Πατριδοκαπηλία δίχως όρια: Μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί η στάση κάποιων κομμάτων της αντιπολίτευσης που όχι μόνο θυμήθηκαν ξαφνικά ότι έχουμε πάνω από 100.000 Έλληνες στην Ουκρανία, αλλά και ανεβάζουν τους τόνους, παριστάνοντας τους «προστάτες» της σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή.
Αδιαφορώντας για τις συνέπειες, από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η τρομερή κρίση, κάνουν ό,τι μπορούν για να τραβήξουν τα βλέμματα κάθε τρελού που δραστηριοποιείται στην πολύπαθη χώρα πάνω σε 100.000 ψυχές που, αν και οργανωμένοι σε 110 συλλόγους, αυτήν ακριβώς τη στιγμή θα ήθελαν να περνούν απαρατήρητοι.
Αφού πούλησαν πατρίδα εντός συνόρων, θεώρησαν πως τώρα είναι η ευκαιρία να… επεκταθούν!
Και συνέχισαν, παρά τις προσπάθειες από την πλευρά της Ομογένειας και του γενικού προξένου στη Μαριούπολη να κατεβάσουν τους τόνους.
Το μικροκομματικό συμφέρον για εσωτερική κατανάλωση αποδείχθηκε υπέρτερο των αναγκών του Έθνους.
Στις 28 Φεβρουαρίου, με συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο γενικός πρόξενος Δ. Παπανδρέου έσπευσε να στείλει το μήνυμα:
«Οι ομογενείς που ζουν στην Ουκρανία δεν αποτελούν στόχο ουδεμίας πλευράς στην ουκρανική κρίση. Η κατάσταση που επικρατεί στις νοτιοανατολικές περιοχές της Ουκρανίας, όπου διαβιοί και η συντριπτική πλειοψηφία των ομογενών μας, είναι ήρεμη. Δεν έχουν υπάρξει επεισόδια σε βάρος ομογενών ούτε έχει καταγραφεί κάποιο σοβαρό περιστατικό βιαιοπραγίας».
Ο πρόξενος, διέψευσε ότι υπήρξαν ξυλοδαρμοί και εξήγησε πως η επίθεση που δέχθηκε ένας ελληνικής καταγωγής βουλευτής συνέβη επειδή βρισκόταν μέσα στο πλήθος της Πλατείας Μαϊντάν και όχι επειδή τον αναγνώρισαν ως ομογενή.
Και εξήγησε και τι συμβαίνει με το θέμα της γλώσσας, στο οποίο θα αναφερθώ στο τέλος.
Είχε προηγηθεί, την προηγουμένη, η ανακοίνωση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ – τον οποίο τον πήρε ξαφνικά ο πόνος για τους Έλληνες της διασποράς που ζουν στη Μαριούπολη.
Η ανακοίνωση έκανε αναφορά σε «καταστροφή μειονοτικών σχολείων», σε «ρητή και κατηγορηματική απαγόρευση μειονοτικών γλωσσών και δικαιωμάτων» και για «αφαίρεση βασικών συνταγματικών δικαιωμάτων
του ελληνισμού της διασποράς αλλά και Ουκρανών ελληνικής καταγωγής», για «παύση της προστασίας τους από την πρόσφατη κατάργηση του συντάγματος της χώρας».
Και ζητούσε να… ανακαλέσουμε τον πρέσβη μας στο Κίεβο (λες και είμαστε εμείς οι εμπλεκόμενοι και λες και δεν τον χρειαζόμαστε εκεί για να παρακολουθεί, να δίνει οδηγίες και να βρίσκεται επί τόπου για να επέμβει, αν χρειαστεί).
Το θέμα έγινε και αντικείμενο των… περιφερειακών εκλογών, με την υποψήφια του ΣΥΡΙΖΑ να μιλά για «Έλληνες που βρίσκονται στο στόχαστρο των νεοναζί»!
Την ίδια μέρα, τα ίδια μας έλεγαν και από την πλευρά των ΑΝ.ΕΛ και της Χρυσής Αυγής, όπου η έννοια της πατρίδας συστηματικά μονοπωλείται.
Και η φασαρία συνεχίστηκε και μετά την επίσκεψη του υπουργού των Εξωτερικών στην περιοχή – αλλά αυτό και αναμενόμενο ήταν και το λιγότερο.
Μάλιστα, την Κυριακή, 2 Μαρτίου, ο ΣΥΡΙΖΑ εξέδωσε και νέα ανακοίνωση – σχόλιο του Γραφείου Τύπου, όπου και πάλι αναφερόταν πως η νέα κυβέρνηση στην Ουκρανία «με ένα από τα πρώτα νομοσχέδια που ψήφισε, κατάργησε όλα τα δικαιώματα των τεσσάρων μειονοτήτων της χώρας, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων» - οπότε δεν μιλούμε πια για κατάργηση Συντάγματος, αλλά για νομοσχέδιο!
