Οι εξελίξεις στο Κυπριακό μπορούν να χαρακτηριστούν ραγδαίες - για πρώτη φορά μετά την υποβολή και την απόρριψη του περίφημου Σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα του Μαρτίου 2004.
Σήμερα, εκεί, στο παλιό αεροδρόμιο της Λευκωσίας, στη «νεκρή ζώνη», οι κ.κ. Αναστασιάδης και Έρογλου κάθονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων – για πρώτη φορά μετά τον Ιούλιο του 2012, οπότε και διακόπηκαν οι συνομιλίες λόγω της ανάληψης της προεδρίας της ΕΕ εκ μέρους της Κύπρου.
Με δεδομένο ότι στο Κυπριακό η μη λύση όχι μόνο δεν αποτελεί λύση, αλλά – σαράντα χρόνια μετά την εισβολή και την κατοχή – οδηγεί μοιραία και με μαθηματική ακρίβεια στη διχοτόμηση του πολύπαθου νησιού, η εθνική ομοψυχία σε Ελλάδα και Κύπρο είναι επιτακτικότερη από ποτέ.
Το κοινό ανακοινωθέν, το οποίο η Λευκωσία απαιτούσε ως προϋπόθεση για την έναρξη των συνομιλιών και ως βάση γι’ αυτές τις συνομιλίες – υπενθυμίζω ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά, υποκινούμενη από την Άγκυρα, δεν ήθελε κανένα κοινό ανακοινωθέν και καμιά αναφορά στο κοινοτικό κεκτημένο (αποβλέποντας σε μόνιμες παρεκκλίσεις), επιδιώκοντας οι συζητήσεις να ακολουθήσουν μια πορεία προς το άγνωστο με βάρκα τη… διχοτόμηση.
Καλό είναι, λοιπόν, να μην προδικάζουμε και να μην σπεύδουμε, για άλλη μια φορά, να ρίχνουμε λίπασμα στο δηλητηριώδες φυτό του εθνικού διχασμού και μιας μικρομέγαλης συνωμοσιολογίας.
Όχι μόνο επειδή το κοινό ανακοινωθέν δεν αποτελεί λύση, αλλά έναν κοινό μπούσουλα για να ξεκινήσουν επιτέλους οι συνομιλίες.
Αλλά και επειδή όσα αναφέρονται σ’ αυτό ουδεμία σχέση έχουν με το Σχέδιο Ανάν – το οποίο πολεμήσαμε όσοι το πολεμήσαμε – και πάσα αναφορά σ’ αυτό είναι και λανθασμένη και εθνικά μη χρήσιμη.
Τι προβλέπει το κοινό ανακοινωθέν
Στις 5 Φεβρουαρίου, το κείμενο του κοινού ανακοινωθέντος διέρρευσε στον Τύπο και περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
1. Η παρούσα κατάσταση είναι απαράδεκτη και η παράτασή της θα έχει αρνητικές συνέπειες για τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Οι ηγέτες επιβεβαίωσαν ότι η επίλυση θα έχει θετική επίδραση σε ολόκληρη την περιοχή, ενώ πρωτίστως θα επωφελούνται οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι, με σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες, καθώς και τις ξεχωριστές ταυτότητες και την ακεραιότητα αμφοτέρων, διασφαλίζοντας το κοινό τους μέλλον σε μια ενωμένη Κύπρο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Οι ηγέτες εξέφρασαν την αποφασιστικότητά τους να επαναρχίσουν δομημένες διαπραγματεύσεις με τρόπο που προσβλέπει σε αποτελέσματα. Όλα τα άλυτα βασικά θέματα θα είναι στο τραπέζι και θα συζητηθούν αλληλένδετα. Οι ηγέτες θα έχουν ως στόχο να φτάσουν σε επίλυση το συντομότερο δυνατό και ακολούθως να πραγματοποιήσουν ξεχωριστά και ταυτόχρονα δημοψηφίσματα.
