Η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση δεν θα πραγματοποιηθεί μόνον σύμφωνα με την σύγκλιση προς ποσοτικούς οικονομικούς δείκτες. Ανάλογης σημασίας είναι και οι ποιοτικοί δείκτες της δημοκρατίας και της δίκαιης λειτουργίας του κράτους και του πολιτικού συστήματος.
Η οικονομική διαφθορά πλήττει τη δημοκρατία, γιατί διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες, καθώς επιτρέπει τον παράνομο πλουτισμό κάποιων και τη μεταφορά των φορολογικών βαρών στους συνεπείς πολίτες
Της Μαριέττας Γιαννάκου
«Η διαφθορά αποτελεί μία παθογένεια των πολιτικών συστημάτων διεθνώς, καθώς στρέφεται ευθέως εναντίον των λειτουργιών του κράτους, του υγιούς ανταγωνισμού στην οικονομία και της αξιοκρατίας στην κοινωνία. Σύμφωνα με έρευνα του Ευρωβαρόμετρου τέσσερις στους πέντε Ευρωπαίοι θεωρούν τη διαφθορά σοβαρό πρόβλημα, ενώ θεωρούνται θεμιτές οι πρωτοβουλίες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) τις οποίες υποστήριξε πρόσφατα και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εκτιμάται ότι περίπου 120 δις ευρώ – το 1% του ΑΕΠ της ΕΕ – διοχετεύεται σε πράξεις διαφθοράς.
Στην Ευρώπη, στις βόρειες χώρες υπάρχει αντίληψη ότι η διαφθορά είναι φαινόμενο των νοτίων χωρών και ότι δήθεν δεν αγγίζει τα δικά τους δημοκρατικά συστήματα. Αυτό δεν αληθεύει, υπάρχουν όμως διαφοροποιήσεις ως προς το επίπεδο λειτουργίας του κράτους και την εμπλοκή των ενδιαφερομένων. Ίσως αυτό που χαρακτηρίζει περισσότερο τις νότιες ευρωπαϊκές χώρες είναι και το δίκτυο «μικροδιαφθοράς» που συνδέεται με τις πελατειακές σχέσεις που αναπτύσσονται τόσο λόγω των αντιλήψεων που κυριαρχούν, όσο και λόγω της καθυστέρησης της εφαρμογής της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και των συστημάτων ελέγχου σε σχέση με τις ευρωπαϊκές βόρειες χώρες.
Στη χώρα μας φαινόμενα διαφθοράς εμφανίστηκαν ήδη από τη συγκρότηση του κράτους με διαφορετικές μορφές, όπως με τη μη χρηστή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, τις πελατειακές σχέσεις και τα περιώνυμα ‘ρουσφέτια’, την προσαρμογή της νομοθεσίας στα ιδιωτικά συμφέροντα και τη λειτουργία κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων.
Σήμερα, η συζήτηση για τη διαφθορά αναζητεί μεταξύ άλλων και τους λόγους για τους οποίους φθάσαμε στο υψηλότατο χρέος και την ύφεση. Όπως προκύπτει από τις διάφορες περιπτώσεις διαφθοράς που έχουν δημοσιοποιηθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ο πολιτικός κόσμος έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης είτε επειδή μία μικρή μειοψηφία πολιτικών ενεπλάκησαν άμεσα, είτε επειδή η μεγάλη πλειονότητα δεν επέδειξε την αποφασιστικότητα να χρησιμοποιήσει όλα τα θεσμικά μέσα, προκειμένου να απομονώσει τέτοιες καταστάσεις.
Η διαφθορά, όμως, δεν περιορίζεται στην πολιτική. Η θεωρούμενη ως μικροδιαφθορά, την οποία πολλοί θεωρούν αμελητέα, αποτελεί το εύφορο έδαφος για να ανθίσουν διάχυτα φαινόμενα που διατρέχουν όλο τον κορμό της κοινωνικής συγκρότησης. Όπως μας πληροφορούν διαδοχικές εκθέσεις του Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, αλλά και τα στοιχεία του Συνηγόρου του Πολίτη, τμήματα της δημόσιας διοίκησης και των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης (π.χ. εφορίες, πολεοδομίες, φορείς των ΟΤΑ, νοσοκομεία και άλλα) αποτελούν σοβαρές εστίες διαφθοράς με συνέπειες για τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος και την ποιότητα των υπηρεσιών προς τους πολίτες. Ακόμη και σε θεσμούς στους οποίους ο ιδιαίτερος αξιακός κώδικας θα έπρεπε να λειτουργεί αποτρεπτικά, όπως στα Πανεπιστήμια, την Εκκλησία και τη Δικαιοσύνη, δημοσιοποιούνται συχνά περιπτώσεις διαφθοράς.