Και επομένως, «η νομιμοποίηση μιας τέτοιας κυβέρνησης από την ελληνική πλευρά ενέχει ανυπολόγιστους κινδύνους για την δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Τι σημαίνουν όλα αυτά;
Συνέχισαν το βιολί τους και μετά τις εκκλήσεις
Μα πως όλοι αυτοί συνέχισαν (και συνεχίζουν) το βιολί τους, αδιαφορώντας για τις εκκλήσεις της ελληνικής κοινότητας και μη λαμβάνοντας υπόψη την (εύγλωττη) ανακοίνωση της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων Ουκρανίας, που έσπευσαν να εκδώσουν (διαπιστώνοντας την ανευθυνότητα των πατριδοκάπηλων) ήδη από τις 27 Φεβρουαρίου.
Και ιδού η ανακοίνωση την οποία οι «κακόβουλοι» άρχοντες της πατριδοκαπηλίας και του μικροκομματισμού προκάλεσαν:
«Θέλουμε να δηλώσουμε προς κάθε κατεύθυνση ότι οι 100.000 περίπου ομογενείς στην Ουκρανία παραμένουν ήσυχοι και νομοταγείς πολίτες, δεν συμμετέχουν σε ακραίες εκδηλώσεις, ούτε υποδαυλίζουν εθνικιστικά στοιχεία, αλλά παραμένουν ενωμένοι και αδελφωμένοι και δηλώνουν την προσήλωσή τους στην ενότητα της Ουκρανίας.
»Οποιαδήποτε αναφορά που κάνει λόγο για επιθέσεις σε βάρους του ελληνισμού είναι κακόβουλη και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δεν καταλαβαίνουμε γιατί λέγονται τέτοια ανυπόστατα πράγματα. Είμαστε ανήσυχοι και προβληματισμένοι για τις εξελίξεις, αλλά πιστεύουμε ότι πολύ σύντομα θα βρεθεί η λύση για το καλό του Ουκρανικού λαού. Είμαστε σε συνεχή επαφή από την αρχή της κρίσης με τις ελληνικές διπλωματικές Αρχές στην Ουκρανία, την πρεσβεία μας στο Κίεβο και τα γενικά μας προξενεία στη Μαριούπολη και την Οδησσό και υπάρχει καθημερινή και συνεχής επικοινωνία με τον πρέσβη και τους γενικούς προξένους. Με τον γενικό πρόξενο στη Μαριούπολη μόλις προχθές είχαμε μάλιστα συνάντηση στα γραφεία της Ομοσπονδίας μας και οι εκπρόσωποι των ομογενειακών οργανώσεων έφυγαν ευχαριστημένοι και με ανυψωμένο το εθνικό μας φρόνημα από τη συνάντηση αυτή.
»Επαναλαμβάνουμε με τον πιο κατηγορηματικό και υπεύθυνο τρόπο ότι οι Ομογενείς τηρούν υπεύθυνη στάση, είμαστε ενωμένοι και δεν έχουμε αποτελέσει αντικείμενο στοχοποίησης ή εχθρικών πράξεων. Δεν καταλαβαίνουμε συνεπώς για ποιον λόγο εκφράζονται αυτές οι απαράδεκτες απόψεις, τις οποίες και καταδικάζουμε απερίφραστα και καλούμε όλους όσοι κάνουν δηλώσεις για την κατάσταση στην περιοχή να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και σοβαροί στα λεγόμενά τους».
Αλλά στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα…
Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, εκδίδει τώρα μονομερείς ανακοινώσεις κατά της προσωρινής κυβέρνησης στο Κίεβο, ενώ στις 31 Ιανουαρίου δεν είχε συμφωνήσει με την πρόταση ψηφίσματος του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ουκρανία, καταγγέλλοντας την κατά του Γιανουκόβιτς μονομέρεια, αλλά και δηλώνοντας (δια του Δ. Παπαδημούλη, που μίλησε εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς) ότι η συγκεκριμένη ευρωομάδα επικρίνει και «την προσέγγιση Γιανουκόβιτς, επειδή δεν είναι δημοκρατική και επειδή, όπως φαίνεται, οι ολιγάρχες ελέγχουν την Ουκρανική οικονομία. Την ίδια στιγμή, υπάρχει δημοκρατικό έλλειμμα, διαφθορά και πράξεις χειραγώγησης», υπενθυμίζοντας ότι «υπήρχαν παρόμοια προβλήματα με την Πορτοκαλί Επανάσταση».
