Η βαρειά φορολογία των ακινήτων σε μία οικονομία όπως η ελληνική μπορεί να έχει δυσπρόβλεπτες συνέπειες που αγνοούνται από τις στατιστικές.
Η εγχώρια πολιτική για τα ακίνητα έχει πιθανώς επηρεαστεί από έξωθεν αντιλήψεις οι οποίες, αντί να λάβουν υπ’ όψη κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, μάς τοποθετούν στην προκρούστειο κλίνη των στατιστικών. Υψηλή η κατοχή ακινήτων στην Ελλάδα σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους; Χαμηλή η φορολογία; Η πραγματική οφείλει να προσαρμοστεί στον στατιστικό κανόνα.
Η κατάρρευση στην απόδοση και την εμπορική αξία των ακινήτων, σε συνάρτηση με την βαρύτατη φορολογία, επανεπικαιροποιεί τα ερωτήματα ως προς την θέση τους στην οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ζωή.
Στην διαμάχη ανάμεσα σε διάφορες σοσιαλιστικές προτάσεις, ο Friedrich Engels, το 1872, στο έργο του «Για το Ζήτημα της Κατοικίας» υποστήριξε ότι είναι αντιδραστικό να επιδιώκεται η διεύρυνση της ιδιοκτησίας ακινήτων επειδή έτσι οι εργάτες χάνουν την γεωγραφική τους κινητικότητα και «δένονται» με τον εργοδότη τους• επίσης, ότι το ζήτημα της κατοικίας είναι θέμα διανομής και όχι παραγωγής. Η θέση αυτή έγινε θέσφατο στην Σοβιετική Ένωση. Η επανάσταση υποχρέωσε τους «έχοντες και κατέχοντες» να μοιραστούν τις κατοικίες τους με τους αστέγους. Κατόπιν, επί δεκαετίες δεν κατασκευάζονταν κατοικίες καθώς το καθεστώς θεώρησε το πρόβλημα λελυμένο δια της αναδιανομής. Μόνον μετά την πτώση του Στάλιν και την άνοδο του Χρουσώφ η ΕΣΣΔ μιμήθηκε την Δύση: κατασκεύασε μαζικές τσιμεντουπόλεις, σύμφωνα με τις αρχές της Χάρτας των Αθηνών. Διαμορφώθηκε βιαστικά ένα εφιαλτικό αστικό περιβάλλον, χειρότερο και από τις εργατουπόλεις της Δύσης.
Σοσιαλισμός και σύγχρονη πολεοδομία, με πρόσχημα να καλυφθούν οι ανάγκες των μαζών, συνέβαλαν στην οικιστική δυστοπία: εξέφρασαν ένα βαθύ συναίσθημα έχθρας προς ό,τι αντιπροσωπεύει η κατοικία, η εστία, για την οικογενειακή ζωή και παράδοση. Η μεταπολεμική Ελλάδα απέφυγε αυτές τις παρεκτροπές. Όμως, τα ιδεολογικά αυτά ρεύματα εξακολουθούν να επηρεάζουν τις αποφάσεις.
Μετά τον πόλεμο, στην ιδεολογική έχθρα προσετέθη και η λατρεία των αριθμών. Η πλειονότητα των κοινωνικών επιστημόνων απεφάσισαν ότι μόνον το μετρήσιμο είναι άξιο προσοχής. Η στατιστική μετατράπηκε σε θεμέλιο της επιστήμης, με αποτέλεσμα μία εξαιρετικά απλουστευτική εικόνα της υπό μελέτην πραγματικότητας. Η ραγδαία εξέλιξη των υπολογιστικών μέσων συνέβαλε στην κυριαρχία του αριθμού έναντι των ποιοτικών προσεγγίσεων, οι οποίες επιδιώκουν, με τα διαθέσιμα μέσα, να συλλάβουν την συνθετότητα των κοινωνικών διαδικασιών. Κατά συνέπειαν, πολλαπλασιάστηκαν οι συγκριτικές μελέτες οι οποίες εξάγουν κατανομές και μέσους όρους. Ως απλή αφετηρία για περαιτέρω έρευνα, οι υπολογισμοί δεν συνιστούν πρόβλημα. Όμως, εύκολα οι κατανομές μετατρέπονται σε νόρμες• σαν κάθε κοινωνία, μικρή ή μεγάλη, ιστορική ή πρόσφατη, νότια ή βόρεια, να πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τις στατιστικές καμπύλες.
Η εγχώρια πολιτική για τα ακίνητα έχει πιθανώς επηρεαστεί από έξωθεν αντιλήψεις οι οποίες, αντί να λάβουν υπ’ όψη κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, μάς τοποθετούν στην προκρούστειο κλίνη των στατιστικών. Υψηλή η κατοχή ακινήτων στην Ελλάδα σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους; Χαμηλή η φορολογία; Η πραγματική οφείλει να προσαρμοστεί στον στατιστικό κανόνα. Αγνοείται ο σταθεροποιητικός ρόλος της μεταπολεμικής πολιτικής για τα ακίνητα, όπως, επί παραδείγματι, η αντιπαροχή, στην ρημαγμένη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Λησμονείται η σημασία της εγγείου ιδιοκτησίας σε μια χώρα η οποία δεν εμπνέει στα αδύναμα μέλη της, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους, αίσθημα οικονομικής ασφάλειας. Οι αμαρτωλές υπερβολές στην παρελθούσα «φούσκα των ακινήτων» δεν δικαιολογούν την εξάλειψη ενός ολόκληρου συστήματος το οποίο θεμελιώνει την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα.
Αν, πράγματι, η ακολουθούμενη πολιτική επηρεάζεται έσωθεν από παρωχημένες ιδεοληψίες και έξωθεν από πρόσφατες μεθοδολογικές παρεκτροπές, η βαρειά φορολογία των ακινήτων κινδυνεύει να μην περιοριστεί σε ένα είδος έκτακτης συνεισφοράς σε περίοδο κρίσης• ενδέχεται να καταστεί μόνιμο στοιχείο της οικονομικής πολιτικής. Οι ευρύτερες συνέπειες από μια τέτοια εμμονή είναι δυσπρόβλεπτες.
Η έξωθεν πίεση για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα είναι συνολικά εποικοδομητική. Έχει, όμως, αναπόφευκτα και αρνητικές πλευρές. Η οξεία γενικευμένη κριτική της πολιτικής για τα ακίνητα έχει ατυχώς ερμηνευτεί ως αντίσταση συμφερόντων, την οποία προβάλλει ένα υποθετικό παρασιτικό κατεστημένο, υπό την συμβολική ονομασία «landlords της Εκάλης».
Όταν οι έξωθεν εισηγήσεις πάσχουν, η αμφισβήτηση πρέπει να διατυπώνεται σε υψηλό θεωρητικό επίπεδο. Αλλοιώς, οι εύλογες επί μέρους αντιρρήσεις ενσωματώνονται στην αντίδραση των συμφερόντων τα οποία, με συνωμοσιολογικές θεωρίες, αντιστρατεύονται τον εξορθολογισμό της οικονομίας και της κοινωνίας.
EBR
* Πρέσβης της Ελλάδας στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ)