Εκατό ακριβώς χρόνια πίσω, το Πάσχα του 1917 είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα του Ελληνισμού, αφού βρίσκει τη χώρα διαιρεμένη στα δύο σε όλα. Δύο κράτη, Αθηνών και Θεσσαλονίκης, δύο κυβερνήσεις, μα πάνω απ’ όλα δύο πολιτικές, αφού ο Ελευθέριος Βενιζέλος θεωρεί ότι το συμφέρον της χώρας είναι να στηρίξει στο μαινόμενο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τις δυνάμεις της Αντάντ, ενώ ο γερμανόφιλος βασιλιάς Κωνσταντίνος υιοθετεί την πολιτική της ουδετερότητας.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις προχωρούν σε ναυτικό αποκλεισμό των εδαφών της κυβέρνησης της Νοτίου Ελλάδας, η οποία αντιμετωπίζει πλέον σοβαρό επισιτιστικό πρόβλημα, κάτι που αναγκάζει τον πρωθυπουργό Σπυρίδωνα Λάμπρου να συγκαλέσει μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα έκτακτο Υπουργικό Συμβούλιο για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Μέσα στις άγιες ημέρες, στρατός των Μεγάλων Δυνάμεων καταλαμβάνει τα νησιά της Κεφαλλονιάς, της Ιθάκης και της Σκοπέλου, ενώ οι φήμες περί κατάληψης του Ισθμού και παρουσίας 15 αγγλικών πλοίων στους Ωρεούς της Εύβοιας διαψεύδονται από την κυβέρνηση Λάμπρου.
Γαλλικά πολεμικά πλοία κάνουν ασκήσεις με πραγματικά πυρά σε Σαρωνικό και Κορινθιακό Κόλπο, ενώ στον Πειραιά φτάνουν οι ναυαγοί δύο εμπορικών πλοίων που βυθίστηκαν από συμμαχικά πολεμικά πλοία, διότι μετέφεραν επισιτισμό στην αποκλεισμένη χώρα. Την Κυριακή των Βαΐων το ελληνικό φορτηγό «Λειβαθώ» δέχεται επίθεση από υποβρύχιο 80 μίλια έξω από τις Οινούσσες. Οι πρώτες βολές εναντίων του επιταγμένου από την ελληνική κυβέρνηση και ασφαλισμένου στην Εθνική Τράπεζα πλοίου είναι άστοχες, αλλά σπέρνουν τον πανικό στους ναύτες που το εγκαταλείπουν και αποβιβάζονται σε λέμβους για να φτάσουν κωπηλατώντας στη Μεθώνη και από εκεί, έπειτα από τρεις μέρες, με τρένο στον Πειραιά. Το ίδιο υποβρύχιο θεωρείται υπεύθυνο για τη βύθιση του ατμόπλοιου «Νέστος», που είχε αποπλεύσει από τη Νέα Υόρκη με 60.000 σάκους σιτηρά για τον επισιτισμό της πρωτεύουσας, όταν δέχτηκε επίθεση έξω από τη Μήλο, με αποτέλεσμα τη βύθισή του, ενώ και εδώ το πλήρωμα το εγκατέλειψε εγκαίρως με λέμβους.
Ο ναυτικός αποκλεισμός του νότιου μέρους της χώρας είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, τα οποία ήταν εμφανέστερα στις μεγάλες πόλεις και ιδίως στην πρωτεύουσα. Η έλλειψη πρώτων υλών διαφοροποίησε αρκετά το πασχαλινό τραπέζι, αφού μόνο όσοι κατάφεραν να βρουν «λάθρα και υπούλως» λίγο αλεύρι μπόρεσαν να φτιάξουν τα πατροπαράδοτα τσουρέκια, ενώ αντίστοιχες ήταν οι ελλείψεις σε ζαχαροπλαστεία. Η περιγραφή της εφημερίδας για το κλίμα στην αγορά είναι χαρακτηριστική: «Κανείς εορτασμός καμία ένδειξη του εξαιρετικού της ημέρας. Ούτε τα καταστήματα ούτε τα κρεοπωλεία ούτε τα οπωροπωλεία είχον διακοσμηθεί καν με σημαίες, εικόνας και άνθη, διότι δεν έλειπε μόνον η πελατεία η πυκνή, αλλά και τα πασχαλινά είδη τα οποία προσείλκυον άλλοτε την πελατείαν».