3. Η επίλυση θα βασίζεται σε δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου. Η ενωμένη Κύπρος, σαν μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έχει μια ενιαία νομική προσωπικότητα και μια κυριαρχία, η οποία θα καθορίζεται ως η κυριαρχία που απολαμβάνουν όλα τα κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών υπό το χάρτη του ΟΗΕ και η οποία προέρχεται εξίσου από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Θα υπάρχει μια ενιαία Κυπριακή ιθαγένεια, που θα ρυθμίζεται από την ομοσπονδιακή νομοθεσία. Όλοι οι πολίτες της ενωμένης Κύπρου θα είναι και πολίτες είτε του ελληνοκυπριακού συνιστώντος κράτους είτε του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους. Αυτή η ιδιότητα θα είναι εσωτερική και θα συμπληρώνει και δεν θα υποκαθιστά με οποιοδήποτε τρόπο την ενωμένη Κυπριακή ιθαγένεια.
Οι εξουσίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης καθώς και θέματα που είναι σαφώς συναφή με τις καθορισμένες αρμοδιότητές της θα προσδιορίζονται από το Σύνταγμα. Το ομοσπονδιακό Σύνταγμα θα προνοεί επίσης ότι το κατάλοιπο εξουσίας θα ασκείται από τα συνιστώντα κράτη. Τα συνιστώντα κράτη θα ασκούν πλήρως και οριστικά όλες τις εξουσίες τους, μακριά από επεμβάσεις από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Οι ομοσπονδιακοί νόμοι δεν θα καταπατούν τις νομοθεσίες των συνιστώντων κρατών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των συνιστώντων κρατών, και οι νομοθεσίες των συνιστώντων κρατών δεν θα καταπατούν ομοσπονδιακούς νόμους που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Οποιαδήποτε διαμάχη σε σχέση με τα παραπάνω θα δικάζεται από το Ομοσπονδιακό Ανώτατο δικαστήριο. Καμιά από τις δυο πλευρές δεν θα μπορεί να διεκδικεί εξουσία ή δικαιοδοσία στην άλλη.
4.Η Ενωμένη Κυπριακή Ομοσπονδία θα προκύψει από την επίλυση μετά την έγκριση της επίλυσης σε ξεχωριστά ταυτόχρονα δημοψηφίσματα. Το ομοσπονδιακό Σύνταγμα θα ορίζει ότι η ενωμένη Κυπριακή ομοσπονδία θα αποτελείται από δυο συνιστώντα ίσα κράτη. Η δικοινοτική, διζωνική φύση της ομοσπονδίας και οι αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται η Ε.Ε. θα διασφαλίζονται και θα γίνονται σεβαστές σε όλο το νησί. Το ομοσπονδιακό Σύνταγμα θα αποτελεί τον ανώτατο νόμο του νησιού και θα δεσμεύει όλες τις εξουσίες της ομοσπονδίας και των συνιστώντων κρατών. Η ένωση ολόκληρης ή μέρους της ομοσπονδίας με οποιαδήποτε άλλη χώρα ή οποιασδήποτε μορφής διχοτόμηση ή απόσχιση ή οποιαδήποτε άλλη μονομερής αλλαγή στην κατάσταση πραγμάτων απαγορεύεται.
5. Οι διαπραγματεύσεις βασίζονται στην αρχή πως τίποτε δεν έχει συμφωνηθεί μέχρι να συμφωνηθούν τα πάντα.
6. Οι διορισμένοι εκπρόσωποι έχουν πλήρη εξουσία να συζητούν οποιοδήποτε θέμα σε οποιαδήποτε στιγμή και πρέπει να απολαμβάνουν παράλληλη πρόσβαση σε όλους τους ενδιαφερόμενους στη διαδικασία, όταν χρειάζεται. Διατηρούν την απόλυτη εξουσία λήψης αποφάσεων. Μόνο μια συμφωνία στην οποία θα καταλήξουν ελεύθερα οι ηγέτες μπορεί να τεθεί σε ξεχωριστά ταυτόχρονα δημοψηφίσματα. Οποιασδήποτε μορφής διαιτησία αποκλείεται.
