Ίσως ένα από τα πολύ σοβαρά προβλήματα της χώρας να είναι αυτό της παντελούς άγνοιας των κανόνων που διέπουν την οικονομική ιστορία
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
EBR
Οι αγορές και η ανάπτυξή τους είναι ένα φαινόμενο στενά δεμένο με την πρόοδο της οικονομικής δραστηριότητας των ανθρώπων. Ως εκ τούτου, υπακούει στους ίδιους κανόνες που διέπουν τις σχετικές συμπεριφορές. Κατά τον Σίνιορ, στις αγορές οι άνθρωποι αναζητούν πριν απ’ όλα την εξυπηρέτηση του συμφέροντός τους, την αύξηση της ικανοποιήσεώς τους και άρα την μείωση του πόνου τους. Απορρίπτοντας τις θέσεις του Μάλθους, ο Σίνιορ υποστήριζε ότι ο πληθυσμός δεν είναι ποτέ πολυάριθμος –διότι οι μηχανισμοί των αγορών, μέσω της αυξήσεως των τιμών των προϊόντων που γίνονται σπάνια, οδηγούν τους ανθρώπους είτε στο να αυξήσουν την παραγωγή τους, είτε στο να προσφύγουν σε παραγωγές υποκατάστασης, είτε να υιοθετήσουν τον αυτοέλεγχο της δημογραφίας.
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
EBR
Εφαρμόζοντας πάντα το «γηράσκω αεί διδασκόμενος», είχα την ευκαιρία στην διάρκεια των θερινών διακοπών να προβληματιστώ εκ νέου διαβάζοντας για το αν υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει οικονομική επιστήμη. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας διαβάσαμε δύο βιβλία που ίσως στην Ελλάδα δεν θα δουν ποτέ το φως της δημοσιότητος και τα οποία είναι μεν γνωστά στον εκτός Ελλάδος δυτικό κόσμο, πλην όμως τόσο λίγο ώστε να μην προσφεύγουν σε αυτά όσοι θέλουν να μάθουν.
Το πρώτο από τα βιβλία αυτά ήταν του γνωστού Ελβετού ιστορικού και οικονομολόγου Πωλ Μπάϊροχ (1930-1999), που δίδασκε οικονομική ιστορία στο πανεπιστήμιο της Γενεύης και έγραψε το «Μύθοι και Παράδοξα της Οικονομικής Ιστορίας». Το δεύτερο βιβλίο ήταν αυτό του Ουΐλλιαμ Νασάου Σίνιορ (1790-1864), συγγραφέα της «Οικονομίας της Ιστορίας», μαθητή του Νταίηβιντ Ρικάρντο, ο οποίος θεωρείται από τους πρώτους οικονομολόγους που διαχώρισαν την οικονομική δραστηριότητα από την μυθολογική της ερμηνεία και την για διανοητικώς αναπήρους απλοποίησή της. Αυτό σημαίνει, με διαφορετικά λόγια, ότι αν μπορούμε να μιλήσουμε για οικονομική επιστήμη θα πρέπει το οποιοδήποτε αξίωμά της να μπορεί να αποδειχθεί και πειραματικά. Έτσι, κάθε οικονομική απόφαση και η πρακτική εφαρμογή της κρίνονται από τα αποτελέσματά τους και όχι από μυθοποιημένες θεωρητικές κατασκευές –οι οποίες, βέβαια, δεν έχουν καμμία σχέση με την πραγματικότητα, πλην όμως εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες συνδεδεμένες με την άσκηση εξουσίας.
Σε αυτή την επιθυμία για άσκηση εξουσίας οφείλεται, εξάλλου, και η πλήρης πολιτικοποίηση της οικονομίας, φαινόμενο που τα ολοκληρωτικά καθεστώτα χρησιμοποίησαν για να θέσουν την οικονομία στην υπηρεσία του κόμματος. Πάνω στην πρακτική αυτή στηρίχθηκαν τόσον ο εθνικοσοσιαλισμός στην χιτλερική Γερμανία και ο φασισμός στην μουσολινική Ιταλία, όσο και ο κομμουνισμός στην Ρωσία και μετέπειτα Σοβιετική Ένωση. Οι οικονομίες όλων των παραπάνω χωρών κατέρρευσαν για έναν απλό λόγο. Δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν στην πραγματικότητα και να ανταποκριθούν στις επιταγές και προκλήσεις της. Ήσαν οικονομίες αγκυλωμένες και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να αντιδράσουν στα κελεύσματα των αγορών. Όμως, οι τελευταίες, στις περιπτώσεις αυτές, «τιμωρούν» όλους αυτούς που αγνοούν τις ιδιότητές τους και, κυρίως, αρνούνται την πραγματικότητά τους.
Οι αγορές και η ανάπτυξή τους είναι ένα φαινόμενο στενά δεμένο με την πρόοδο της οικονομικής δραστηριότητας των ανθρώπων. Ως εκ τούτου, υπακούει στους ίδιους κανόνες που διέπουν τις σχετικές συμπεριφορές. Κατά τον Σίνιορ, στις αγορές οι άνθρωποι αναζητούν πριν απ’ όλα την εξυπηρέτηση του συμφέροντός τους, την αύξηση της ικανοποιήσεώς τους και άρα την μείωση του πόνου τους. Απορρίπτοντας τις θέσεις του Μάλθους, ο Σίνιορ υποστήριζε ότι ο πληθυσμός δεν είναι ποτέ πολυάριθμος –διότι οι μηχανισμοί των αγορών, μέσω της αυξήσεως των τιμών των προϊόντων που γίνονται σπάνια, οδηγούν τους ανθρώπους είτε στο να αυξήσουν την παραγωγή τους, είτε στο να προσφύγουν σε παραγωγές υποκατάστασης, είτε να υιοθετήσουν τον αυτοέλεγχο της δημογραφίας.
Υπό αυτή την έννοια και με δεδομένη την άνοδο της παραγωγικότητας που υπαγορεύει ο ανταγωνισμός, οι κρίσεις της παραγωγής –που κάποιοι αποκαλούν κρίσεις του καπιταλισμού– έχουν παροδικό και διορθωτικό χαρακτήρα. Οδηγούν δε, κατά κανόνα, σε νέες παραγωγικές συνθήκες, άρα και σε καινοτομίες που τροφοδοτούν το σύστημα με ευκαιρίες δημιουργίας πλούτου.
Τοποθετημένος μέσα στο πλαίσιο αυτό, ο καπιταλισμός, κατά τον Πωλ Μπάϊροχ, είναι πανάρχαιο φαινόμενο και η εμφάνισή του μπορεί να τοποθετηθεί στην Μεσοποταμία, όταν η γεωργική παραγωγή άρχισε να ξεπερνά την απλή ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου. Αυτή η διαδικασία της πλεονασματικής παραγωγής, που πήρε κατακλυσμιαίο χαρακτήρα με την βιομηχανική επανάσταση, είναι όχι μόνον αφετηρία οικονομικών κρίσεων αλλά και αιματηρών πολέμων που αμαύρωσαν και αμαυρώνουν την ανθρώπινη ιστορία. Διότι, οι περισσότεροι πόλεμοι στην Ιστορία έγιναν είτε για την αρπαγή πλούτου από άλλους, είτε για την επέκταση της οικονομικής εξουσίας τυράννων-βασιλέων και άλλων τινων, είτε, τέλος, για την οικειοποίηση φθηνών συντελεστών παραγωγής, όπως η εργασία και η γη.
Όμως, όλοι αυτοί οι πόλεμοι είχαν ως αφετηρία τους πολιτικο-στρατιωτικές εξουσίες, διψασμένες για δύναμη και χρήμα. Εξάλλου, οι πόλεμοι ήσαν και το πιο αποτελεσματικό μέσο για την χειραγώγηση λαών και την υπαγωγή τους στην αυταρχική εξουσία του άρχοντα. Η άσκηση εξουσίας είναι επίσης και η αφετηρία της δημιουργίας κρατικών χρεών. Όπως επισημαίνει ο γνωστός Βρεταννός ιστορικός Νάϊαλ Φέργκιουσον, ο δανεισμός των αρχόντων, βασιλέων και άλλων «σωτήρων» της ανθρωπότητος έχει και αυτός βαθειές ιστορικές ρίζες και στην ουσία υπήρξε η αφετηρία για την δημιουργία τραπεζών και χρηματοπιστωτικών μηχανισμών.
Σήμερα, λοιπόν, υποστηρίζει ο Καναδός οικονομολόγος Πιερ Λεμιέ, η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση στην ουσία δεν είναι παρά μια αντιπαράθεση κυβερνήσεων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών για την απόκτηση εξουσίας. Και αυτό σε μία εποχή όπου οι οικονομικές μεταβολές είναι όσο ποτέ άλλοτε βαθειές, ενώ παράλληλα ο κόσμος των δικτύων ανατρέπει τις παραδοσιακές ιεραρχικές δομές της βιομηχανικής κοινωνίας από κάθετες σε οριζόντιες. Έτσι, ο Πιερ Λεμιέ αναρωτιέται μήπως πίσω από την σημερινή κρίση κρύβεται μία άλλη, αυτή της μεταπολιτικής.