Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Η ΕΥΡΩΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ

H Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα σκεπτικισμού, ακριβώς διότι μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού της αγνοούν σχεδόν τα πάντα από την ευρωπαϊκή ιστορία.


του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

«Για κάθε νέο, η Ευρώπη είναι το σπίτι του», είπε, μιλώντας σε ένα πυκνό ακροατήριο, ο κ. Τζακ Χάννινγκ, πρώην διευθυντής Διεθνών Σχέσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης και γνωστός ευρωπαϊστής. Προσκεκλημένος του Ελληνο-Αμερικανικού Πανεπιστημίου και της Ενώσεως Ευρωπαίων Δημοσιογράφων, ο κ. Τζακ Χάννινγκ αναφέρθηκε στην πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία, στον ρόλο της παιδείας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και στην σημασία που έχει για τις νέες γενιές η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία.

Σημαντικό είναι, από την άποψη αυτή, να πούμε ότι σήμερα η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα σκεπτικισμού, ακριβώς διότι μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού της αγνοούν σχεδόν τα πάντα από την ευρωπαϊκή ιστορία. Αγνοούν ότι, στην διάρκεια του 20ου αιώνα, η Ευρώπη προκάλεσε δύο Παγκοσμίους Πολέμους, με πρωταγωνίστριες δύο χώρες, την Γαλλία και την Γερμανία. Γι αυτό, παρά τα ωραία λόγια των Ζαν Μονέ και Ρομπέρ Σουμάν, πατέρων της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στο ξεκίνημά της ήταν στην ουσία μία γαλλο-γερμανική συγκυριαρχία, στην οποία η πρωτεύουσα της Δυτικής τότε Γερμανίας, η Βόννη, είχε την οικονομική ευθύνη του κοινοτικού μορφώματος και το Παρίσι υπαγόρευε τις πολιτικές της. 


Όπως επισημαίνει ο Tony Judt (1948-2010) στο βιβλίο του «Η Ευρώπη Μετά Τον Πόλεμο», στο πλαίσιο αυτής της γαλλο-γερμανικής συνεργασίας, η Δυτική Γερμανία αγόρασε πολύ ακριβά την επιθυμία της να είναι μέλος της ΕΟΚ, αλλά για πολλές δεκαετίες ο Αντενάουερ και οι διάδοχοί του θα κατέβαλλαν αυτό το τίμημα χωρίς να παραπονούνται, μένοντας προσκολλημένοι στην συμμαχία με την Γαλλία, μάλλον προς έκπληξη των Βρεταννών. Στο μεταξύ, οι Γάλλοι μεταβίβαζαν στην Ευρώπη την επιδότηση των αγροτικών προϊόντων και άλλες πληρωμές, χωρίς να καταβάλλουν το τίμημα για την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας –ζήτημα το οποίο αποτελούσε πάντα προτεραιότητα της γαλλικής διπλωματικής στρατηγικής. Ήδη στην συνδιάσκεψη της Μεσίνας το 1955, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Αντουάν Πιναί είχε καταστήσει εντελώς σαφείς τους στόχους της Γαλλίας: οι υπερεθνικοί διοικητικοί θεσμοί ήσαν αποδεκτοί, αλλά μόνον αν υποτάσσονταν σε αποφάσεις οι οποίες θα λαμβάνονταν ομόφωνα σε διακυβερνητικό επίπεδο.


Επειδή αρκετοί είναι αυτοί που έχουν εξαιρετικά ασθενή μνήμη όταν πρόκειται για τα ευρωπαϊκά πράγματα, κυρίως δε για την ταχύτητα της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως, είναι χρήσιμες κάποιες υπενθυμίσεις.
Υπογραμμίζουμε έτσι την γκωλική αντίληψη περί εθνικής κυριαρχίας και τις ζημιές που έχει προκαλέσει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Διότι, στην βάση αυτής της λογικής, ο στρατηγός ντε Γκωλ, στην πρώτη δεκαετία της κοινοτικής υπάρξεως ασκούσε φοβερές πιέσεις στα άλλα κράτη μέλη της ΕΟΚ, με αποτέλεσμα το 1966 να αρθεί ο κανόνας της πλειοψηφίας στο Συμβούλιο Υπουργών και να υιοθετηθεί αυτός της ομοφωνίας. Επρόκειτο για το πρώτο ρήγμα στην αρχική Συνθήκη της Ρώμης και την εποχή που επετεύχθη αποτελούσε σαφή γαλλική πολιτική νίκη.


Τελικά, η επιρροή την οποία ασκούσε η Γαλλία στα πρώτα βήματα της ευρωπαϊκής πορείας προς την ολοκλήρωση καθιστούσε το όλο οικοδόμημα ευάλωτο, γιατί ουσιαστικά η γαλλική πολιτική αναπαρήγαγε τα αρνητικά γνωρίσματα του έθνους-κράτους υπό ηπειρωτική κλίμακα. Έτσι, με τον χρόνο, εγκαταστάθηκε στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ένας ευρωκεντρικός επαρχιωτισμός, που σήμερα ναι μεν η ΕΕ επιδιώκει να αποβάλει, πλην όμως δεν είναι καθόλου εύκολο. Ιδιαίτερα δε μετά την είσοδο του Ηνωμένου Βασιλείου και χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες βολεύονται περισσότερο με μία διακυβερνητική Ευρώπη παρά με την μορφή Ομοσπονδίας που προτείνουν πολιτικοί όπως οι Γκυ Βερχοφστάαντ, Ντ. Κον Μπεντίτ, Ζακ Ντελόρ, κ.α. Εξάλλου, οι διαδοχικές διευρύνσεις της Ευρώπης έχουν δημιουργήσει ένα πολύπλοκο και δαιδαλώδες σύστημα ολοκληρώσεως και, μέσα από τα πολυσύνθετα κείμενα που το συνθέτουν, ο πολίτης είναι αδύνατον να βρει άκρη. 


Μοιραία λοιπόν οι πολίτες που δεν έζησαν τις βαρβαρότητες δύο Παγκοσμίων Πολέμων και που 68 χρόνια τώρα ζουν σε μία ειρηνική και κοινωνικά μοναδική στον κόσμο ήπειρο, πολύ δύσκολα μπορούν να καταλάβουν ποια είναι, στην εποχή της παγκοσμιοποιήσεως, η ανάγκη της περισσότερης και όχι της λιγότερης Ευρώπης. Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να παροράται το γεγονός ότι στην σημερινή Ευρώπη κατοικούν πάνω από 60 εκατομμύρια μη ευρωπαϊκής καταγωγής μετανάστες, οι οποίοι έχουν μεν εθνικότητες ευρωπαϊκών χωρών αλλά ούτε ευρωπαϊκή κουλτούρα διαθέτουν, ούτε αντίστοιχη παράδοση.


Παρόμοια φαινόμενα τροφοδοτούν με επιχειρήματα ευρωπαϊκά ακραία κόμματα, τα οποία έχουν κάνει σημαία τους την ξενοφοβία και την μη ανοχή του άλλου. Σήμερα, για λόγους δήθεν προστασίας των εθνικών ταυτοτήτων, αυτοί οι πολιτικοί σχηματισμοί καλλιεργούν και έναν παράλογο ευρωσκεπτικισμό, από τον οποίο τίποτε θετικό δεν πρόκειται να προκύψει.


Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι επείγον και ζωτικό να εξηγηθεί η Ευρώπη στους νέους και στους απλούς πολίτες με λόγια κατανοητά και ειλικρινή. Είναι δημοκρατικό καθήκον οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να μην κρύβονται πίσω από μισόλογα και ψευδολογίες προκειμένου να φορτώνουν σε τρίτους τις δικές τους ανεπάρκειες. Στην σημερινή φάση της παγκοσμιοποιήσεως, υπό συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού και αφόρητων δημογραφικών πιέσεων, η Ευρώπη είναι το σπίτι μας. Ας μην αφήσουμε κάποιους να το εκθεμελιώσουν.