7. Οι πλευρές θα επιδιώξουν να δημιουργήσουν ένα θετικό κλίμα για να εξασφαλίσουν την επιτυχία των συνομιλιών. Δεσμεύονται να αποφύγουν την απόδοση ευθυνών ή οποιαδήποτε αρνητικά δημόσια σχόλια σχετικά με τις διαπραγματεύσεις. Επίσης δεσμεύονται στις προσπάθειες να εφαρμοστούν μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης που θα παρέχουν μια δυναμική ώθηση στην προοπτική για μια ενωμένη Κύπρο.
8. Οι ηγέτες ανακοινώνουν επίσης… (Ό,τι επιπρόσθετο μπορεί να προκύψει).
Αμέσως μετά, το ΑΚΕΛ, δια του γενικού του γραμματέα Άντρου Κυπριανού, δήλωσε πως «η απόφαση ανήκει στον Πρόεδρο Αναστασιάδη», για να προσθέσει ότι, εάν (σ.σ. ο πρόεδρος) αποφασίσει να προχωρήσει, τότε το κόμμα (σ.σ. το ΑΚΕΛ) θα τον στηρίξει.
Μάλιστα, αν και ο κ. Κυπριανού υποστήριξε πως το συγκεκριμένο κείμενο για το κοινό ανακοινωθέν «είναι υποδεέστερο από τα συμφωνηθέντα Χριστόφια- Ταλάτ», προειδοποίησε πως, εάν δεν επαναρχίσουν οι συνομιλίες, υπάρχει κίνδυνος διχοτόμησης.
Φυσικά, υπάρχουν και διαφωνίες – με σημαντικότερη αυτή του (κυβερνητικού εταίρου) ΔΗΚΟ, του Νικόλα Παπαδόπουλου, γιου του αείμνηστου Τάσσου.
Ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ Γιαννάκης Ομήρου, μίλησε για «επικίνδυνες ασάφειες» και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κόμματος, Δημήτρης Συλλούρης, δήλωσε ότι το προσχέδιο του κοινού ανακοινωθέντος είναι «μακράν των προσδοκιών».
Πού διαφωνεί το ΔΗΚΟ
Όπως προέκυψε από επιστολή που ο Νικόλας Παπαδόπουλος έστειλε στον Πρόεδρο Αναστασιάδη στις 6 Φεβρουαρίου, οι διαφωνίες του ως προς το προσχέδιο έγκεινται στα εξής:
1. Αποδέχεται ότι η κυριαρχία «πηγάζει εξίσου από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους»
2. Αναφέρει ότι η λύση θα εγκριθεί σε δημοψηφίσματα στα οποία θα ψηφίσουν χωριστά οι «Τουρκοκύπριοι» και οι «Ελληνοκύπριοι»,
3. Αναφέρει ότι οι «Τουρκοκύπριοι» και οι «Ελληνοκύπριοι» θα έχουν το δικό τους «συνιστών κράτος» και τη δική τους ιθαγένεια, έστω κι αν χαρακτηρίζεται «εσωτερική»,
4. Επιπλέον συμφωνείται ότι το κατάλοιπο εξουσίας θα ανήκει στα «συνιστώντα κράτη» (χωρίς να έχει συμφωνηθεί τι απομένει για τη δήθεν Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση),
5. Ούτε η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας βγαίνει αλώβητη, γιατί «όπως προκύπτει από τα συμφραζόμενα, αυτή που μένει αλώβητη είναι η τουρκική θέση πως η "ενωμένη Κύπρος" θα είναι το αποτέλεσμα της ένωσης δυο προϋπαρχόντων κρατών υπό μια στέγη, κάτι που παραπέμπει σαφώς σε "παρθενογένεση" και όχι σε μετεξέλιξη».
