Η επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους στα 60 με 70 χρόνια είναι μία θετική λύση, η οποία ωστόσο απαιτεί άμεση απελευθέρωση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας από την γραφειοκρατική Λερναία Ύδρα και τα σαθρά πολιτικά της στηρίγματα
Το δημόσιο χρέος υπόκειται στην ικανότητα του κράτους να αντλεί φορολογικά έσοδα από την φορολογική επιβάρυνση μελλοντικής εργασίας
Πριν από λίγες εβδομάδες, υπό καθεστώς σιωπής, το συνολικό δημόσιο χρέος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ξεπέρασε το ετήσιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της. Αντιπροσωπεύει, έτσι, περί τα 29 τρισεκατομμύρια ευρώ –ποσό ασύλληπτο στην παγκόσμια οικονομική ιστορία. Αν δε στο ποσόν αυτό προστεθεί και το χρέος των ΗΠΑ, τότε φθάνουμε στο ισόποσο των 43 τρισεκατομμυρίων, γεγονός που πιστοποιεί ένα σοβαρότατο πρόβλημα των ισχυρότερων δυτικών δυνάμεων. Πρόβλημα που κάποιοι θεράποντες της οικονομίας αντιμετωπίζουν με περισσή ανευθυνότητα, στηριζόμενοι στην φαιδρή μαρξιστική εκδοχή ότι «ένα δημόσιο χρέος είναι εικονικό».
Από την άλλη πλευρά, κάποιοι άλλοι οικονομολόγοι θεωρούν ότι το δημόσιο χρέος είναι ξένο προς κάθε πολίτη, ωσάν να μην επηρέαζε την προσωπική του περιουσία –με το επιχείρημα ότι τα δημόσια χρέη ποτέ δεν αποπληρώνονται και ότι σε βάθος χρόνου διαλύονται σε διαρκείς επαναχρηματοδοτήσεις, με αποτέλεσμα να αντιπροσωπεύουν διαρκείς μεταβιβάσεις των δανειστών του κράτους προς τους δημόσιους τομείς του. Συνεπώς, το χρέος είναι φυσιολογικό και άρα δεν πρέπει να απασχολεί τους επαΐοντες περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Υπό αυτούς τους όρους, το χάος αντιπροσωπεύει για την ιδιωτική αποταμίευση ότι η φορολογία ζητά επαγγελματικά εισοδήματα.
Επίσης, μάς λένε κάποιοι, σε χώρες όπως η Ελλάδα, το δημόσιο χρέος αποτελεί «προϊόν διεθνούς συνωμοσίας τοκογλύφων-εχθρών της χώρας και άρα δεν αξίζει καν τον κόπο να αποπληρωθεί». Στην θεωρία αυτή πιστεύουν 7 στους 10 Έλληνες, αριθμός ενδεικτικός και του επιπέδου της «κριτικής σκέψεως» στην χώρα μας –με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται.
Δυστυχώς, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Το δημόσιο χρέος συνιστά για τους δανειστές ένα κεφάλαιο. Όμως, σε αντίθεση με ένα κεφάλαιο που αντιπροσωπεύει εκτελεσμένη εργασία που σταδιακά αποταμιεύεται, το δημόσιο χρέος είναι επίσης μία επιβάρυνση μελλοντικής εργασίας. Με πιο απλά λόγια, οι δανειστές δανείζουν κεφάλαιο που είναι προϊόν αποταμιευμένης εργασίας η οποία έχει γίνει, ενώ το δανειζόμενο κράτος θα αποπληρώνει το χρέος του με φορολογικές αφαιμάξεις της μελλοντικής εργασίας.
Συνεπώς, το δημόσιο χρέος υπόκειται στην ικανότητα του κράτους να αντλεί φορολογικά έσοδα από την φορολογική επιβάρυνση μελλοντικής εργασίας. Συνιστά έτσι υποθήκη του μέλλοντος και άρα το κράτος ζητά από τους δανειστές του να το εμπιστευθούν ως προς την φορολόγηση μελλοντικής δημιουργίας πλούτου.
Είναι έτσι κατάδηλο ότι ένα υπερβολικό δημόσιο χρέος αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην βελτίωση του κόστους της εργασίας και, βεβαίως, υπονομεύει την κεφαλαιακή ρευστότητα μιας κοινωνίας. Εάν δε το χρέος επαναχρηματοδοτείται από τους φόρους, είναι σαφές ότι αυτή που πλήττεται είναι η εργασία.
Με βάση την λογική αυτή, ο Καρλ Μαρξ (1818-1883) θεωρούσε ότι το δημόσιο χρέος δεν ήταν απαραιτήτως συνδεδεμένο με την διαδικασία παραγωγής κεφαλαίου και άρα δεν αποτελούσε τίτλο επί πραγματικού κεφαλαίου. Θεωρούσε συνεπώς ότι, στο πλαίσιο της προλεταριακής επαναστάσεως, το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να διαγραφεί –εάν, βέβαια, το προλεταριάτο κατακτούσε την εξουσία.