Σύμφωνα με συγκριτικά στοιχεία της Διεθνούς Διαφάνειας η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά στην καταπολέμηση της διαφθοράς και όλοι πρέπει να αναρωτηθούμε για τους λόγους αυτής της αποτυχίας. Νομίζω ότι θα πρέπει να αντισταθούμε σε υπεραπλουστεύσεις του τύπου ότι όλοι οι πολιτικοί είναι συνεργοί. Αντιθέτως, πρέπει να διερευνήσουμε ορισμένους θεσμικούς λόγους.
Από την απαρχή της συγκρότησής του το κράτος αποτέλεσε μήλον της έριδος για τα επιμέρους πολιτικά και ιδιωτικά συμφέροντα και οι κυβερνήσεις δεν κατόρθωσαν να επιβάλλουν έναν αυστηρό έλεγχο στις κρατικές λειτουργίες και στον τρόπο που επιτελούσαν τα καθήκοντά τους οι θεσμικοί φορείς και οι κρατικοί λειτουργοί. Η δημόσια διοίκηση ειδικότερα επηρεάσθηκε από τις πελατειακές σχέσεις των κομμάτων, τα οποία απέκτησαν αθέμιτα ερείσματα και επιχείρησαν να την ελέγξουν για τα δικά τους συμφέροντα. Ακόμη, η συχνή κατάλυση της δημοκρατίας και οι συνθήκες πολιτικής πόλωσης που επικράτησαν δυσχέρανε τις ενέργειες εξυγίανσης του κράτους, καθώς οι διώξεις λάμβαναν συχνά πολιτικό χαρακτήρα. Το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης δεν είχε στη διάθεσή του μία ισχυρή παράδοση διαφάνειας και ελέγχου του κράτους και της κυβέρνησης, αλλά και μία κοινωνία πολιτών, η οποία να θέτει στο επίκεντρο τα ζητήματα αυτά.
Επιπλέον, τα υπό κρατικό έλεγχο ΜΜΕ αδυνατούσαν να ασκήσουν έλεγχο στην κυβέρνηση, τα δε ιδιωτικά, παρότι στόχευαν στην πολυφωνία και τη διεύρυνση της πληροφόρησης, ενεπλάκησαν σε αμφιλεγόμενες καταστάσεις στην προσπάθειά τους να ενισχυθούν άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους.
Ωστόσο, πρέπει να μας απασχολήσουν και οι σύγχρονες όψεις της διαφθοράς που προκύπτουν από τη συγκέντρωση μεγάλων κεφαλαίων, τη συγκρότηση διασυνοριακών εγκληματικών οργανώσεων με αντικείμενο τα ναρκωτικά, την παράνομη διακίνηση και εκμετάλλευση προσώπων (trafficking), το λαθρεμπόριο όπλων κά. Με τη συνδρομή της τεχνολογίας και την εύκολη διακίνηση κεφαλαίων, τα δίκτυα αυτά αποτελούν τις σύγχρονες μεγάλες εστίες διαφθοράς με σοβαρές συνέπειες για τα κράτη, τις κοινωνίες και τις οικονομίες.
Στην ΕΕ διαμορφώνεται ένα νέο πλαίσιο κατά της διαφθοράς με κυρίαρχο ένα μηχανισμό για την περιοδική αξιολόγησή της. Το πακέτο κατά της διαφθοράς (anti-corruption package) περιλαμβάνει τον προαναφερθέντα μηχανισμό (C(2011) 3673), μία σχετική Ανακοίνωση της Επιτροπής (COM(2011) 308) και μία απόφαση του Συμβουλίου κατά της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα (2003/568/JHA). Στα παραπάνω πρέπει να επισημανθεί η σημασία της Συνθήκης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διαφθορά, η κύρωση της οποίας εκκρεμεί σε πολλά κράτη-μέλη όπως π.χ. στη Γερμανία.