Από την πλευρά του, αμέσως μόλις έγινε γνωστό το κείμενο και επιβεβαιώθηκε ότι έχει ως βάση του την πρόταση Αναστασιάδη της 18ης Δεκεμβρίου 2013, ο Έρογλου ανακοίνωσε ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά παραμένει δεσμευμένη στην πρόταση για το κοινό ανακοινωθέν ως βάση για επανάληψη των συνομιλιών στο Κυπριακό, που είχε υποβάλει στις 14 Δεκεμβρίου 2013 και στην περίπτωση που υποβληθεί οποιαδήποτε άλλη πρόταση, θα αξιολογηθεί και η στάση της θα καθοριστεί, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων.
Είναι γνωστό ότι το τουρκοκυπριακό καθεστώς δεν επιθυμούσε «δομημένες διαπραγματεύσεις» και γι’ αυτό δεν ήθελε κανένα κοινό ανακοινωθέν ως βάση των συζητήσεων – ώστε να μπορεί να βάζει στο τραπέζι ό,τι θέλει κάθε φορά.
Είναι επίσης γνωστό ότι το τουρκοκυπριακό καθεστώς επιθυμούσε να μπαίνουν στο τραπέζι τα άλυτα θέματα άναρχα και χωρίς να συνδέονται μεταξύ τους, κάτι που αποκλείεται με βάση το προσχέδιο κοινού ανακοινωθέντος, το οποίο προβλέπει πως «όλα τα άλυτα βασικά θέματα θα είναι στο τραπέζι και θα συζητηθούν αλληλένδετα».
Είναι επίσης βέβαιο ότι η Άγκυρα δεν επιθυμούσε (και ενδεχομένως εξακολουθεί να μην επιθυμεί) τον αποκλεισμό κάθε περίπτωσης να καταβροχθίσει τη μισή Κύπρο.
Στο ανακοινωθέν, όμως, αναφέρεται σαφώς πως «η ένωση ολόκληρης ή μέρους της ομοσπονδίας με οποιαδήποτε άλλη χώρα ή οποιασδήποτε μορφής διχοτόμηση ή απόσχιση ή οποιαδήποτε άλλη μονομερής αλλαγή στην κατάσταση πραγμάτων απαγορεύεται».
Επίσης, πρέπει ιδιαιτέρως να ληφθεί υπόψη το σημείο εκείνο του ανακοινωθέντος όπου αναφέρεται πως«οι διαπραγματεύσεις βασίζονται στην αρχή πως τίποτε δεν έχει συμφωνηθεί μέχρι να συμφωνηθούν τα πάντα».
Και βέβαια, είναι σημαντικό ότι προβλέπονται παράλληλα δημοψηφίσματα, γεγονός που αποκλείει επιβολή λύσης χωρίς να αποφανθεί ο κυρίαρχος λαός.
Η θέση της Λευκωσίας, όπως έγινε γνωστή και επιβεβαιώθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο – και με την οποία τότε δεν διαφώνησε κανείς – ήταν και παραμένει πως επιθυμεί λύση βασισμένη σε «διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, με μια και μόνη κυριαρχία, μια και μόνη διεθνή προσωπικότητα και μια και μόνη ιθαγένεια».
Από την αρχή υποστηρίχθηκε ότι η κοινή διακήρυξη θα πρέπει να:
-Καθορίζει τη βάση των συνομιλιών που θα αναφέρει καθαρά ότι μοντέλο είναι η διζωνική - δικοινοτική ομοσπονδία με μία κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία ιθαγένεια.
-Δίνει έμφαση στην πιστή τήρηση του κοινοτικού κεκτημένου – ώστε να αποφευχθούν οι μόνιμες παρεκκλίσεις, που επιθυμούσε (και ίσως εξακολουθεί να επιθυμεί) το τουρκοκυπριακό καθεστώς.
-Κάνει αναφορά σε ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, με έμφαση στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Έσφιγγε επικίνδυνα ο κλοιός
Είναι γνωστό ότι ο κλοιός γύρω από την Κύπρο έσφιγγε επικίνδυνα, με τον ΟΗΕ, δια του ειδικού απεσταλμένου του Μπαν Κι Μουν, Αλεξάντερ Ντάουνερ, να θέτει - δια τελεσιγράφων που απορρίπτονταν από την κυπριακή πλευρά - ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα (ακόμη και… τεσσάρων ημερών).
