Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Απάντηση Κομισιόν σε Νίκο Χουντή για τα πανευρωπαϊκά stress-tests και την κεφαλαιακή επάρκεια ελληνικών και ευρωπαϊκών τραπεζών.


Τη στιγμή που εκφράζονται διαφωνίες, μεταξύ Τράπεζας της Ελλάδας και Τρόικας, σχετικά με το ύψος των κεφαλαιακών αναγκών των ελληνικών τραπεζών και ο έλληνας Διοικητής της ΤτΕ μεταβαίνει στη Φρανκφούρτη για την τακτική σύνοδο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, απάντηση της Κομισιόν και του Επιτρόπου Μπαρνιέ, δίνεται σήμερα στον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκο Χουντή. Πιο συγκεκριμένα, ο έλληνας ευρωβουλευτής σε ερώτησή του, έθετε το θέμα της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών και ευρωπαϊκών τραπεζών, και ζητούσε απαντήσεις στα εξής ερωτήματα:


Νίκος Χουντής:
«Γιατί επιλέχτηκε από την τρόικα η επιβολή κεφαλαιακής επάρκειας στις ελληνικές τράπεζες στο ύψος του 9%, αντί για το ευρωπαϊκό όριο του 8%; Σε ποιες χώρες της ΕΕ επιβάλετε από τις ρυθμιστικές αρχές όριο κεφαλαιακής επάρκειας άνω του 8% και για ποιες τράπεζες;»

Επίτροπος Μπαρνιέ:
«Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013, οι αρμόδιες εθνικές αρχές απαιτούσαν από τις ελληνικές τράπεζες να διατηρούν τον δείκτη βασικού κεφαλαίου κατηγορίας 1 τουλάχιστον στο 9% λόγω του αυξημένου επιπέδου κινδύνου της οικονομίας που πλήττεται από την κρίση του κρατικού χρέους και την παρατεταμένη οικονομική ύφεση. Μια παρόμοια απαίτηση εισήχθη και σε άλλες χώρες στις οποίες εφαρμόζονται προγράμματα προσαρμογής[1]. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες τεχνικές μελέτες προειδοποιούν κατά της άμεσης σύγκρισης των συνολικών στοιχείων για τους δείκτες κεφαλαίου που αναφέρονται από τον κύριο βουλευτή στην ερώτησή του. Ο δείκτης βασικού κεφαλαίου κατηγορίας 1 ύψους 9% και ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ύψους 8% που θα χρησιμοποιηθούν στους ελέγχους ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού (AQR) και στις δοκιμές αντοχής σε ακραίες καταστάσεις (stress test) υπολογίζονται σε διαφορετική βάση. Το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ύψους 8% είναι αυστηρότερος ορισμός από αυτόν (βασικό κεφάλαιο κατηγορίας 1) που χρησιμοποιείται για τις ελληνικές τράπεζες. Επομένως, είναι δυνατό, σε απόλυτη αξία, το ποσό των κεφαλαίων που προκύπτει από τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, 8%, να είναι υψηλότερο από τα μέσα βασικού κεφαλαίου της κατηγορίας 1, 9%. Μετά την έναρξη ισχύος του νέου νομοθετικού πλαισίου (ΚΚΑ/ΟΚΑ) την 1η Ιανουαρίου 2014, τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 θα είναι πλέον η κοινή μέθοδος που θα χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής θέσης των ευρωπαϊκών τραπεζών».

Νίκος Χουντής:
«Οι έρευνες που θα διεξάγουν οι Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και η EKT θα γίνουν με τα ίδια κριτήρια για όλα τα κράτη μέλη ή θα υπάρξουν διαφοροποιήσεις;»


Επίτροπος Μπαρνιέ:
«Την 1η Φεβρουαρίου 2014, η ΕΚΤ δημοσίευσε ένα σημείωμα σχετικά με τη συνολική αξιολόγηση. Η ΕΚΤ δηλώνει ότι ‘θα συνεργαστεί στενά με την ΕΑΤ, και θα εφαρμόσει τη μέθοδο και τις παραμέτρους που έχουν συμφωνηθεί και εξαγγελθεί από αυτή την αρχή’»

Νίκος Χουντής:
«Διαθέτει στοιχεία για το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των μη-συστημικών γερμανικών τραπεζών, οι οποίες έχουν εξαιρεθεί από την εποπτική ομπρέλα του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, της Τραπεζικής Ένωσης;»