Τι συμβαίνει με τη γλώσσα
Ως γνωστόν, κάθε χώρα διαθέτει μια επίσημη γλώσσα, η οποία χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση και στα δημόσια έγγραφα.
Αυτό δεν έχει να κάνει με το δικαίωμα των μειονοτήτων να διατηρούν τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους.
Μάλιστα, όπου οι μειονότητες θεωρούνται «εθνικές», το κράτος έχει υποχρέωση να μεριμνά για τη διδασκαλία της εθνικής γλώσσας.
Έτσι, στην Ουκρανία η επίσημη γλώσσα είναι τα ουκρανικά, στην Αλβανία τα αλβανικά και ούτω καθεξής.
Η ελληνική γλώσσα, όμως, διδάσκεται επισήμως στις μειονότητες, βάσει διεθνών συνθηκών, αλλά τα επίσημα κείμενα γράφονται στην επίσημη γλώσσα και σ’ αυτήν εκδίδονται τα επίσημα έγγραφα, όπως διαβατήρια, ταυτότητες, άδειες οδήγησης κλπ.
Άλλωστε, η ελληνική γλώσσα διδάσκεται όπου υπάρχει ελληνισμός – άσχετα από το αν αποτελούν μειονότητα ή μετανάστες – με μέριμνα του ελληνικού κράτους, που διαθέτει εκπαιδευτικούς και κονδύλια.
Στην Ουκρανία, μοναδική επίσημη γλώσσα ήταν τα ουκρανικά, μέχρι τις 12 Ιουλίου 2012, όταν, με πρωτοβουλία του Γιανουκόβιτς ο οποίος ήθελε να χαϊδέψει τα αυτιά των Ρώσων, το κοινοβούλιο ψήφισε νόμο με τον οποίο σε επίσημη γλώσσα αναβαθμίζονταν και τα ρωσικά και επομένως μπορούσαν να χρησιμοποιούνται στις ρωσόφωνες περιφέρειες, δηλαδή στη μισή χώρα.
Έτσι, η ρωσική γλώσσα εξισώθηκε με την ουκρανική ως προς τη χρήση της στην εκπαίδευση και από τις κρατικές υπηρεσίες, με όλα τα επίσημα έγγραφα να εκδίδονται και στις δύο γλώσσες.
Για να περάσει αυτό, ο Γιανουκόβιτς επινόησε τον όρο «περιφερειακές γλώσσες», εννοώντας με αυτόν τις γλώσσες που μιλά τουλάχιστον το 10% του πληθυσμού μιας περιφέρειας – μεταξύ των οποίων και η ελληνική.
Στην πραγματικότητα (και προκειμένου να ικανοποιηθεί η Μόσχα) ο νόμος αυτός προκάλεσε ένα γενικό αλαλούμ εγγράφων.
Δεν αφορούσε το δικαίωμα χρήσης της γλώσσας από τις μειονότητες, αλλά τη συμπληρωματική χρήση της στα κρατικά έγγραφα.
Στις 12 Ιουλίου 2012, ο νόμος ψηφίστηκε με την τρίτη, σε μια επεισοδιακή ψηφοφορία, με 248 ψήφους υπέρ επί 450 βουλευτών.
Ως γνωστόν, το κόμμα του Γιανουκόβιτς αποκαλείται Κόμμα των Περιφερειών και εκπροσωπεί κυρίως τις ρωσόφωνες περιοχές και ήδη από το 2004 είχε υποσχεθεί πως η ρωσική θα γινόταν η δεύτερη κρατική γλώσσα.
Μάλιστα, το θέμα της γλώσσας αποτέλεσε ένα από τα αίτια του διχασμού, καθώς ο λαός χωρίστηκε στα δύο, μεταξύ αυτών που ήθελαν την αναβάθμιση της ρωσικής γλώσσας και αυτών που πίστευαν πως κάτι τέτοιο θα μείωνε την κυριαρχία της Ουκρανίας.
Στις 8 Αυγούστου 2012, ο Γιανουκόβιτς κύρωσε με την υπογραφή του το νόμο που επιγραφόταν «Για τις αρχές της κρατικής πολιτικής στο θέμα της γλώσσας», υποσχόμενος συγχρόνως πως θα έθετε σε εφαρμογή το «πρόγραμμα ανάπτυξης της ουκρανικής γλώσσας» ως αντιστάθμισμα στις αποφάσεις του και για να αποφευχθεί ο περαιτέρω διχασμός – κάτι που του επισήμαναν κατά την επίσκεψή του στην Κριμαία την προηγουμένη.
