Το πολιτικό σκηνικό δείχνει να σταθεροποιείται πλέον προς καταστάσεις πολυκομματικών κυβερνήσεων, γεγονός που υπαγορεύει και νέες πολιτικές ισορροπίες. Κυοφορούνται εξελίξεις οι αποστάσεις που θα πρέπει να καλύψουν τα δύο μεγάλα κόμματα ώστε να επανέλθουν στις αφετηρίες τους είναι αρκετά μεγάλες
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μετά το φιάσκο με την «μικρή ΔΕΗ», η κρίση βαθαίνει. Προς την κατεύθυνση αυτή βοηθούν και οι δημοσκοπήσεις, που δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει «κολλήσει» σε ένα ποσοστό της τάξεως του 24%-27%, με το οποίο σίγουρα δεν μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Κατά συνέπεια, αν έλθει πρώτο κόμμα στις βουλευτικές εκλογές, θα πρέπει να αναζητήσει συμμάχους –τους οποίους θα μπορούσε να βρει είτε στον χώρο της μνημονιακής κεντροαριστεράς (Ποτάμι, Ελιά, ΔΗΜΑΡ), είτε στον χώρο της κεντροδεξιάς, ήτοι ΝΔ. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, όμως, τίθεται το ερώτημα της αντίδρασης των συνιστωσών στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ που, σε περίπτωση κυβέρνησης συνεργασίας, αυτοκαταδικάζονται στην αφάνεια και στην ανυποληψία. Πώς θα αντιδράσουν, λοιπόν.
Από την άλλη πλευρά, όσο απομακρύνεται το ενδεχόμενο φθινοπωρινών εκλογών και διαμορφώνεται κλίμα εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή, σε συνδυασμό με την βελτίωση της οικονομικής κατάστασης, οι επιτελείς του Αλέξη Τσίπρα φοβούνται ότι μέρος του τριτοκοσμικού και κρατικοδίαιτου ΠΑΣΟΚ, που στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, θα αρχίσει να φυλλορροεί. Στην δε κεντροαριστερά, υπάρχουν χώροι πλέον όπου το τμήμα αυτό μπορεί να στεγαστεί. Αυτό σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνον έχει αντίπαλό του τον χρόνο, αλλά γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν θα αντέξει και σε μια δεύτερη θητεία ως αντιπολίτευση.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, τα νέα δεν είναι καλά για τον Αλέξη Τσίπρα και τις συνιστώσες του. Διότι όλα δείχνουν ότι θα υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές και στην ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική έναντι του ευρωπαϊκού Νότου.
Στο πλαίσιο αυτό, με την ανοχή της Γερμανίας και αύριο με εκτελεστικό όργανο τον νέο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Λουξεμβούργιο Χριστιανοδημοκράτη Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη συζητούνται νέες ευνοϊκές διευθετήσεις για τα εθνικά χρέη του Νότου, έτσι ώστε οι χώρες να μπορέσουν να προχωρήσουν σε φορολογικές ελαφρύνσεις, δημόσιες επενδύσεις και ενίσχυση της κοινωνικής τους πολιτικής. Τέτοιου είδους πολιτικές θα αναβαπτίσουν τις «μαρτυρικές» κυβερνήσεις, όπως είναι η ελληνική, και θα τούς δώσουν πολιτικά όπλα για να διεκδικήσουν όχι μόνον την εκλογική τους επιβίωση αλλά ίσως και τη νίκη στις επόμενες εκλογές –αν, βέβαια, ο χρόνος είναι επαρκής. Προς την κατεύθυνση αυτή σημαντικός θα είναι και ο ρόλος της ιταλικής προεδρίας, αν κρίνουμε από την εναρκτήρια ομιλία του Ιταλού πρωθυπουργού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Όλα αυτά τα ενδεχόμενα αποτελούν και το μεγάλο φόβητρο για τον ΣΥΡΙΖΑ, τον πρόεδρό του Αλέξη Τσίπρα και τα στελέχη που τον περιβάλλουν. Γνωρίζουν ότι, με την σημερινή του δομή, το κόμμα δεν θα αντέξει άλλη μία θητεία στην αντιπολίτευση. Αν κάτι τέτοιο όντως συμβεί, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ είτε δεν θα υπάρχει ως σημαντική πολιτική δύναμη στην επόμενη εποχή, είτε η ηγετική του ομάδα θα πάψει να είναι στην κορυφή της κομματικής πυραμίδας.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα λοιπόν για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με τον βουλευτή του κ.Διαμαντόπουλο να υπεραμύνεται των θρασύδειλων δολοφόνων της 17 Νοέμβρη! Μπας και χαθούν κάποιες ψήφοι από την αλητεία των Εξαρχείων.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το πολιτικό κλίμα παρουσιάζει υψηλό δείκτη ρευστότητας και αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από τις συνεχείς ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών, οι οποίες πλέον ανέρχονται σε 25, ενώ σε κοινωνικό επίπεδο οι αντιδράσεις των συνδικαλιστικών φορέων δεν έχουν την μικρή απήχηση. Στον αντίποδα, υπάρχουν ευνοϊκές εξελίξεις στα οικονομικά, με την έγκαιρη εξασφάλιση της δόσης του 1 δισεκατ. ευρώ και με την δεύτερη έξοδο της χώρας στις αγορές σχετικά επιτυχή.