Η καταπολέμηση της διαφθοράς αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις για την έξοδο από την κρίση χρέους και την ύφεση, αλλά και προϋπόθεση για μία κοινωνία αξιοκρατίας και άμιλλας, χωρίς την οποία δεν υπάρχει πραγματική δημοκρατία.
Οι πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να συνδυαστούν με την ενεργοποίηση όλων των διαθέσιμων θεσμικών εργαλείων σε εθνικό επίπεδο, καθώς και με την εμπέδωση μίας κουλτούρας διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου.
Σε αυτή τη δύσκολη για τη χώρα μας συγκυρία, πρέπει να περάσουμε από τα λόγια περί διαφάνειας και ανοικτής διακυβέρνησης σε πράξεις αυστηρής εφαρμογής της νομοθεσίας και μηδενικής ανοχής στην παραβίασή της. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η λογική της σκοπιμότητας που αξιολογεί την παραβίαση του νόμου ανάλογα με την ισχύ του παραβάτη. Επιπλέον ένα ζήτημα ευαίσθητο αλλά καθόλο αμελητέο είναι ο τρόπος και οι διαδικασίες νομοθέτησης. Η υπερβολική παραγωγή νόμων, η ταχύτητα διεκπεραίωσης του νομοθετικού έργου, η ελαχιστοποίηση της συζήτησης και εξέτασης των προτάσεων νόμου και η βιασύνη εν ονόματι της κρατικής αποτελεσματικότητας δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την παρουσία είτε μέσω των προτάσεων, είτε μέσω τροπολογιών αντικρουόμενων ρυθμίσεων ή και ρυθμίσεων υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων. Φαινόμενο που δυστυχώς έχει παρατηρηθεί.
Σε τελική ανάλυση, η οικονομική διαφθορά πλήττει τη δημοκρατία. Γιατί διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες, καθώς επιτρέπει τον παράνομο πλουτισμό κάποιων και τη μεταφορά των φορολογικών βαρών στους συνεπείς πολίτες. Ταυτόχρονα, στερεί από τους ασθενέστερους πολίτες τις ισότιμες ευκαιρίες που είναι απαραίτητες για την πρόοδο τους, ενώ υπονομεύει ευθέως ακόμη και τη στοιχειώδη αξιοκρατία. Επιπλέον, δημιουργεί καθεστώς ανομίας που οδηγεί σε μία γενικότερη έλλειψη σεβασμού στους νόμους και τους θεμελιώδεις κανόνες της δημοκρατίας.
Καταλήγοντας, η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση δεν θα πραγματοποιηθεί μόνον σύμφωνα με την σύγκλιση προς ποσοτικούς οικονομικούς δείκτες. Ανάλογης σημασίας είναι και οι ποιοτικοί δείκτες της δημοκρατίας και της δίκαιης λειτουργίας του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Σήμερα είναι ανάγκη να ξαναφτιάξουμε την κοινωνία και τους κανόνες της και αυτό πρέπει να γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με θεσμικές αλλαγές που θα επιτρέψουν την κατανομή της εξουσίας μέσω ενός δημοκρατικού συστήματος ελέγχου και ισορροπιών, την πραγματική διάκριση των εξουσιών, την εξασφάλιση της σωστής και δίκαιης λειτουργίας της δικαιοσύνης και τη δυνατότητα της πολιτικής να έλξει ανθρώπους άξιους, ικανούς και ηθικούς στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων.
Αν σε μια μεγάλη χώρα η διαφθορά και το οικονομικό έγκλημα δημιουργούν σοβαρότατα προβλήματα, σε μια μικρή χώρα χωρίς πραγματική βάση παραγωγής τα φαινόμενα αυτά οδηγούν στην αποσάθρωση της δημοκρατίας, στην εξαφάνιση της κοινωνικής αλληλεγγύης, και στη μετατροπή του ατόμου από υποκείμενο της ιστορίας του σε αντικείμενο και ενεργούμενο. Άρα και στην έλλειψη της ανεξαρτησίας του».