Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Για τη σημερινή επέτειο έχουν γραφτεί και ειπωθεί σχεδόν τα πάντα.
Παρ’ όλα αυτά, είναι πάντα συγκινητικό να βλέπει κανείς τις εικόνες από τη Νομική και το Πολυτεχνείο – τα αγόρια με τα μακριά μαλλιά και τις «καμπάνες», τα κορίτσια με τα ταγάρια και τις φαρδιές φούστες.
Δεν είναι μόνο εικόνες εξέγερσης κατά ενός δικτατορικού καθεστώτος.
Είναι εικόνες μιας άλλης εποχής.
Πάντα, κάθε χρόνο, οι μεγαλύτεροι κάνουμε γούστο τα παιδιά μας, καθώς κοιτούν ξαφνιασμένα τις εικόνες των γονιών τους με τα ερωτήματα και τα ξεφωνητά της κατάπληξης καταιγιστικά, ανάμικτα, αστεία να επαναλαμβάνονται, κάθε χρόνο, τα ίδια:
Πώς ήσασταν έτσι;
Και πώς φθάνατε ως εκεί; Με το λεωφορείο;
Και πώς γυρίσατε πίσω στο σπίτι; Με τα πόδια;
Δεν φοβόσαστε;
Σας έδειχνε η τηλεόραση;
Πίνατε φρεντοτσίνο;
Με τη στολή του σχολείου, τι αστεία που ήσουν!
Τι δουλειά είχες εσύ εκεί, σχολείο πήγαινες, δεν ήσουν φοιτήτρια, την έστειλες πάλι τη γιαγιά!
Τέτοια…
Οπότε πρέπει να πεις ξανά και ξανά πως τότε δεν μας αγόραζαν αυτοκίνητα για δώρα, δεν φορούσαμε «μάρκες», δεν μας γέμιζαν τις ντουλάπες με ρούχα που βαριόμασταν, δεν αλλάζαμε τα κινητά σαν τα πουκάμισα, δεν… δεν… δεν…
Και μετά να εξηγήσεις πως τότε υπήρχε λόγος να καταλάβεις ένα πανεπιστήμιο, γιατί στη χώρα υπήρχε δικτατορία, φυλακές, βασανιστήρια, λογοκρισία, περπατούσες και κοίταζες πίσω σου.
Πρέπει να τα λες αυτά στα παιδιά.
Γιατί αν δεν τα λες, τότε εύκολα παρασύρονται και μπερδεύουν τη χούντα με το μνημόνιο και τη Δημοκρατία με την ασυδοσία.
Γιατί αν δεν το κάνεις, τότε θα βρουν φυσιολογικό το σύνθημα «χούντα δεν γνωρίσαμε, ούτε δημοκρατία»…
Γιατί μόνο όποιος έχει γνωρίσει τον πόλεμο δεν θεωρεί αυτονόητη την ειρήνη, μόνο όποιος έχει στερηθεί δεν θεωρεί αυτονόητο τον καταναλωτισμό, μόνο όποιος έχει ζήσει σε χούντα μπορεί να εκτιμήσει τα αγαθά της Δημοκρατίας (με Δ κεφαλαίο)…
Όσοι τα έχουν ζήσει όλα αυτά, έχουν καθήκον να τα διηγηθούν και να τα εξηγήσουν στους νεότερους.
Όπως οι δικοί μας γονείς μας μίλησαν για τα δεινά του πολέμου…