Σερραϊκά καφενεία και καφετζήδες, λέσχες, κέντρα διασκέδασης, ταβέρνες και ζυθεστιατόρια που πέρασαν στην ιστορία.
Γυναίκες και…καφενεία
Στα καφενεία που αναφερόμαστε σύχναζε συνήθως ο ανδρικός πληθυσμός της πόλης. Η παρουσία εκπροσώπου του γυναικείου φύλου σήμανε συναγερμό για τα χρηστά ήθη της εποχής.
Γυναικείο πληθυσμό συνήθως βρίσκουμε στα εξοχικά κέντρα διασκέδασης και σε υπαίθριες εκδηλώσεις.
Στο καλοκαιρινό “Κρόνιον” τις Κυριακές και τις γιορτές έπαιρναν τον πολλά βαρύ τους αρκετές από τις εκπροσώπους του γυναικείου πληθυσμού, ιδίως ύστερα από τον εκκλησιασμό τους.
Καφενεία και μπακάλικα
Καφενεία και μπακάλικα
Τα καφενεία, σε αντιδιαστολή με τις λέσχες, ήταν ισόγεια.
Οι λέσχες, ιδίως οι χαρτοπαικτικές ανέβηκαν πολύ γρήγορα σε κάποιο πάτωμα από το φόβο του χωροφύλακα αν και οι τελευταίοι ήταν κυρίως αυτοί που ειδοποιούσαν τους λεσχιάρχες για τις εφόδους της αστυνομίας.
Τα καφενεία λειτουργούσαν σε ξύλινες κατασκευές και πολλές φορές ακόμη και σε παραπήγματα ενώ ούζο με μεζέ ελιά ή κάποια αρμυρή σαρδέλα σέρβιραν όλα σχεδόν τα μπακάλικα της γειτονιάς.
Από τα βασικά τους έπιπλα ήταν ο πάγκος, τα στρωμένα με πολύχρωμες λωρίδες χαρτιού ράφια, το τζάκι ή η ξυλόσομπα, τα τραπέζια άλλοτε ξύλλινα κι άλλοτε σιδερένια, ενίοτε όμως και μαρμάρινα καθώς και οι ψάθινες καρέκλες.
Οι “Βιεννέζικες” ακολούθησαν πολύ αργότερα.
Ο Ταμπής και το τσιμπούκ ογλάν
Απαραίτητα σύνεργα του καφετζή ή Ταμπή ήταν το ζεστό νερό, το καφελίκι και τα φλυτζάνια.
Από τις πλέον συνηθισμένες “διακοσμήσεις” των καφενείων ήταν ο καθρέφτης. Βοηθός του Ταμπή (καφετζή) ήταν το Τσιμπούκ ογλάν, δηλ. το παιδί που μετέφερε το νερό, τιυτς καφέδες και κυρίως τους ναργιλέδες στα τραπέζια.
Όταν δεν ήταν ακόμη ευρύτερα διαδεδομένος ο ηλεκτρισμός τα καφενεία φωτίζονταν με λάμπες “Λουξ” που κρέμονταν από το ταβάνι.
Στα κάπως περιποιημένα καφενεία προσφέρονταν κάποια ημερησία εφημερίδα (για όποιον προλάβαινε).
Ο Νατάλη Πέτροβιτς αναφέρει ότι όλα τα καφενεία των Σερρών “της παλιάς εποχής” ήταν εφοδιασμένα με απαστράπτοντες ναργκιλέδες που ήταν μια από τις αγαπημένες απολαύσεις των Σερραίων.
Παλιότερα στα τραπέζια τους οι ρέκτες επιχειρηματίες τοποθετούσαν μικρά μπρούντζινα ή μπακιρένια μαγκαλάκια με δυο – τρία αναμμένα κάρβουνα για να ανάβουν τα στριφτά τσιγάρα τους οι πελάτες.
Οι θεριακλήδες του καπνίσματος απέφευγαν τη φλόγα του σπίρτου για τα τσιγάρα τους γιατί τους ενοχλούσε η μυρωδιά του φώσφορου.
Οι γκαζόζες του «Πίπη» και η “Συνάντησις”
Με το πλέον αγαπημένο αεριούχο αναψυκτικό τις λεμονάδες και τις γκαζόζες του Σερραϊκού εργοστασίου “Πίπη”.
Το καλοκαίρι του 1922 εξακολουθούσε να λειτουργεί στην οδό Βενιζέλου το καφενείο “Η Συνάντησις” που τα Σαββατοκύριακα συγκέντρωνε όλο τον εργατικό και αγροτικό κόσμο της Ομόνοιας και της Άνω και Κάτω Καμενίκιας.
