Περισσότερο από χρηματοοικονομική, η σημερινή διεθνής κρίση είναι αυτή του σημαντικού επαναπροσανατολισμού του διεθνούς παραγωγικού μοντέλου και της γεωγραφικής κατανομή του
Οι εξελίξεις ενισχύουν στην πραγματική οικονομία τον ρόλο της παραγωγής άϋλων υπεραξιών, δίνοντας ταυτοχρόνως ειδικό βάρος και στην καινοτομία
Όταν γίνεται ένας σεισμός, οι καταστροφές και τα ερείπια όπως και η δυστυχία είναι οι αμέσως ορατές συνέπειες. Ωστόσο, στην ουσία, είναι τα αποτελέσματα βαθύτατων κινήσεων υπό το έδαφος οι οποίες προϋπήρχαν και άρα είχαν ξεκινήσει να εξελίσσονται πολύ πριν τον σεισμό. Ο τελευταίος, έτσι, είναι το προϊόν «σεισμικών πιέσεων» που καταλήγουν στην καταστροφική δόνηση.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στις αναπτυγμένες οικονομίες δυτικού τύπου όταν πλήττονται από κρίσεις. Στις οικονομίες αυτού του τύπου σημαντικό ρόλο παίζουν οι καινοτομίες, οι οποίες, επειδή ακριβώς εντάσσονται στην κατά Γιόζεφ Σουμπέτερ «δημιουργική καταστροφή», προκαλούν πιέσεις οι οποίες φέρνουν σε αντιπαράθεση τις δυνάμεις της ανανέωσης με την ακινησία των δομών που ήδη υπάρχουν.
Κατά κανόνα δε, αυτές οι εντάσεις εκδηλώνονται σε πολλαπλά επίπεδα, που στην ίδια οικονομική σφαίρα είναι οι λειτουργίες και οι κοινωνικές προεκτάσεις τους. Έτσι, σε μία χώρα ή σε σύνολο χώρων, επηρεάζονται η κοινωνική διαστρωμάτωση, η πολιτική οργάνωση και η περιρρέουσα κουλτούρα. Ιδιαιτέρως δε στην οικονομική σφαίρα, οι εντάσεις αυτές συνδέονται άμεσα με το βασικό πρόβλημα της παραγωγής –την αποτελεσματικότητά της.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η οικονομική κρίση είναι σε μεγάλο βαθμό το σύμπτωμα της αναδύσεως νέων τρόπων παραγωγής πλούτου, που είναι πολύ πιο αποδοτικοί από τους ήδη υπάρχοντες, οι οποίοι κυριαρχούσαν για ένα διάστημα. Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές, η κρίση αντιστοιχεί στην λίγο έως πολύ ταχεία εγκατάλειψη των παλαιών τρόπων παραγωγής και τον απαιτούμενο χρόνο για την εγκατάσταση και λειτουργία των νέων διαδικασιών.
Όσο γρηγορότερα οι καινοτομίες και οι ανακατατάξεις στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας γίνονται παραγωγική πραγματικότητα, τόσο ηπιότερη θα είναι η κρίση της καινοτομίας για μία χώρα ή για έναν συνασπισμό χωρών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση για παράδειγμα.
Από ιστορικής πλευράς, γνωρίζουμε ότι η βιομηχανική ανάπτυξη γνώρισε αρκετές κρίσεις αυτής της μορφής, οι οποίες ξεκίνησαν με την είσοδο των μηχανών, την εν συνεχεία καθιέρωση του ταιηλορισμού στην αυγή του 20ου αιώνα, την αλλαγή στις ενεργειακές πηγές (όταν το κάρβουνο αντικαταστάθηκε από το πετρέλαιο), για να καταλήξουμε στην σημερινή ψηφιακή εποχή.
Αυτές οι τεκτονικού τύπου αλλαγές, οι οποίες σημειώθηκαν μέσα σε λιγότερες από δέκα γενιές, έφεραν στην επιφάνεια και νέα οικονομικά φαινόμενα, το σημαντικότερο από τα οποία είναι το σημερινό προβάδισμα της χρηματοοικονομίας έναντι της αποκαλούμενης πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας. Το ερώτημα έτσι που προβάλλει είναι πώς και γιατί η χρηματοοικονομία πήρε το προβάδισμα έναντι της πραγματικής οικονομίας και τί σημαίνει τελικά αυτή η υπεροχή, στην σημερινή φάση επαναπροσανατολισμού του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας.