Παρόλα αυτά, από τις τελευταίες συναντήσεις Σαμαρά-Βενιζέλου προκύπτει εμφανώς ότι τα δύο κόμματα δεν αποκλείουν μία πιθανή εκλογική αναμέτρηση, γεγονός που μεταφράζεται σε εξαγγελίες μέτρων κοινωνικού χαρακτήρα. Παράλληλα, ο πρωθυπουργός σπεύδει να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ, που αδυνατεί να συσπειρώσει τις αντιπολιτευτικές δυνάμεις, και βρίσκεται σε επαφή με πολλούς ανεξάρτητους βουλευτές για την συμπλήρωση των 180 ψήφων που απαιτούνται για την ψήφιση του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας. Μέχρι στιγμής, πέραν των 125 της ΝΔ και των 27 του ΠΑΣΟΚ, υπάρχει ενδιαφέρον 20 ανεξάρτητων βουλευτών και της ΔΗΜΑΡ για συνέχιση της θητείας της κυβέρνησης, ενώ θα επιχειρηθεί προσέγγιση προς τα αριστερά, κυρίως προς το ΚΚΕ (12 βουλευτές). Ιστορικώς, τέτοια σύμπραξη είχε καταγραφεί το 1980, όταν μετά τρεις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέλαβε την Προεδρία της Δημοκρατίας με ψήφους της ΕΔΗΚ και της Εθνικής Παράταξης.
Τα παραπάνω πιθανά σενάρια, ωστόσο, δεν αναιρούν τους βαθύτερους προβληματισμούς που επικρατούν στα συστημικά κόμματα και στις ηγεσίες τους. Οι ευρωεκλογές του Μαΐου έδωσαν αρκετή τροφή για σκέψη στα κόμματα, τα οποία βλέπουν πως στην χώρα ήδη υπάρχει ένα νέο πολιτικό σκηνικό μη αναστρέψιμο.
Έτσι, ενώ ο Αντώνης Σαμαράς είχε κατά νουν σοβαρές αλλαγές, ακόμα και στο όνομα της ΝΔ, σήμερα κάνει πίσω. Η ανάλυση του αποτελέσματος των ευρωεκλογών έδειξε ότι ένας από τους λόγους της ήττας της ΝΔ ήταν η απομάκρυνσή της από την παραταξιακή της βάση, την οποία σήμερα πρέπει να ξανακερδίσει. Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, η απώλεια 160.000 ψήφων σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2012 δείχνει το μέγεθος της ασυναρτησίας του προγραμματικού λόγου του κόμματος, το οποίο ωστόσο δεν φαίνεται να «γηράσκει αεί διδασκόμενο»
Οι παραπάνω πραγματικότητες κάνουν πλέον εμφανές το γεγονός ότι οι αποστάσεις που θα πρέπει να καλύψουν τα δύο μεγάλα κόμματα ώστε να επανέλθουν στις αφετηρίες τους είναι αρκετά μεγάλες. Και ακριβώς επειδή τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα πολιτικά, λόγω της γενικευμένης οικονομικής κρίσης διαρκείας, οι επιτελείς της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ αναζητούν συμμάχους «ισότιμης σχέσης». Στο πλαίσιο αυτό, ο Αντώνης Σαμαράς εξετάζει στις αρχές του φθινοπώρου να καλέσει σε διάλογο «ενσωμάτωσης» το ΠΑΣΟΚ, ενώ παράλληλα θα κάνει ανοίγματα κυρίως προς την κεντροδεξιά «πολυκατοικία» που αναμένει «ενωτικό κάλεσμα».
Τέλος, τα παραδοσιακά κόμματα θα βρεθούν προ εκπλήξεων με κάποιες φθινοπωρινές πρωτοβουλίες του Ποταμιού του Σταύρου Θεοδωράκη και με προσχωρήσεις στο κόμμα αυτό πολιτικών προσώπων με ιδιαίτερα ειδικό βάρος.