Το καλοκαίρι του 1922 εξακολουθούσε να λειτουργεί στην οδό Βενιζέλου το καφενείο “Η Συνάντησις” που τα Σαββατοκύριακα συγκέντρωνε όλο τον εργατικό και αγροτικό κόσμο της Ομόνοιας και της Άνω και Κάτω Καμενίκιας.
Ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 1922 η διασκέδαση των θαμώνων συμπληρωνόταν και από μια σειρά παραστάσεων του “μοναδικού” και “αμίμητου”, όπως τον παρουσίαζαν οι εφημερίδες της εποχής, καραγκιοζοπαίχτη Ξυδιά που ενθουσίαζε μικρούς και μεγάλους με τις ατάκες του Μπάρμπα Γιώργου, του Καραγκιόζη του Μορφονιού και άλλων ηρώων του θεάτρου σκιών.
Με τη δροσερή αυλή του καφενείου αλλά και τους γύρω μαντρότοιχους να είναι γεμάτοι από μικρούς και μεγάλους που αδημονούσαν να έρθει η ώρα της έναρξης του θιάσου. Πολλοί από αυτούς ακόμη και με κίνδυνο κάποιου ατυχήματος δεν δίσταζαν να κρέμονται σαν τσαμπιά από τα δέντρα.
–
Ιδιοκτήτης της “Συνάντησης” ήταν ο Φανούδης. Η οδός Βενιζέλου, σε όλο το μήκος της υπήρξε τόπος συνάντησης των νέων εκείνης της εποχής που πραγματοποιούσαν εκεί την καθιερωμένη βόλτα τους* ενώ ταυτόχρονα αντί μικρού τιμήματος μπορούσαν να παρακολουθήσουν το καλλιτεχνικό πρόγραμμα της “Συνάντησης” που περιλάμβανε θιάσους αλλά και υπαίθριες κινηματογραφικές προβολές.
Τελευταίοι ιδιοκτήτες της (στα χρόνια της δεκαετίας του ΄30) ήταν ο Νικόλαος και η Γεωργία Φανούδη. Ο Νικόλαος πρώτα λειτούργησε το καφενείο κάποιου Φιλιππίδη και στη συνέχεια πήρε τη “Συνάντηση”.
Το καλοκαίρι του 1922 σχεδόν ταυτόχρονα με την “Συνάντηση” στα Σέρρας λειτουργούσε το καφεζυθοπωλείο του Μητόπουλου στο οποίο κάθε βράδυ έφερνε τα πάνω κάτω ο ταχυδακτυλουργός Ιωάννης Μητόπουλος αλλά και το άλλοτε καφενείο “Τερψιχόρη” που είχε μετατραπεί σε καφέ σαντάν.
Δεν ξέρουμε που ακριβώς βρισκόταν η “Τερψιχόρη” αλλά ξέρουμε πως στην γεμάτη καπνούς ατμόσφαιρά της και με τους μαυλιστικούς ήχους από κάποιο σαντούρι, μαντόλα ή λαϊκό βιολί που συνόδευαν τους αισθησιακούς χορούς που πραγματοποιούσαν από “ζωηράς και φιλοπαίγμονες χορευτρίας πάσης εθνότητος” κάθε βράδυ “ανάπτονταν καημοί αλλά και καίονταν και σβήνονταν πολλά βάσανα…”Άλλο «Kαφενείο – Kαφωδείο» ήταν των Tζανή Mωραΐτη και Γαρμπή που λειτουργούσε στα “Ταμπάχανα”, τη σημερινή πλατεία Eμπορίου στο οποίο η διασκέδαση συμπληρωνόταν με μουσική από σαντούρια, λαϊκά βιολιά και λαϊκές… αοιδούς της εποχής.
Αλλά θα συνεχίσουμε…
Βασίλης Τζανακάρης
*Άλλη οδός στην οποία οι Σερραίοι απολάμβαναν τη βόλτα και τα.. φλερτ τους ήταν η σημερινή Εθνικής Αντίστασης που στα χρόνια του Μεσοπολέμου ονομαζόταν Λεωφόρος Δημοκρατίας.Ένας τρίτος δρόμος ήταν η γνωστή Λεωφόρος Μεραρχίας Σερρών στην οποία από τα χρόνια της δεκαετίας του ΄30 είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται τα περισσότερα κέντρα διασκέδασης και ψυχαγωγίας.Όταν το 1941 οι Βούλγαροι κατέλαβαν την πόλη των Σερρών ανάμεσα στις διάφορες απαγορεύσεις τους ήταν και η κατανάλωση του πασατέμπο από το οποίο οι Σερραίοι κατανάλωναν… άπειρα κιλά κατά τη διάρκεια του πήγαινε έλα στις “βόλτες” τους (ιδίως της Μεραρχίας Σερρών που έφταναν μέχρι τον Σιδ. Σταθμό), με τις φλούδες να σχηματίζουν άλλο ένα… οδόστρωμα!