Ιστορικά, η αλλαγή αυτή έχει την αφετηρία της στην πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973, η οποία προκλήθηκε από τον δεκαπλασιασμό σε μία νύκτα της τιμής του αργού πετρελαίου. Η εξέλιξη αυτή απέφερε στις χώρες παραγωγούς πετρελαίου αμέτρητα δισεκατομμύρια δολλάρια, τα οποία προκάλεσαν πληθωρισμό στις βιομηχανικές χώρες αλλά ταυτοχρόνως αύξησαν την παγκόσμια ρευστότητα.
Έτσι, μέσα σε χρόνο-ρεκόρ, το διεθνές τραπεζικό σύστημα βρέθηκε μπροστά σε δισεκατομμύρια πετροδολλάρια που αναζητούσαν αποδόσεις, ενώ, από την πλευρά τους, οι δυτικές κεντρικές τράπεζες τύπωναν πληθωριστικό χρήμα για να μπορούν να χρηματοδοτούν υπερμεγέθη κράτη προνοίας. Παράλληλα, οι προκαλούμενες νέες καταστάσεις στον τραπεζικό τομέα άρχισαν να ενισχύουν κρατικούς και ιδιωτικούς δανεισμούς, με αποτέλεσμα να προκαλούνται ριζικές ανατροπές και στην χρηματοοικονομία.
Ανατροπές οι οποίες εντάθηκαν και από το φαινόμενο της σταδιακής εξαφάνισης της αμερικανικής αποταμίευσης. Κατά τον Γάλλο οικονομολόγο Ζακ Μιστράλ, επρόκειτο για ένα πρωτοφανές μακρο και μικροοικονομικό φαινόμενο, το οποίο ταυτόχρονα συνοδεύθηκε και από την υπερχρέωση των αμερικανικών νοικοκυριών.
Ήταν πλέον γεγονός ότι, με καθημερινές διεθνείς ροές κεφαλαίων περί τα 600 δισεκατ. δολλάρια στα τέλη του 20ου αιώνα, οι κινήσεις αυτές υπερκάλυπταν πάνω από δέκα φορές το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών και, ως εκ τούτου, επρόκειτο για ένα πρωτόγνωρο χρηματοοικονομικό φαινόμενο το οποίο ανέτρεπε άρδην τα μέχρι τότε τραπεζικά και χρηματιστηριακά ήθη και έθιμα.
Στο πλαίσιο αυτό, η χρηματοοικονομία προσέφερε διπλάσιες και τριπλάσιες αποδόσεις από την πραγματική οικονομία, αποτελώντας μοναδική πηγή προσέλκυσης όλο και περισσότερων κεφαλαίων. Έτσι, με αφετηρία τις ΗΠΑ, δημιουργήθηκε η αποκαλούμενη «οικονομία των χρεών», η οποία ενίσχυε την δημιουργία νέων και πολύπλοκων επενδυτικών προϊόντων, δίνοντας βάθος και εύρος στις τραπεζικές μοχλεύσεις και τον ρόλο τους στην συνολική οικονομική δραστηριότητα –η οποία σήμερα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις τραπεζικές τιτλοποιήσεις και τα ποικίλα παράγωγα προϊόντα, μέσω των οποίων έχει αυξηθεί σε υπερβολικό βαθμό και το βάρος των κερδοσκοπικών επενδυτικών ταμείων (hedge funds) στην λειτουργία της χρηματοοικονομίας.
Όλες αυτές οι εξελίξεις ενισχύουν στην πραγματική οικονομία τον ρόλο της παραγωγής άϋλων υπεραξιών, δίνοντας ταυτοχρόνως ειδικό βάρος και στην καινοτομία –πρώτη ύλη της οποίας είναι η γνώση και η ταχύτητα της εμπορευματοποιήσεώς της. Το νέο επιχειρείν συνδέεται άρρηκτα με το φαινόμενο της «καινοτομικής καταστροφής», το οποίο με την σειρά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ποιοτική σύνθεση του ανθρώπινου δυναμικού μιας κοινωνίας.