Ξανά στο απυρόβλητο αφήνονται οι γερμανικές μη-συστημικές τράπεζες, που μπορεί να είναι μεγαλύτερες ακόμα και από τις μεγαλύτερες ελληνικές συστημικές, εκθέτωντας σε κινδύνους για τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Απαντάει συγκεκριμένα ο Επίτροπος Μπρανιέ:
«Η Επιτροπή δεν διαθέτει αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια των μεμονωμένων γερμανικών τραπεζών. Σχετικά με την αναφορά του κυρίου βουλευτή, οι ανασκοπήσεις χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Bundesbank περιλαμβάνουν στοιχεία σχετικά με τους μέσους δείκτες κεφαλαίου των γερμανικών τραπεζών».

Νίκος Χουντής:
«Όσον αφορά τη διάσταση απόψεων που έχουν εκφραστεί σε θεσμούς της ΕΕ σχετικά με τον τρόπο αποτίμησης των κρατικών ομολόγων, έχει υπάρξει τελική απόφαση για τον τρόπο αξιολόγησή τους; Εάν ναι, ποιος είναι αυτός;»

Επίτροπος Μπαρνιέ
«Στις 31 Ιανουαρίου 2014, η ΕΑΤ δημοσίευσε τα κύρια χαρακτηριστικά των δοκιμών αντοχής σε ακραίες καταστάσεις σε όλη την ΕΕ. Η παράγραφος 32 περιγράφει τον τρόπο αντιμετώπισης της έκθεσης σε δημόσιο χρέος».

Η παράγραφος 32 της ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, σχετικά με τη διενέργεια των πανευρωπαϊκών stress-tests, έχει ως εξής:

“Η χρήση των φίλτρων προληπτικής εποπτείας για την έκθεση σε κρατικά ομόλογα, βρίσκεται υπό τη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων εθνικών αρχών, όπως προβλέπεται και από την Οδηγία για τις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις (CRR/CRD IV). Η προσέγγιση που ακολουθήθηκε και οι επιπτώσεις της για τα αποτελέσματα των stress-tests, θα δημοσιοποιηθούν. Η παραπάνω έκθεση θα καλύπτεται, σύμφωνα με την τρέχουσα λογιστική αντιμετώπιση στο πλαίσιο του τμήματος του πιστωτικού κινδύνου (amortized cost approach) ή/και στην ενότητα κινδύνου αγοράς (mark-to-market approach).”

Ακολουθεί η πλήρης ερώτηση και απάντηση:

Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης E-014460/2013
προς την Επιτροπή
Άρθρο 117 του Κανονισμού
Nikolaos Chountis (GUE/NGL)
Θέμα: Κεφαλαιακή Επάρκεια Τραπεζών
Σε πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Ευρωπαϊκών Πολιτικών Μελετών (CEPS) διαπιστώνεται ότι η κεφαλαιακή επάρκεια των ευρωπαϊκών τραπεζών παρουσιάζει μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά και του ευρωπαϊκού Νότου. Πιο συγκεκριμένα, η κεφαλαιακή επάρκεια πολλών τραπεζών χωρών όπως η Φινλανδία, η Ολλανδία, η Γερμανία και το Βέλγιο είναι πολύ χαμηλή, κατώτερη του 6%. Αντίθετη είναι η εικόνα σε τραπεζικά ιδρύματα χωρών όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, όπου, κατά μέσον όρο, η κεφαλαιακή επάρκεια βρίσκεται, περίπου στο 10,5%. Συγκεκριμένα, για την Ελλάδα το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής υποχρεώνει τις ελληνικές τράπεζες να έχουν Δείκτη Κύριων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (core-tier 1) στο 9% για όλη την περίοδο από το 2012-2014, μια ρύθμιση που αξιολογείται περίπου σε 2 δις ευρώ. Ωστόσο, στα μελλοντικά stress-tests που θα διοργανώσει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), καθώς επίσης και στα Asset-Quality-Review, που θα διενεργήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ορίζεται στο ύψος του 8%. Με δεδομένο ότι αυτή η άνιση μεταχείριση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωζώνης και ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου στην Ελλάδα αναδιαρθρώθηκαν όλες οι τράπεζες, μέσω συγχωνεύσεων, εξαγορών και εκκαθαρίσεων, έχει οδηγήσει τις ελληνικές τράπεζες σε αυξημένες υποχρεώσεις κεφαλαιακής εξασφάλισης, ερωτάται η Επιτροπή:
1.    Γιατί επιλέχτηκε από την τρόικα η επιβολή κεφαλαιακής επάρκειας στις ελληνικές τράπεζες στο ύψος του 9%, αντί για το ευρωπαϊκό όριο του 8%; Σε ποιες χώρες της ΕΕ επιβάλετε από τις ρυθμιστικές αρχές όριο κεφαλαιακής επάρκειας άνω του 8% και για ποιες τράπεζες;
2.    Οι έρευνες που θα διεξάγουν οι ΕΑΤ και η EKT θα γίνουν με τα ίδια κριτήρια για όλα τα κράτη μέλη ή θα υπάρξουν διαφοροποιήσεις;
3.    Διαθέτει στοιχεία για το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των μη-συστημικών γερμανικών τραπεζών, οι οποίες έχουν εξαιρεθεί από την εποπτική ομπρέλα του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, της Τραπεζικής Ένωσης;
4.    Όσον αφορά τη διάσταση απόψεων που έχουν εκφραστεί σε θεσμούς της ΕΕ σχετικά με τον τρόπο αποτίμησης των κρατικών ομολόγων, έχει υπάρξει τελική απόφαση για τον τρόπο αξιολόγησή τους; Εάν ναι, ποιος είναι αυτός;