Ακόμα περισσότερο, επειδή το δημόσιο χρέος είναι μία συσσώρευση τετελεσμένης εργασίας η οποία έχει ως εγγύηση την εργασία του μέλλοντος, στα μάτια του Μάρξ πολύ απλά θα μπορούσε να ακυρωθεί δια της αρνήσεως της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία, κατά την αντίληψή του, αποτελούσε εμπόδιο στην κοινωνική ισότητα. Υπενθυμίζουμε ότι κάτι παρόμοιο εφάρμοσε ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι μετά το πραξικόπημα του Οκτωβρίου 1917 στην Ρωσία του Αλέξανδρου Κερένσκυ, με τα γνωστά τραγικά στην συνέχεια αποτελέσματα.
Καταλήγουμε έτσι στο συμπέρασμα ότι το δημόσιο χρέος μιας χώρας είναι ένα πολύ σημαντικό οικονομικό μέγεθος το οποίο συνδέεται άμεσα με το νόμισμά της, αφ’ ενός, κα με τον παραγωγικό της δυναμισμό, αφ’ ετέρου. Ταυτοχρόνως, όμως, όπως προκύπτει και από την ανάλυσή μας, το δημόσιο χρέος έχει και βαθύτατο κοινωνικό χαρακτήρα καθ’ όσον αποτελεί υποθήκευση μελλοντικής εργασίας και διαδικασίας παραγωγής πλούτου. Υπό αυτή του την ιδιότητα, το δημόσιο χρέος έχει στενή σχέση και με το νόμισμα μιας χώρας –όσο ισχυρότερο είναι το τελευταίο, τόσο περισσότερες δυνατότητες δανεισμού έχει η χώρα. Αυτό συμβαίνει δε γιατί, στις αγορές, η νομισματική κατάσταση του δανειζόμενου υπαγορεύει και το μέγεθος της προς αυτόν εμπιστοσύνης.
Αυτή η εμπιστοσύνη που λίγο έλλειψε να καταρρεύσει προς την ευρωζώνη όταν διαπιστώθηκαν τα χαοτικά ελληνικά ελλείμματα και οι αθετήσεις από τις ελληνικές κυβερνήσεις κρίσιμων όρων της συμφωνίας για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Ακόμα χειρότερα, οι ελληνικοί χειρισμοί έφεραν στο προσκήνιο και όλες τις χρόνιες στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν έχει κανέναν απολύτως παραγωγικό δυναμισμό αλλά και, όπως όλα δείχνουν, δεν θέλει και να τον αποκτήσει.
Στην σημερινή παγκόσμια οικονομική συγκυρία, οι ελληνικός τουρισμός και η ναυτιλία μας δεν είναι επαρκείς παράγοντες παραγωγής πλούτου, όταν η χώρα οφείλει το 170% του ΑΕΠ της και έχει δείκτη οικονομικής αυτονομίας με το ζόρι 16% –ποσοστό που σημαίνει ότι, αν αύριο η Ελλάδα αποκλειστεί πλήρως από τις αγορές ζητώντας διαγραφή και όχι μεγάλη επιμήκυνση του χρέους της, θα μπορεί να καλύπτει μόνον το ένα πέμπτο των αναγκών της!
Η σημερινή πραγματικότητα του χρέους της, λοιπόν, μάς λέει ότι η επιμήκυνση μιας χαμηλότοκης αποπληρωμής του είναι μονόδρομος, υπό τον όρο ότι χθες η παραγωγική δραστηριότητα θα απελευθερωθεί από τον ολοκληρωτικό και θανατηφόρο εναγκαλισμό ενός χρεωκοπημένου και διεφθαρμένου κράτους. Κράτος το οποίο πιέζει ένα επίσης σαθρό πολιτικό σύστημα να αναβάλει την πλήρη κατάρρευσή του με καθυστερήσεις και αλχημείες που μόνον ζημιές προκαλούν στον παραγωγικό ιστό της χώρας.
Μπορεί λοιπόν να υπάρξει ελπίδα; Ασφαλώς και ναι. Υπό τον όρο ότι μία ολόκληρη κοινωνία πρέπει να αποφασίσει να σταθεί δημιουργικά απέναντι στον εαυτό της. Δηλαδή, να συνδέσει αυτογνωσία και συναίσθηση, συνείδηση και δημιουργική προοπτική. Τα όνειρα, έλεγε κάποιος φιλόσοφος, είναι δικά μας, δεν μάς τα δανείζει κανείς. Ψιλά γράμματα, όμως, αυτά για 7 στους 10 Νεοέλληνες.