Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Στροφή... από την Εγνατία οδό

Η οικονομική κρίση, η αύξηση της τιμής των καυσίμων και η λειτουργία των σταθμών διοδίων απομάκρυναν τους οδηγούς από την Εγνατία οδό, με αποτέλεσμα η κυκλοφορία στον μεγαλύτερο αυτοκινητόδρομο της χώρας να εμφανίζεται το 2013 μειωμένη σε μέσο όρο κατά 30% σε σύγκριση με την κίνηση του 2010 και του 2009.

Του Φώτη Κουτσαμπάρη
fkoutsamparis@makthes.gr
Οι οδηγοί προτιμούν να παρακάμπτουν τα διόδια ακολουθώντας εναλλακτικές διαδρομές από τις παλαιές εθνικές και επαρχιακές οδούς, παρά να καταβάλλουν το αντίτιμο των 2,40 ευρώ που αντιστοιχεί στο αυτοκίνητο.
Η μεγαλύτερη μείωση της τετραετίας, της τάξης του 45%, καταγράφηκε στο τμήμα Ίασμου - Κομοτηνής, όπου λειτουργούν διόδια από τα τέλη του 2011, ενώ υπάρχει εναλλακτική διαδρομή σχετικά καλών γεωμετρικών χαρακτηριστικών. Στο τμήμα αυτό κινήθηκαν το 2013 περίπου 4.500 οχήματα λιγότερα την ημέρα από όσα κινούνταν το 2019 (από τα κατά μέσο όρο 9.800 οχήματα ημερησίως στα 5.350). Μειώσεις σημειώνονται και λόγω της λειτουργίας των σταθμών διοδίων Πολυμύλου (ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2010), Τύριας, Μαλακασίου, Ανάληψης, Ιάσμου (Νοέμβριο-Δεκέμβριο 2011) και Μουσθένης (Ιούνιο 2013).
Μειώσεις του συνολικού κυκλοφοριακού φόρτου της τάξης ή άνω του 30%, για την περίοδο 2009 (ή 2010) έως και το 2013, καταγράφονται στα τμήματα Α/Κ Βασιλικού - Α/Κ Νεοχωρίου και Α/Κ Μετσόβου - Α/Κ Ανήλιου στην Ήπειρο, Α/Κ Κοζάνης - Α/Κ Πολυμύλου στη Δυτική Μακεδονία, Α/Κ Πολυμύλου - Α/Κ Βέροιας, Α/Κ Λαγκαδά - Α/Κ Προφήτη και Α/Κ Ρεντίνας - Α/Κ Ασπροβάλτας - Α/Κ Κερδυλίων στην Κεντρική Μακεδονία, και σε όλα τα τμήματα της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης για τα οποία υπάρχουν στοιχεία. Στα ανατολικά τμήματα της Εγνατίας οδού (Α/Κ Αγ. Ανδρέα - Κήποι), η πλειοψηφία των οποίων είχε αποδοθεί στην κυκλοφορία πριν από το 2004, μπορεί κάποιος παρατηρώντας τα διαχρονικά στοιχεία των μετρήσεων να συμπεράνει ότι ο κυκλοφοριακός φόρτος έφτασε στη μέγιστη τιμή του το 2009, ενώ το 2013, μετά από περίπου τέσσερα έτη οικονομικής κρίσης, έπεσε σε επίπεδο χαμηλότερο των ετών 2004-2005.
Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από την καταγραφή του κυκλοφοριακού φόρτου που κάνει σε ετήσια βάση το “Παρατηρητήριο” της Εγνατίας Οδού ΑΕ μέσω ενός συστήματος μετρητών με 65 σταθμούς. Το “Παρατηρητήριο” εκτιμά την Ετήσια Μέση Ημερήσια Κυκλοφορία (ΕΜΗΚ), δηλαδή τον μέσο ημερήσιο αριθμό οχημάτων που κινήθηκαν μεταξύ δύο διαδοχικών ανισόπεδων κόμβων της Εγνατίας οδού κατά τη διάρκεια ενός έτους. Συγκεκριμένα, η (ΕΜΗΚ) οχημάτων στα τμήματα της Εγνατίας οδού εκτιμάται ότι το 2013 μειώθηκε κατά μέσο όρο: 6% σε σχέση με το 2012, 20% σε σχέση με το 2011 και περίπου 30% σε σχέση με τα έτη 2010 και 2009.