Τα μόνα που ανθούσαν εκείνες τις ημέρες ήταν η ακρίβεια και η αισχροκέρδεια: «Ενόμιζε κανείς την εσπέραν του Σαββάτου ότι οι πλείστοι των πωλητών ήσαν λησταί. Από στιγμής εις στιγμήν προσέθετον νέαν τιμήν εις τα είδη». Το αρνί κόστιζε 3,80 η οκά, τα πουλερικά 6-10 το κομμάτι, τα μήλα 3,20 η οκά, τα πορτοκάλια 20-30 λεπτά το κομμάτι και η μαρίδα 4 δρχ. Η προσωρινή λύση έρχεται από την επαρχία και τις συνεχείς αποστολές συγγενών και φίλων σε άλευρα, ψωμιά και αρνιά με το σιδηρόδρομο ή με τα πλοία της γραμμής, ώστε το πασχαλινό τραπέζι της πρωτεύουσας να έχει κάτι από την ατμόσφαιρα των ημερών. Είναι χαρακτηριστικό ότι συνολικά στην Αθήνα από τη Μεγάλη Τρίτη μέχρι την ημέρα της Λαμπρής στάλθηκαν 173 άμαξες με αρνιά… Στους δρόμους των συνοικιών ξεχώριζαν οι κραυγές των πλανόδιων σφαγέων: «Ποιος έχει αρνιά για σφάξιμο;», οι οποίοι δεν πληρώνονταν με χρήματα αλλά παίρνοντας τα δέρματα των αμνοεριφίων.
Μέρος του Εθνικού Διχασμού ήταν και ο Τύπος της περιόδου, που, ξεφεύγοντας από το κατανυκτικό πλαίσιο των ημερών, έδινε σαφές πολιτικό περιεχόμενο ακόμα και στη Λειτουργία της Αναστάσεως στη Μητρόπολη Αθηνών, αφού η παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου ξεσηκώνει τους οπαδούς του που αφήνουν τη Λειτουργία και τον ακολουθούν στους δρόμους: «Ζήτω ο Βασιλεύς. Ο λαός δεν γνωρίζει πώς να εκδηλώσει εμφανέστερον τον ενθουσιασμόν του. Μετά την διέλευσιν του Βασιλέως χιλιάδες λαού ακολουθούν την βασιλικήν άμαξαν βαίνουσα προς τα ανάκτορα. Μίαν ακόμην φοράν ο ελληνικός λαός εξεδήλωσε την πίστην και την αφοσίωσίν του και την λατρείαν του προς τον ενσαρκούντα τον Ελληνισμόν και τα εθνικά ιδεώδη».
Παραπλήσια αποθεωτική για το στέμμα είναι η περιγραφή του Πάσχα στον Βόλο: «Σήμερον ο Βόλος τρώγει το Πάσχα με φασολόψωμο, διότι 7 βαγόνια αλεύρων καθυστερούνται εις Δεμερλή, ζητωκραυγάζει όμως υπέρ του Βασιλέως. Τα συσσίτια της Βασιλίσσης διεμοίρασαν χιλιάδας μερίδας κρέατος».
Παρά το βαρύ πολιτικό κλίμα το Πάσχα που εκείνη τη χρονιά έπεσε αρκετά νωρίς, μόλις στις 2 Απριλίου, γιορτάστηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αφού όσοι δεν κάθισαν σπίτι επωφελήθηκαν της καλοκαιρίας και κατέκλυσαν τις πολλές εξοχές, με κερδισμένους τα… ταξί της εποχής, τους αμαξηλάτες που έκαναν χρυσές δουλειές βάζοντας εορταστικό «καπέλο» στις τιμές τους. Οπως και σήμερα, και τότε η πρωτεύουσα είχε αρκετούς πρόσφυγες από το διωγμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Στον Πειραιά ο υπουργός Επισιτισμού συνάντησε τις εξαθλιωμένες οικογένειες προσφύγων που περίμεναν τη μεταφορά τους από τους Συμμάχους στη Μακεδονία, στους οποίους δόθηκε τροφή, ενώ ζήτησε από την Αστυνομία να μεριμνήσει για την προσωρινή στέγασή τους.
