω από το φωτογραφικό υλικό τους.
Όπως δηλώνει όμως ο κ. Χεκίμογλου, δεν έχει υπάρξει καμιά μαρτυρία έως τώρα ούτε κομμάτι στη βιβλιογραφία το οποίο να αναφέρεται στην επίσκεψη των αδερφών στη Θεσσαλονίκη. Επίσης, θεωρεί περίεργο τα δύο αδέρφια να έκαναν τόσο δρόμο, σε μια εποχή που δεν υπήρχε ακόμα ούτε τρένο, και να τράβηξαν μόνο μία φωτογραφία της πόλης.
Αξίζει να σημειωθεί πως αν η φωτογραφία είναι όντως της Θεσσαλονίκης, τότε θα αποτελέσει ένα πολύτιμο τεκμήριο για την πόλη μας. Σύμφωνα με τον κ. Χεκίμογλου μάλιστα αν συμβαίνει αυτό, θα είναι η παλαιότερη φωτογραφία της πόλης και θα πάρει τα «σκήπτρα» από τη φωτογραφία που τράβηξε ο περιηγητής από την Αυστρία, Γιόσεφ Σέκελυ, ο οποίος αποτύπωσε τη Θεσσαλονίκη μέσα από τον φακό του όπως ακριβώς ήταν το 1863 (δείτε εδώ).
Συντάκτης: Αλεξία Καλαϊτζή
Πηγή: voria.gr