Οι πολιτικοί θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ο χρόνος έχει την πολύ κακή ιδιότητα να μην γυρίζω πίσω. Είναι δε το μόνο πολύτιμο αγαθό που, όχι μόνον δεν αναπαράγεται, αλλά και αυτοκαταστρέφεται
Τα παραπάνω, αγαπητέ αναγνώστη, δεν τα έγραφε κάποιο τυχαίο πρόσωπο. Είναι απόσπασμα από το άρθρο του τότε πρωθυπουργού κ. Γ.Α. Παπανδρέου στο ειδικό αφιέρωμα της Καθημερινής για τα 30 χρόνια από την ένταξή μας στην μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια.
Πριν κάποια χρόνια, σε μία συζήτηση με τον Γάλλο δημοσιογράφο και εκδότη τότε Ζαν-Λουΐ Σερβάν-Σρεμπέρ –συγγραφέα, επίσης, του βιβλίου «Η Τέχνη του Χρόνου»– μού έλεγε ότι οι πολιτικοί δεν έχουν την ίδια αίσθηση για τον χρόνο και την σημασία του με τους κοινούς θνητούς. Ακόμα χειρότερα δε, ελάχιστα καταλαβαίνουν πόσο πολύτιμο κεφάλαιο είναι ο χρόνος, γι αυτό και τον κατασπαταλούν –όπως το ίδιο κάνουν και για χρήμα που δεν τους ανήκει.
Στην βάση αυτής της λογικής, ένα από τα σύγχρονα δράματα της χώρας μας, πέρα από την πτώχευσή της, είναι η ασύστολη σπατάλη χρόνου και χρήματος που έγινε τα 33 τελευταία χρόνια, με τα γνωστά σήμερα οδυνηρά αποτελέσματα. Από το 1981 έως και σήμερα, η Ελλάδα δέχθηκε από την Ευρώπη περί τα 310 δισεκατ. ευρώ επιδοτήσεις, 305 δισεκατ. ευρώ δάνεια και 12 δισεκατ. ευρώ τεχνική υποστήριξη. Πρόκειται για 21 φορές το Σχέδιο Μάρσαλ για ολόκληρη την Δυτική Ευρώπη, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο –και ιδού τα αποτελέσματα.
Όμως, πολλά θα μπορούσαν να έχουν γίνει και αυτό δεν το λέμε μόνον εμείς.
«Η ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) συνέβαλε χωρίς αμφιβολία στο να κτίσουμε ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς, να ωφεληθούμε αναπτυξιακά και να μειώσουμε τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες με την υπόλοιπη Ευρώπη. Επίσης, η είσοδος της χώρας μας στο ενιαίο νόμισμα επισφράγισε αυτή την πορεία προόδου της πατρίδας μας και της κοινωνίας μας με οφέλη που σήμερα βλέπουμε πιο καθαρά, στο μέσο αυτής της πρωτόγνωρης κρίσης που βιώνουμε.
»Παρόλα αυτά, η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες, δεν συνοδεύτηκε με τις απαραίτητες θεσμικές αλλαγές. Ιδιαίτερα στην λειτουργία του κράτους, της αυτοδιοίκησης, της δικαιοσύνης, του τομέα της κοινωνικής πρόνοιας και της παιδείας. Έγιναν βήματα, αλλά έμειναν μετέωρα. Δεν πραγματοποιήσαμε μια δική μας glasnost ή περεστρόϊκα, όπως τα κράτη μέλη της πρόσφατης διεύρυνσης. Πολλές παθογένειες, αντί να αντιμετωπισθούν ριζικά, όπως το πελατειακό κράτος, επιβίωσαν. Μάλιστα, μερικές από αυτές γιγαντώθηκαν μέσα σε ένα περιβάλλον μεγαλύτερης ευημερίας, όπου αποφεύγονται επώδυνες αλλαγές σε πολλούς τομείς, από τον αγροτικό τομέα μέχρι τον κρατικό μηχανισμό.
»Τα 30 χρόνια που πέρασαν με την Ελλάδα πλήρως ενσωματωμένη στην ΕΕ, η πατρίδα μας δεν αξιοποίησε αυτή την ευκαιρία όσο θα μπορούσε για να αλλάξει οριστικά και να βάλει σταθερές βάσεις για ένα καλύτερο μέλλον για τους πολίτες της. Παρά τα πολλά θετικά βήματα, δεν φροντίσαμε να εμβαθύνουμε τους δημοκρατικούς μας θεσμούς, να δημιουργήσουμε ένα βιώσιμο, δίκαιο και αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας, μία εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία που θα εξασφάλιζε την αυτονομία μας και την πρόοδό μας για πολλές δεκαετίες. Όλα αυτά μάς οδήγησαν και στην σημερινή κρίση, που τα συμπτώματά της είναι κυρίως δημοσιονομικά, όμως οι αιτίες της δημιουργίας της βρίσκονται στην εδώ και χρόνια αδυναμία μας να αλλάξουμε δομές και νοοτροπίες που κυριάρχησαν για δεκαετίες».
Τα παραπάνω, αγαπητέ αναγνώστη, δεν τα έγραφε κάποιο τυχαίο πρόσωπο. Είναι απόσπασμα από το άρθρο του τότε πρωθυπουργού κ. Γ.Α. Παπανδρέου στο ειδικό αφιέρωμα της Καθημερινής για τα 30 χρόνια από την ένταξή μας στην μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια. Και αυτό το επισημαίνουμε ιδιαιτέρως γιατί, από τα 30 αυτά χρόνια, το κόμμα του τότε πρωθυπουργού κυβέρνησε τα 22, δηλαδή άσκησε την εξουσία στο 73% του χρόνου που κύλησε από τότε μέχρι σήμερα. Όσο για τον Γ.Α.Π., στις παραπάνω κυβερνήσεις των 22 ετών χρημάτισε ο ίδιος υπουργός πολλά χρόνια. Άρα, μπορούμε να πούμε ότι οι παρατηρήσεις του συνιστούν ένα είδος αυτοκριτικής –η οποία, βεβαίως, στις σημερινές συνθήκες, έχει απλό φιλολογικό ενδιαφέρον και τίποτα παραπάνω.
Διότι η ιστορική ένταξή μας στην μεγάλη και ισχυρή ευρωπαϊκή οικογένεια κυριολεκτικά κατασπαταλήθηκε. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα διαχειρίστηκε την στρατηγική επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τρόπο που κατέδειξε και καταδεικνύει την μικρότητά του. Μία τεράστιας σημασίας πολιτική πράξη προσαρμόστηκε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο στα μέτρα του κοντόθωρου εγχώριου πολιτικού παιχνιδιού.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει και ο καθηγητής κ. Χαρ. Τσούκας, «ουσιαστικά, το πολιτικό σύστημα –ιδιαίτερα τα κόμματα εξουσίας– αντιμετώπισε με αμφιθυμία το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Από την μια μεριά, η Ευρώπη ήταν πηγή σημαντικών οικονομικών ενισχύσεων και, κατά τούτο, ευπρόσδεκτη. Τζάμπα χρήμα! Από την άλλη, όμως, στο μέτρο που η Ευρώπη αντιπροσώπευε την θεσμική ευρυθμία, το ορθολογικά οργανωμένο κοινωνικό κράτος και τον οικονομικό-πολιτισμικό φιλελευθερισμό, ήταν δυνητικά επικίνδυνη για ένα πολιτικό σύστημα που αντλούσε την εξουσία του από πελατειακά δίκτυα, σχέσεις διαπλοκής με ισχυρά ιδιωτικά συμφέροντα, την κομματικοποίηση του κράτους, τον κρατικό πατερναλισμό και τον αχαλίνωτο λαϊκισμό. Ο εξευρωπαϊσμός της χώρας απειλούσε τις προϋποθέσεις αναπαραγωγής της παραδοσιακής κομματικής ισχύος».
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά και το μέλλον άδηλο… Επίτευγμα; Κερδίσαμε χρόνο μεταθέτοντας την συνολική πτώχευση της μεταπολίτευσης. Φευ… Παρόλα αυτά, ακόμα και την ύστατη ώρα, υπάρχουν περιθώρια να βγει η χώρα από το τούνελ. Διαθέτει αρκετά ατού που μπορούν να την βοηθήσουν προς την σωστή κατεύθυνση. Έχει ακόμα στην διάθεσή της και ένα πολύ καλό ανθρώπινο κεφάλαιο. Αυτό που χρειάζεται όμως κατεπειγόντως είναι πολιτική ηγεσία αντάξια της κρίσης. Για να πάει η Ελλάδα μπροστά, όπως προτείνει και η ΕΕΔΕ, πρέπει να αφήσει πίσω της την μικρότητα. Αυτή είναι ο θανατηφόρος ιός για την χώρα.
Πόσοι, όμως, καταλαβαίνουν την ανάγκη αυτή, όταν κάποιοι ετοιμάζονται να επαναφέρουν στην εξουσία τους ανθρώπους που στην ουσία προκάλεσαν την καταστροφή;