Το αστυνομικό δελτίο της Λαμπρής είχε μια μεγάλη φωτιά στο δάσος του Σκαραμαγκά δίπλα στο Κερατσίνι που έκαψε 200 στρέμματα, τις πολλές κλοπές από το συνωστισμό στις εκκλησίες, αλλά και ένα αιματηρό επεισόδιο που αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του Εθνικού Διχασμού. Ανήμερα το Πάσχα σε καφενείο της Καλλιθέας ένας δικηγόρος αρνήθηκε κέρασμα άλλης παρέας, αποκαλώντας έναν ανθυπολοχαγό της παρέας «βενιζελικό», με αποτέλεσμα ο τελευταίος να του επιτεθεί και να τον τραυματίσει με το ξίφος του.
Εθνικός Διχασμός και στις εκκλησίες της χώρας
Από τον Εθνικό Διχασμό δεν μπόρεσε να ξεφύγει ούτε ο χώρος της Εκκλησίας, η οποία παρέμεινε όλη αυτή την περίοδο διχασμένη όσο και οι πιστοί, με τη Μεγάλη Εβδομάδα όχι μόνο να μην καταπραΰνει τα πάθη, αλλά να τα οξύνει. Μεγάλο ζήτημα των ημερών ήταν αν οι ιερείς θα έπρεπε στους ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας να μνημονεύουν το όνομα του βασιλιά Κωνσταντίνου. Οι ιερείς του Αργοστολίου είχαν δηλώσει ότι, αν τους απαγορευόταν, θα έκλειναν τις εκκλησίες μεγαλοβδόμαδα… Στην αναστάσιμη τελετή στην Κέρκυρα, όταν ο αρχιδιάκονος εμνημόνευσε το όνομα του βασιλιά Κωνσταντίνου, ένας ναύτης από το πλήθος φώναξε: «Ζήτω ο Βενιζέλος, κάτω ο βασιλιάς». Το τι ακολούθησε φαίνεται από τις φιλοβασιλικές εφημερίδες: «Δεν επρόφθασεν όμως ν’ αποτελειώσει την φράσιν του, και ο κόσμος έξαλλος ερρίφθη εναντίον του και τον εξυλοκόπησεν αγρίως αφήσας αυτόν ημιθανή», γράφει η μία για να συμπληρώσει η άλλη: «Εις μόνος μεταξύ του μαινομένου κατά του προδότου πλήθους ναύτης, εργαζόμενος εις πλοίον της Εταιρείας Γιαννουλάτου, είχε το θράσος να ζητωκραυγάζει υπέρ του προδότου της Θεσσαλονίκης. Αλλ’ ο λαός εφήρμοσε πάραυτα εναντίον του τον νόμον του Λυντς».
Αντίστοιχο πρόβλημα υπήρξε και στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα, με τις αντιδράσεις να αναγκάζουν το Μετόχι να προβεί σε επίσημη απάντηση και να αναφέρει ότι αυτό συνέβη διότι υπάγεται στους κανόνες του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων: «Συνεπεία της ανωτέρω αρχής και των τοιούτων πολιτικωτάτων σκέψεων, έχει καθοριστεί Συνοδική του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων αποφάσει, ίνα τόσον εν τω κεντρικώ Ναώ της Αναστάσεως όσον και εν τοις Ναοίς των απανταχού Μετοχίων του Παναγίου Τάφου, γίνεται χρήσις του τύπου “Υπέρ των Θεοσεβαστάτων και Θεοφυλάκτων Βασιλέων ημών…” άνευ προσθήκης ονόματος, τύπου δι’ ου απευθύνεται μεν η ευχή υπέρ των Βασιλέων του Εθνους, παρακάμπτεται δ’ όμως η εκ της εκφωνήσεως του ονόματος δυναμένη προκύψει πολιτική προστριβή προς την αντίληψιν του κυριαρχούντος των Πατριαρχείων Κράτους».
Πηγή: eleftherostypos.gr