Ο ρόλος του Ντάουνερ είχε από τον Απρίλιο του 2013 καταγγελθεί ως ύποπτος, ενώ οργή είχε προκαλέσει το πρωτοφανές γεγονός να μεταβεί, στις 14 Δεκεμβρίου 2013, στα Κατεχόμενα, προκειμένου να συναντηθεί εκεί με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, ακυρώνοντας έτσι – αν και αξιωματούχος του ΟΗΕ – τα ψηφίσματα του Οργανισμού και κυρίως το 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας, που υιοθετήθηκε στις 11 Μαΐου 1984 (που επιβεβαίωσε το Ψήφισμα 541 του 1983) και καταδικάζει όλες τις αποσχιστικές ενέργειες - περιλαμβανομένης της δήθεν ανταλλαγής πρεσβευτών μεταξύ της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας – τις κηρύσσει αυτές παράνομες και άκυρες και ζητά την άμεση ανάκλησή τους.
(Σημειώνεται επίσης, ότι με το Ψήφισμα 550, ο ΟΗΕ επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν το δήθεν κράτος της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» και να σέβονται την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα, την ενότητα και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας»).
Υποστηρίζεται τώρα ότι το συμφωνηθέν προσχέδιο κοινού ανακοινωθέντος είναι αυτό που μαγείρευε ο Ντάουνερ, ο οποίος ήθελε αναφορά σε «μια κυριαρχία, όπως απολαμβάνεται από όλα τα κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη, άρθρο 2, η οποία θα προέρχεται ισότιμα από τους Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους».
Η αναφορά στο άρθρο 2 ήταν εκ του πονηρού, καθώς αυτό περιγράφει τις ισότιμες σχέσεις των κρατών και δεν αφορά την κυριαρχία – οπότε θα επρόκειτο για διατύπωση που παραπέμπει στην ανεξαρτησία.
Από το υπό συζήτηση προσχέδιο, όμως, έχει αφαιρεθεί η αναφορά στο άρθρο 2.
Αναφέρεται, βέβαια ότι η κυριαρχία θα προέρχεται εξίσου από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους και (προφανώς) ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Και είναι σωστό ότι δεν καθορίζονται οι εξουσίες της κεντρικής εξουσίας, ενώ γίνεται αναφορά στην εκ μέρους των συνιστώντων κρατών άσκηση του «καταλοίπου εξουσίας».
Ωστόσο το προσχέδιο δεν αποτελεί λύση και προβλέπεται σαφώς πως «τίποτε δεν έχει συμφωνηθεί μέχρι να συμφωνηθούν τα πάντα».
Σημειώστε επίσης πως από τις αρχές του χρόνου, ο Κύπριος Πρόεδρος προειδοποίησε πως απόρριψη νέου σχεδίου λύσης θα σημάνει την οριστική διχοτόμηση της Κύπρου, ζήτησε μεγαλύτερη εμπλοκή της ΕΕ, επισκέφθηκε το Λονδίνο, κατήγγειλε τη στάση του Ντάουνερ και έστειλε επιστολή στον γ.γ. του ΟΗΕ, υπογραμμίζοντας τις θέσεις της Λευκωσίας.
Την πρωτοχρονιά, το ΑΚΕΛ δημοσιοποίησε το έγγραφο με τις θέσεις, που υπέβαλε στον πρόεδρο Αναστασιάδη. Στο έγγραφο επαναβεβαιωνόταν ο στόχος για λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με μία και μόνο κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία ιθαγένεια.
Σύμφωνα με το ΑΚΕΛ, «οποιαδήποτε προσέγγιση, που θα βασιζόταν σε εξ υπαρχής διαπραγμάτευση στο όνομα της διασφάλισης καλύτερης λύσης, θα συνιστούσε επικίνδυνους ευσεβείς πόθους και θα διευκόλυνε τα σχέδια επιβολής απαράδεκτης λύσης με συνοπτικές διαδικασίες».
Στις 3 Ιανουαρίου, από τα Ηνωμένα Έθνη έγινε γνωστό ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει απορρίψει την τελευταία συμβιβαστική πρόταση της ελληνοκυπριακής πλευράς για την κοινή διακήρυξη για επανέναρξη των συνομιλιών.
Μάλιστα, την πρωτοχρονιά ο Έρογλου επέρριψε όλες τις ευθύνες στους Ελληνοκυπρίους, οι οποίοι, κατά τη γνώμη του, «έχουν στόχο να διαγράψουν όλα τα δικαιώματα του "τουρκοκυπριακού λαού"», προσθέτοντας ότι δεν πρόκειται οι Τουρκοκύπριοι να απεμπολήσουν τα δικαιώματά τους, και δεν «θα κάνουν παραχωρήσεις σε ό,τι αφορά την κυριαρχία τους».
Στα μέσα Δεκεμβρίου μάλιστα, η τουρκοκυπριακή πλευρά είχε υποβάλει στα Ηνωμένα Έθνη αντιπρόταση, ζητώντας ενιαία εκπροσώπηση στο εξωτερικό, αλλά κοινή κυριαρχία των δύο κοινοτήτων στο νησί, η οποία να σέβεται εξίσου τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Μάλιστα, πηγές από τα Κατεχόμενα ανέφεραν ότι επρόκειτο για την τελευταία πρόταση που υποβάλλεται και εάν απορριφθεί, η τουρκική πλευρά θα ζητήσει να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις χωρίς κοινό ανακοινωθέν.
Επομένως, κάποια πρόοδος έχει γίνει.
Σε όλα τα παραπάνω προσθέστε ότι στις 23 Ιανουαρίου το κυπριακό υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε τροπολογία για την εκλογή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ώστε να γίνεται αυτόματα εγγραφή στον ειδικό εκλογικό κατάλογο για εκλογείς όλων των πολιτών της Δημοκρατίας.
Η νέα αυτή διάταξη ισχύει και για εκείνους τους πολίτες που διαμένουν στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις οποίες η κυβέρνηση δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Αυτοί έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν δυνάμει του άρθρου 4 του Νόμου εφόσον κατέχουν δελτίο ταυτότητας της Δημοκρατίας.
Στις 28 Ιανουαρίου, ο γνωστός Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Αφρίκα» (πρώην «Αβρούπα», δηλαδή «Ευρώπη», που της άλλαξε ειρωνικά το όνομα λόγω των διώξεων που υφίστατο από το τουρκοκυπριακό καθεστώς), Σενέρ Λεβέντ, ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του ως ανεξάρτητος για τις επερχόμενες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
«Ναι, είμαι υποψήφιος. Και πιστεύω ότι αυτές οι εκλογές είναι μια μεγάλη ευκαιρία για συνεργασία και αλληλεγγύη μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Είμαι υποψήφιος, γιατί θέλω να δω πόσα έχουμε καταφέρει στο να ξεπεράσουμε το τείχος του εθνικισμού», ανέφερε στην ανακοίνωσή του, προσθέτοντας ότι στην Κύπρο «θα σωθούμε μόνο όταν ο Τουρκοκύπριος υπερασπίζεται τα δικαιώματα του Ελληνοκύπριου και το αντίστροφο».
Στα ψιλά η συμφωνία για τις Βρετανικές Βάσεις
Τέλος, εντελώς απαρατήρητη πέρασε η συμφωνία που υπογράφηκε στο Λονδίνο στα μέσα Ιανουαρίου μεταξύ της Βρετανίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας για την ανάπτυξη στις βρετανικές βάσεις.
Σύμφωνα με αυτήν, οι Βρετανικές Βάσεις παραχωρούν για πολεοδομική ανάπτυξη το 78% των εδαφών τους, ενώ παράλληλα η Κυπριακή Δημοκρατία αποκτά διοικητικές και δικαστικές εξουσίες εντός των Βάσεων.
Έτσι, όπως αναφέρεται στο σχετικό έγγραφο, για πρώτη φορά μετά από 53 και πλέον χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16 Αυγούστου 1960, επιτυγχάνεται η τροποποίηση του σχετικού Παραρτήματος της Συνθήκης για τη διοίκηση των Βρετανικών Βάσεων προς το συμφέρον τόσο των κατοίκων των βάσεων, αλλά και της Κυπριακής Δημοκρατίας γενικότερα.
Η συμφωνία «αναδεικνύει ακόμα περισσότερο τον στρατιωτικό χαρακτήρα των βάσεων στην Κύπρο, ισχυροποιώντας τη διαχρονική θέση της κυπριακής πλευράς ότι οι βρετανικές βάσεις στην Κύπρο χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους στρατιωτικούς σκοπούς του Ηνωμένου Βασιλείου και για τίποτε άλλο».
Με τη συμφωνία επιτυγχάνονται:
-Εξασφάλιση ίσων δικαιωμάτων στους κατοίκους των βρετανικών βάσεων σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό της Κυπριακής Δημοκρατίας για την ανάπτυξη των περιουσιών τους εντός των ορίων των Βάσεων.
-Άρση όλων των περιορισμών αναφορικά με τους δικαιούχους για την απόκτηση και ανάπτυξη ακινήτων εντός των Βάσεων.
- Ευθυγράμμιση της κατάστασης στις βρετανικές βάσεις σε σχέση με το τι ισχύει στην Κυπριακή Δημοκρατία και ομαλοποίηση της ζωής των κατοίκων των Βρετανικών Βάσεων.
Από τη συμφωνία προκύπτει ότι οι Βρετανοί χρειάζονται μόνο το 22% της συνολικής έκτασης των Βάσεων και εκχωρούν στην Κυπριακή Δημοκρατία διοικητικές και δικαστικές εξουσίες επί των προσώπων που θα εγκαθίστανται στις Βρετανικές Βάσεις, ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία θα αναλάβει επίσης την παροχή σε αυτά τα πρόσωπα και άλλων δημόσιων υπηρεσιών.
Παράλληλα, με τη συμφωνία επιβεβαιώνεται η απουσία διοικητικών συνόρων μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Βάσεων στην Κύπρο και εξασφαλίζεται ουσιαστικός έλεγχος στη μεταναστευτική ροή στο έδαφος των Βάσεων. Για το σκοπό αυτό έχουν τεθεί ασφαλιστικές δικλείδες στη συμφωνία, με δύο τρόπους:
Μέσω της διατήρησης του Κτηματολογίου ως της αρμόδιας Αρχής για όλες τις αγοραπωλησίες περιουσιών στις Βρετανικές Βάσεις.
Μέσω των διατάξεων που ισχύουν στην Κυπριακή Δημοκρατία για καθεστώς μονίμου διαμονής και εγκατάστασης σε σχέση με τη μεταναστευτική ροή στο έδαφος των Βάσεων.
Τέλος, σχετικά με το ενδεχόμενο «γιβραλταροποίησης» το κυπριακό ΥΠΕΞ το θεωρεί «απομακρυσμένο έως ανύπαρκτο», καθώς, όπως σημειώνεται στο έγγραφό του, με τη συμφωνία επιτυγχάνεται η διατήρηση του πολεοδομικού σχεδιασμού και των εξουσιών εξέτασης των αιτήσεων για ανάπτυξη στις Βάσεις στα χέρια των αρμοδίων Αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τέλος, εκτιμάται ότι με την πρόνοια για τα εκλογικά δικαιώματα αφαιρεί το δικαίωμα στους Βρετανούς ή οποιουσδήποτε άλλους πολίτες ενδεχομένως να αποτελούν πλειοψηφία στις βάσεις και στο μέλλον να εκλέξουν τους δικούς τους τοπικούς άρχοντες, με τις συνεπαγόμενες αρνητικές συνέπειες που μια τέτοια εξέλιξη θα είχε για την Κυπριακή Δημοκρατία.