Στα τμήματα της Εγνατίας οδού στα οποία καταμετρήθηκε η κυκλοφορία το 2013, η μεγαλύτερη μείωση του κυκλοφοριακού φόρτου σε σχέση με το έτος 2012 καταγράφεται στο τμήμα μεταξύ των δύο ανισόπεδων κόμβων που βρίσκονται πλησίον της Αλεξανδρούπολης (-11%) καθώς και στα τμήματα Α/Κ Λαγκαδά - Α/Κ Προφήτη και Α/Κ Ρεντίνας - Α/Κ Ασπροβάλτας, στον νομό Θεσσαλονίκης (-10,5%). Αύξηση των φόρτων την περίοδο 2012-2013 καταγράφεται μόνο στα τμήματα της Εγνατίας οδού που διέρχονται από τον ορεινό όγκο της Πίνδου (Α/Κ Μετσόβου - Α/Κ Παναγίας) και είναι της τάξης του +2,8%.
Γενικότερα, και πέραν των συγκεκριμένων μετρήσεων, εκτιμάται πως οι υψηλότεροι κυκλοφοριακοί φόρτοι στην Εγνατία οδό παρουσιάζονται στα τμήματα μεταξύ των ανισόπεδων κόμβων Καλοχωρίου και Σερρών, που λειτουργούν και ως εξωτερική περιφερειακή οδός για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Ο υψηλός αυτός φόρτος είναι αναμενόμενος, καθώς τα τμήματα αυτά -εκτός της διαμπερούς κυκλοφορίας- εξυπηρετούν μεγάλο ποσοστό αστικών μετακινήσεων (δηλαδή μετακινήσεις που έχουν και τα δύο άκρα τους στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης) και ενδονομαρχιακών μετακινήσεων (π.χ. προς ΒΙΠΕ Θεσσαλονίκης και προς προαστιακούς οικισμούς), καθώς και υπεραστικών μετακινήσεων που το ένα άκρο τους είναι η Θεσσαλονίκη (π.χ. Θεσσαλονίκη - Σέρρες, Θεσσαλονίκη - Κιλκίς, Θεσσαλονίκη - Καβάλα κλπ.). Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές από τις μετακινήσεις αυτές πραγματοποιούνται σε καθημερινή βάση, καθώς πρόκειται για μετακινήσεις από και προς την εργασία (commuting) αλλά και για άλλους λόγους (εκπαίδευση, αναψυχή κλπ.).

ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Το 2013 το ποσοστό των βαρέων οχημάτων στα τμήματα της Εγνατίας οδού (για τα οποία υπάρχουν στοιχεία κατηγοριοποίησης των διερχόμενων οχημάτων) κυμάνθηκε μεταξύ 12% και 24%. Τα μεγαλύτερα ποσοστά των βαρέων οχημάτων παρουσιάζονται στα τμήματα του αυτοκινητόδρομου μεταξύ Α/Κ Μετσόβου - Α/Κ Ανήλιου - A/K Παναγιάς, στην Ήπειρο, με ποσοστό 24%, και Α/Κ Δυτ. - Α/Κ Ανατ. Γρεβενών (παράκαμψη Γρεβενών) στη Δυτική Μακεδονία με 22%. Ακολουθούν με ποσοστά άνω του 15%, και μέχρι 18%, τα τμήματα μεταξύ των Α/Κ Βασιλικού - Α/Κ Σελλών και Α/Κ Ιωαννίνων - Α/Κ Παμβώτιδας στην περιφέρεια Ηπείρου, καθώς και τα τμήματα μεταξύ Α/Κ Κοζάνης και Α/Κ Βέροιας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των μετρήσεων σε συγκεκριμένα τμήματα της Εγνατίας οδού, οι εκτιμήσεις του ποσοστού των βαρέων οχημάτων στον συνολικό κυκλοφοριακό φόρτο μεταξύ των ετών 2009 και 2013 καταδεικνύουν αύξησή του στα τμήματα του αυτοκινητόδρομου μεταξύ Κοζάνης και Βέροιας και αναδεικνύουν τον κρίσιμο ρόλο του στη λειτουργική διασύνδεση μεταξύ Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας. Την ίδια περίοδο, αύξηση του ποσοστού των βαρέων οχημάτων καταγράφεται στα τμήματα μεταξύ των ανισόπεδων κόμβων που εξυπηρετούν δύο περιφερειακές πόλεις: τα Γρεβενά στη Δυτική Μακεδονία και την Αλεξανδρούπολη στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Η αύξηση αυτή στο ποσοστό των βαρέων οχημάτων δεν σημαίνει βέβαια και αύξηση του απόλυτου αριθμού τους αλλά φανερώνει ότι το ύψος της μείωσης στην κυκλοφορία τους ήταν μικρότερο από το αντίστοιχο των επιβατικών οχημάτων, γεγονός που είναι λογικό, καθώς οι μετακινήσεις φορτηγών, δηλαδή οι εμπορευματικές μεταφορές, είναι περισσότερο “ανελαστικές” σε σχέση με τις μετακινήσεις επιβατικών οχημάτων, των οποίων κάποιο ποσοστό γίνεται για λόγους λιγότερο απαραίτητους (π.χ. για αναψυχή).