Επομένως, αυτός ο νόμος, ο νόμος δηλαδή που προέβλεπε παράλληλη με τα ουκρανικά χρήση και άλλων γλωσσών στα επίσημα έγγραφα, καταργήθηκε από την προσωρινή κυβέρνηση που προέκυψε μετά τις ταραχές.
Φυσικά, η ανησυχία υπάρχει πάντα, αλλά από εκεί μέχρι να καταγγέλλεται απαγόρευση της ελληνικής γλώσσας υπάρχει απόσταση.
Όπως μάλιστα προκύπτει και από ανταπόκριση (1 Μαρτίου) του Κώστα Ονισένκο στην «Καθημερινή», οι Έλληνες ανησύχησαν όχι τόσο για την απόφαση επιστροφής στο πρότερο καθεστώς της αποκλειστικής χρήσης μίας επίσημης γλώσσας, αλλά επειδή ακούστηκε πως για τη θέση του υπουργού Παιδείας προοριζόταν η Ιρίνα Φαριόν, γνωστή ως «δικτάτορας της ουκρανικής γλώσσας» - κάτι το οποίο ωστόσο δεν συνέβη.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, στη Μαριούπολη άλλοι φοβούνται πως, αν και η απόφαση στρέφεται κυρίως κατά της ρωσικής γλώσσας, θα μπορούσε να επηρεαστεί η διδασκαλία των ελληνικών (κάτι που όμως είναι ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης ως προς την καταβολή των μισθών των εκπαιδευτικών) και άλλοι υποστηρίζουν πως «η γλώσσα μας επιβίωσε από σταλινικές διώξεις, δεν πρόκειται να χαθεί σήμερα».
Από την πλευρά του, ο γενικός πρόξενος, στη συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο είχε ξεκαθαρίσει πως τα περί απαγόρευσης της ελληνικής γλώσσας δεν ισχύουν.
Όπως είπε, «επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η ουκρανική, στη διοίκηση, αλλά σε καμία μειονότητα δεν έχει απαγορευτεί το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τη γλώσσα της. Στη Μαριούπολη υπάρχει κρατικό πανεπιστήμιο με έδρα ελληνικής φιλολογίας με 400-500 ελληνόφωνους φοιτητές. Εδώ διδάσκεται η ελληνική γλώσσα, αρχαία ελληνικά, νέα ελληνικά, ιστορία, γλωσσολογία. Είναι ένα μικρό θαύμα αυτό που συντελείται εδώ. Εγώ πηγαίνω εκεί και κάνω άτυπα διαλέξεις».
Από την πλευρά του, και ο Έλληνας πρέσβης στο Κίεβο Β. Παπαδόπουλος, σε δηλώσεις του στον Σκάι, είπε πως με την κατάργηση του νόμου του 2012, «επανήλθε το προηγούμενο καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο επίσημη γλώσσα στη διοίκηση είναι μόνο η ουκρανική. Ο νόμος του 2012 είχε εντάξει στις επίσημες γλώσσες που μπορούν να χρησιμοποιούνται στη διοίκηση τα ρωσικά, τα ρουμάνικα, τα ελληνικά και τα ουγγρικά. Δεν θεωρώ ότι θίγονται οι Έλληνες, καθώς δεν έχει να κάνει με τη χρήση της γλώσσας καθαυτής, αλλά μόνο με την επίσημη γλώσσα που χρησιμοποιείται στη διοίκηση».
Επομένως, άλλο να λέμε ότι απαγορεύτηκαν τα ελληνικά και άλλο ότι αποφασίστηκε επίσημη γλώσσα να είναι η ουκρανική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα δεν δίστασε στην ανακοίνωσή του της 2ας Μαρτίου να μιλήσει για «κατάργηση όλων των δικαιωμάτων των τεσσάρων μειονοτήτων της χώρας» - ενώ επρόκειτο για απόφαση για χρήση μίας επίσημης γλώσσας στα κρατικά έγγραφα.
Φυσικά, αφού, στην ανακοίνωση της 27ης Φεβρουαρίου, είχε μιλήσει για «αφαίρεση βασικών συνταγματικών δικαιωμάτων» και «πρόσφατη κατάργηση του συντάγματος της χώρας».
Δηλαδή μετέτρεψε την κατάργηση ενός πολύ πρόσφατου και αμφιλεγόμενου νόμου, που συνέβαλε στον ουκρανικό διχασμό, σε κατάργηση του Συντάγματος!
Σωστά. Διότι όταν παίζεις το χαρτί της πατριδοκαπηλίας, χρησιμοποιείς όλα τα μέσα παραπληροφόρησης…