E-014460/2013
Απάντηση του κ. Barnier εξ ονόματος της Επιτροπής
1. Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013, οι αρμόδιες εθνικές αρχές απαιτούσαν από τις ελληνικές τράπεζες να διατηρούν τον δείκτη βασικού κεφαλαίου κατηγορίας 1 τουλάχιστον στο 9 % λόγω του αυξημένου επιπέδου κινδύνου της οικονομίας που πλήττεται από την κρίση του κρατικού χρέους και την παρατεταμένη οικονομική ύφεση. Μια παρόμοια απαίτηση εισήχθη και σε άλλες χώρες στις οποίες εφαρμόζονται προγράμματα προσαρμογής[2].
Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες τεχνικές μελέτες προειδοποιούν κατά της άμεσης σύγκρισης των συνολικών στοιχείων για τους δείκτες κεφαλαίου που αναφέρονται από τον κύριο βουλευτή στην ερώτησή του. Ο δείκτης βασικού κεφαλαίου κατηγορίας 1 ύψους 9 % και ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ύψους 8% που θα χρησιμοποιηθούν στους ελέγχους ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού (AQR) και στις δοκιμές αντοχής σε ακραίες καταστάσεις (stress test) υπολογίζονται σε διαφορετική βάση. Το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ύψους 8% είναι αυστηρότερος ορισμός από αυτόν (βασικό κεφάλαιο κατηγορίας 1) που χρησιμοποιείται για τις ελληνικές τράπεζες. Επομένως, είναι δυνατό, σε απόλυτη αξία, το ποσό των κεφαλαίων που προκύπτει από τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 8 % να είναι υψηλότερο από τα μέσα βασικού κεφαλαίου της κατηγορίας 1 9 %. Μετά την έναρξη ισχύος του νέου νομοθετικού πλαισίου (ΚΚΑ/ΟΚΑ) την 1η Ιανουαρίου 2014, τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 θα είναι πλέον η κοινή μέθοδος που θα χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής θέσης των ευρωπαϊκών τραπεζών.
2. Την 1η Φεβρουαρίου 2014, η ΕΚΤ δημοσίευσε ένα σημείωμα σχετικά με τη συνολική αξιολόγηση. Η ΕΚΤ δηλώνει ότι «θα συνεργαστεί στενά με την ΕΑΤ, και θα εφαρμόσει τη μέθοδο και τις παραμέτρους που έχουν συμφωνηθεί και εξαγγελθεί από αυτή την αρχή».
3. Η Επιτροπή δεν διαθέτει αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια των μεμονωμένων γερμανικών τραπεζών. Σχετικά με την αναφορά του κυρίου βουλευτή, οι ανασκοπήσεις χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Bundesbank περιλαμβάνουν στοιχεία σχετικά με τους μέσους δείκτες κεφαλαίου των γερμανικών τραπεζών.
4. Στις 31 Ιανουαρίου 2014, η ΕΑΤ δημοσίευσε τα κύρια χαρακτηριστικά των δοκιμών αντοχής σε ακραίες καταστάσεις σε όλη την ΕΕ. Η παράγραφος 32 περιγράφει τον τρόπο αντιμετώπισης της έκθεσης σε δημόσιο χρέος.

05/03/14                                                                                            Το Γραφείο Τύπου