Μείωση του ποσοστού των βαρέων οχημάτων μεταξύ των ετών 2009 και 2013 εκτιμάται για τα τμήμα μεταξύ Α/Κ Λαγκαδά-Σερρών και Α/Κ Προφήτη, στον νομό Θεσσαλονίκης, καθώς και για τα τμήματα μεταξύ της Ξάνθης και της Κομοτηνής. Σε αυτά τα τμήματα, στα οποία λειτουργούν και οι σταθμοί διοδίων Ανάληψης και Ιάσμου αντίστοιχα, η μείωση του ποσοστού των βαρέων οφείλεται στο ότι το ποσοστό των φορτηγών που έχουν εκτραπεί για να αποφύγουν τα διόδια έχει παρατηρηθεί ότι είναι αρκετά υψηλότερο από το αντίστοιχο των επιβατικών οχημάτων. Την περίοδο 2012-2013 καταγράφεται μείωση του ποσοστού των βαρέων οχημάτων στο τμήμα της Εγνατίας οδού μεταξύ των Α/Κ Ρεντίνας και Ασπροβάλτας και σε μικρότερο βαθμό στα καταγεγραμμένα τμήματα του αυτοκινητόδρομου μεταξύ Ξάνθης και Αλεξανδρούπολης. Μικρή αύξηση των βαρέων οχημάτων, για την ίδια περίοδο, παρατηρείται στα τμήματα μεταξύ της Ηγουμενίτσας και των Ιωαννίνων και μεταξύ των Α/Κ Πολυμύλου και Βέροιας.

ΔΙΑΝΥΘΕΝΤΑ ΟΧΗΜΑΤΟΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ
Το 2013 η συνολική κίνηση στον άξονα της Εγνατίας οδού ισοδυναμεί με 2,24 δισεκατομμύρια οχηματοχιλιόμετρα. Το μεγαλύτερο κυκλοφοριακό έργο παρατηρείται, όπως είναι αναμενόμενο, στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, όπου διανύθηκαν περίπου 1,15 δισεκατομμύρια οχηματοχιλιόμετρα (περίπου 50% των συνολικών οχηματοχιλιομέτρων στον άξονα της Εγνατίας οδού). Το 25% των οχηματοχιλιομέτρων διανύθηκε στην περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, η οποία σημειωτέον είναι η περιφέρεια με το μεγαλύτερο σε μήκος τμήμα της Εγνατίας οδού, και ακολουθούν η Δυτική Μακεδονία και η Ήπειρος με 12% η κάθε μία.
Σημειώνεται ότι το οχηματοχιλιόμετρο, που χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης, ισοδυναμεί με την κίνηση ενός οχήματος για ένα χιλιόμετρο. Την περίοδο 2009-2013 η κυκλοφορία με όρους διανυθέντων οχηματοχιλιομέτρων σε ολόκληρη την Εγνατία οδό μειώθηκε κατά 29%, λόγω της οικονομικής κρίσης, της σημαντικής αύξησης της τιμής των καυσίμων αλλά και της σταδιακής έναρξης λειτουργίας νέων σταθμών διοδίων κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου.