Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Εκείνον τον ζοφερό Δεκέμβριο του 2008, μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, με τη βία να σκορπά τον τρόμο και την καταστροφή στο κέντρο της Αθήνας, είχε ξεκινήσει και μια ύποπτη, κατά τη γνώμη μου, συζήτηση περί αμυντικής στάσης της Αστυνομίας.
Η Αθήνα γέμιζε καθημερινά από 15χρονους που διαδήλωναν και διαμαρτύρονταν, αλλά κάποιοι είχαν την άποψη ότι η Αστυνομία έπρεπε να γίνει «επιθετική», για να αντιμετωπίσει τους κουκουλοφόρους και όσους επιδίδονταν σε λεηλασίες, αλλά και να αποτραπούν οι καταστροφές.
Φυσικά, δεν υπήρχε κανείς να εγγυηθεί ότι δεν θα κινδύνευαν και οι νεαροί διαδηλωτές, που διαδήλωναν χωρίς ωστόσο να λαμβάνουν μέρος στα επεισόδια.
Ως γνωστόν, εκείνη την εποχή αρμόδιος υπουργός ήταν ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος.
Οι πιέσεις, προκειμένου να σκληρύνει η στάση της αστυνομίας υπήρξαν αφόρητες.
Ο κίνδυνος να έχουμε και άλλους νεκρούς και νέο νεανικό αίμα στην Αθήνα, ορατός – τουλάχιστον για τους διαθέτοντες το σχετικό κριτήριο.
Ο Παυλόπουλος στάθμισε τα πράγματα, άκουσε τις ψύχραιμες φωνές και αποφάσισε: Οι βιτρίνες και τα υλικά αγαθά ξαναγίνονται. Οι άνθρωποι όχι.
Και αντιστάθηκε σε όσους τον προέτρεπαν για το αντίθετο.
Η περιπέτεια τελείωσε χωρίς νέο αίμα.
Με καταστροφές, αλλά χωρίς νέο αίμα.
Γι’ αυτό και δύσκολα γίνεται αντιληπτό το γεγονός ότι εκείνη η στάση του νέου Προέδρου δέχεται ακόμη βέλη κριτικής.
Όπως δύσκολα γίνεται αντιληπτή και η κριτική περί «πελατειακής συμπεριφοράς».
Στη χώρα που λέγεται Ελλάς, στη χώρα της Πλατείας Κλαυθμώνος, στη χώρα που οι συμπεριφορές αυτές έχουν τις ρίζες τους στα βάθη της Ιστορίας μας, στη χώρα που το ρουσφέτι υπήρξε για τους περισσότερους ο τρόπος ανάδειξης και παραμονής στην εξουσία, είναι τουλάχιστον παράδοξο να ρίχνει κανείς το βάρος σε έναν μόνον άνθρωπο, όποιος κι’ αν είναι αυτός.
Πολύ περισσότερο που ο Παυλόπουλος, με το διάταγμά του για τους συμβασιούχους, δεν έκανε τίποτε άλλο από το να εφαρμόσει Κοινοτική Οδηγία του 1999, καθώς η Ελλάδα είναι βέβαιο ότι θα καταδικαζόταν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για μη εφαρμογή της.
Τελικά, από εκείνους τους συμβασιούχους – για τους οποίους ασφαλώς ήσαν υπεύθυνοι πολύ περισσότεροι – μονιμοποιήθηκαν 33.500 άτομα, ως καλύπτοντες πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου. Αργότερα, το ίδιο το ΑΣΕΠ ήλθε να μετατρέψει τις συμβάσεις τους σε αορίστου χρόνου.
Αυτή είναι η αλήθεια και για τις δύο «κατηγορίες».
Και προκαλεί αλγεινή εντύπωση η προσπάθεια αμαύρωσης ενός προσώπου που έλαβε δύο σημαντικές αποφάσεις – η μία για περιφρούρηση ανθρώπινων ζωών και η άλλη για αποκατάσταση της νομιμότητας.
Όλα τα υπόλοιπα είναι εκ του περισσού και εκ του πονηρού…