Η παντελής απουσία ιστορικής μνήμης είναι σήμερα ο μεγαλύτερος και ο πλέον επικίνδυνος εχθρός της Ευρώπης και της πορείας της σε έναν πολύπλοκο κόσμο
Μοιραία λοιπόν οι πολίτες που δεν έζησαν τις βαρβαρότητες δύο Παγκοσμίων Πολέμων και που 68 χρόνια τώρα ζουν σε μία ειρηνική και κοινωνικά μοναδική στον κόσμο ήπειρο, πολύ δύσκολα μπορούν να καταλάβουν ποια είναι, στην εποχή της παγκοσμιοποιήσεως, η ανάγκη της περισσότερης και όχι της λιγότερης Ευρώπης. Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να παροράται το γεγονός ότι στην σημερινή Ευρώπη κατοικούν πάνω από 60 εκατομμύρια μη ευρωπαϊκής καταγωγής μετανάστες, οι οποίοι έχουν μεν εθνικότητες ευρωπαϊκών χωρών αλλά ούτε ευρωπαϊκή κουλτούρα διαθέτουν, ούτε αντίστοιχη παράδοση.
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η Ευρώπη έχει πρόβλημα. Δεν είναι όμως αυτό που πολλοί πιστεύουν. Με άλλα λόγια, το πρόβλημά της δεν είναι η κρίση αλλά το «έλλειμμα ευρωπαϊσμού».
Εξήντα και πλέον έτη από τα πρώτα της βήματα προς την ενοποίησή της, η Ευρώπη, ως ιδέα και αντίληψη, παραμένει αρκετά θολή, αβέβαιη, ευάλωτη στην ανοησία και την εθνικιστική επιρροή. Αυτή η τελευταία, ύπατη πηγή βαρβαρότητος, προκάλεσε δύο Παγκοσμίους Πολέμους με αφετηρία την Γηραιά Ήπειρό μας, στην οποία γεννήθηκαν και πήραν σάρκα και οστά και οι πιο βάρβαρες, τουλάχιστον έως σήμερα, ιδεολογίες στον κόσμο. Ναζισμός, φασισμός και κομμουνισμός είναι ιδέες και αντιλήψεις που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν στη Ευρώπη, με την φιλοδοξία να γίνουν και παγκόσμια καθεστώτα.
Οι ιδέες αυτές ηττήθηκαν κατά κράτος από την φιλελεύθερη δημοκρατία, τόσο σε πολεμικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο. Και πάνω σε αυτή τους την ήττα στηρίχθηκε το όραμα μιας ειρηνικής και δημοκρατικής Ευρώπης, ικανής να προσφέρει στους λαούς της ευημερία και ειρηνική συμβίωση υπό όρους δημοκρατίας και απολύτου σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ξεκίνησε έτσι μία πρωτόγνωρη για τα ιστορικά χρονικά ευρωπαϊκή περιπέτεια, με πρωταγωνίστριες δύο χώρες που στην ουσία ήσαν και οι βάσεις των Παγκοσμίων Πολέμων του 20ου αιώνα. Παρά τα ωραία και ρομαντικά λόγια των Ζαν Μονέ και Ρομπέρ Σουμάν, η αρχική Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στην ουσία ήταν μία γαλλο-γερμανική συγκυριαρχία, στην οποία η πρωτεύουσα της Δυτικής τότε Γερμανίας, η Βόννη, είχε την οικονομική ευθύνη του κοινοτικού μορφώματος και το Παρίσι υπαγόρευε τις πολιτικές της.
Όπως επισημαίνει ο Tony Judt (1948-2010) στο βιβλίο του «Η Ευρώπη Μετά Τον Πόλεμο», στο πλαίσιο αυτής της γαλλο-γερμανικής συνεργασίας, η Δυτική Γερμανία αγόρασε πολύ ακριβά την επιθυμία της να είναι μέλος της ΕΟΚ, αλλά για πολλές δεκαετίες ο Αντενάουερ και οι διάδοχοί του θα κατέβαλλαν αυτό το τίμημα χωρίς να παραπονούνται, μένοντας προσκολλημένοι στην συμμαχία με την Γαλλία, μάλλον προς έκπληξη των Βρεταννών. Στο μεταξύ, οι Γάλλοι μεταβίβαζαν στην Ευρώπη την επιδότηση των αγροτικών προϊόντων και άλλες πληρωμές, χωρίς να καταβάλλουν το τίμημα για την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας –ζήτημα το οποίο αποτελούσε πάντα προτεραιότητα της γαλλικής διπλωματικής στρατηγικής. Ήδη στην συνδιάσκεψη της Μεσίνας το 1955, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Αντουάν Πιναί είχε καταστήσει εντελώς σαφείς τους στόχους της Γαλλίας: οι υπερεθνικοί διοικητικοί θεσμοί ήσαν αποδεκτοί, αλλά μόνον αν υποτάσσονταν σε αποφάσεις που θα λαμβάνονταν ομόφωνα σε διακυβερνητικό επίπεδο.
Επειδή αρκετοί είναι αυτοί που έχουν εξαιρετικά ασθενή μνήμη όταν πρόκειται για τα ευρωπαϊκά πράγματα, κυρίως δε για την ταχύτητα της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως, είναι χρήσιμες κάποιες υπενθυμίσεις.
Υπογραμμίζουμε έτσι την γκωλική αντίληψη περί εθνικής κυριαρχίας και τις ζημιές που έχει προκαλέσει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Διότι, στην βάση αυτής της λογικής, ο στρατηγός ντε Γκωλ, στην πρώτη δεκαετία της κοινοτικής υπάρξεως ασκούσε φοβερές πιέσεις στα άλλα κράτη μέλη της ΕΟΚ, με αποτέλεσμα το 1966 να αρθεί ο κανόνας της πλειοψηφίας στο Συμβούλιο Υπουργών και να υιοθετηθεί αυτός της ομοφωνίας. Επρόκειτο για το πρώτο ρήγμα στην αρχική Συνθήκη της Ρώμης και την εποχή που επετεύχθη αποτελούσε σαφή γαλλική πολιτική νίκη.
Τελικά, η επιρροή την οποία ασκούσε η Γαλλία στα πρώτα βήματα της ευρωπαϊκής πορείας προς την ολοκλήρωση καθιστούσε το όλο οικοδόμημα ευάλωτο, γιατί ουσιαστικά η γαλλική πολιτική αναπαρήγαγε τα αρνητικά γνωρίσματα του έθνους-κράτους υπό ηπειρωτική κλίμακα. Έτσι, με τον χρόνο, εγκαταστάθηκε στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ένας ευρωκεντρικός επαρχιωτισμός, που σήμερα ναι μεν η ΕΕ επιδιώκει να αποβάλει, πλην όμως δεν είναι καθόλου εύκολο. Ιδιαίτερα δε μετά την είσοδο του Ηνωμένου Βασιλείου και χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες βολεύονται περισσότερο με μία διακυβερνητική Ευρώπη παρά με την μορφή Ομοσπονδίας που προτείνουν πολιτικοί όπως οι Γκυ Βερχοφστάαντ, Ντ. Κον Μπεντίτ, Ζακ Ντελόρ, κ.α. Εξάλλου, οι διαδοχικές διευρύνσεις της Ευρώπης έχουν δημιουργήσει ένα πολύπλοκο και δαιδαλώδες σύστημα ολοκληρώσεως και, μέσα από τα πολυσύνθετα κείμενα που το συνθέτουν, ο πολίτης είναι αδύνατον να βρει άκρη.
Μοιραία λοιπόν οι πολίτες που δεν έζησαν τις βαρβαρότητες δύο Παγκοσμίων Πολέμων και που 68 χρόνια τώρα ζουν σε μία ειρηνική και κοινωνικά μοναδική στον κόσμο ήπειρο, πολύ δύσκολα μπορούν να καταλάβουν ποια είναι, στην εποχή της παγκοσμιοποιήσεως, η ανάγκη της περισσότερης και όχι της λιγότερης Ευρώπης. Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να παροράται το γεγονός ότι στην σημερινή Ευρώπη κατοικούν πάνω από 60 εκατομμύρια μη ευρωπαϊκής καταγωγής μετανάστες, οι οποίοι έχουν μεν εθνικότητες ευρωπαϊκών χωρών αλλά ούτε ευρωπαϊκή κουλτούρα διαθέτουν, ούτε αντίστοιχη παράδοση.
Ακόμα χειρότερα, η μαζική μετανάστευση μουσουλμάνων στην Ευρώπη έχει και πολιτικές παρενέργειες –δεδομένου ότι μέσα στους πληθυσμούς αυτούς υπάρχουν αντιδημοκρατικοί και φανατικοί θρησκευτικοί θύλακες οι οποίοι προκαλούν τους ευρωπαϊκούς δημοκρατικούς θεσμούς και, όχι λίγες φορές, δείχνουν να τους γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Παρόμοια φαινόμενα τροφοδοτούν με επιχειρήματα ευρωπαϊκά ακραία κόμματα, τα οποία έχουν κάνει σημαία τους την ξενοφοβία και την μη ανοχή του άλλου. Σήμερα, για λόγους δήθεν προστασίας των εθνικών ταυτοτήτων, αυτοί οι πολιτικοί σχηματισμοί καλλιεργούν και έναν παράλογο ευρωσκεπτικισμό, από τον οποίο τίποτε θετικό δεν πρόκειται να προκύψει.
Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι επείγον και ζωτικό να εξηγηθεί η Ευρώπη στους νέους και στους απλούς πολίτες με λόγια κατανοητά και ειλικρινή. Είναι δημοκρατικό καθήκον οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να μην κρύβονται πίσω από μισόλογα και ψευδολογίες προκειμένου να φορτώνουν σε τρίτους τις δικές τους ανεπάρκειες. Στην σημερινή φάση της παγκοσμιοποιήσεως, υπό συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού και αφόρητων δημογραφικών πιέσεων, η Ευρώπη είναι το σπίτι μας. Ας μην αφήσουμε τους σύγχρονους βαρβάρους να το εκθεμελιώσουν.