Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

ΠΟΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΙΟΥΣ

Παρά τις θριαμβολογίες, οι αλλοδαποί παραγωγικοί επενδυτές κάθε άλλο παρά την Ελλάδα έχουν στην ατζέντα τους



του Κώστα Χριστίδη * 

Τα επενδυτικά νέα κάθε άλλο παρά καλά είναι για την Ελλάδα. Ιδιαίτερα δε στο επίπεδο της παραγωγής, που είναι και μέγα ζητούμενο για την χώρα μας. Από την άλλη πλευρά, ως φαίνεται, στην παρούσα φάση διεθνούς αβεβαιότητας, οι Βαλκάνιοι γείτονες και εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση εντείνουν τις προσπάθειές τους να προσελκύσουν ξένες άμεσες επενδύσεις. 

Μία τελευταία ολοσέλιδη διαφημιστική καταχώρηση του κράτους των Σκοπίων στο περιοδικό Economist (14.09.13) προκαλεί εντύπωση. Με τίτλο «Χρειάζεσθε να περιορίσετε τα κόστη σας; Επενδύστε στην Μακεδονία», η διαφήμιση προβάλλει τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας απόφασης: τον χαμηλότατο ενιαίο φόρο στα κέρδη 10%, τον χαμηλότατο ενιαίο φόρο εισοδήματος 10%, μηδενικό φόρο στα επανεπενδυόμενα κέρδη, γρήγορη σύσταση μιας νέας εταιρείας σε 4 ώρες, περίσσεια ανταγωνιστικού εργατικού δυναμικού με μέσο μικτό μισθό 498 ευρώ μηνιαίως, εύκολη πρόσβαση σε ευρωπαϊκές αγορές 650 εκατομμυρίων πελατών, με εξαιρετικές υποδομές και μεταφορές, μακροοικονομική σταθερότητα και χαμηλό πληθωρισμό. Προβάλλεται επίσης ως πλεονέκτημα το ότι η χώρα είναι υποψήφιο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ…

Ανάλογη διαφήμιση δημοσιεύθηκε στο ίδιο περιοδικό (28.09.13) από την Κροατία. Σε αυτήν τονίζεται «η σταθερή βελτίωση του νομικού πλαισίου και η εκκίνηση, σε διαρκή βάση, νέων επιχειρηματικών σχεδίων και δραστηριοτήτων που βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα της κροατικής οικονομίας» και καλούνται επενδυτές να επενδύσουν στους τομείς της ενέργειας, του τουρισμού κ.α., με την υπόσχεση ότι θα τύχουν «πλήρους και επαγγελματικής εξυπηρέτησης μέσω εξατομικευμένης κάθε φορά προσέγγισης» (full and professional service through tailor-made approach). Ως αποτέλεσμα, στο πρώτη τρίμηνο 2013 η Κροατία προσήλκυσε πέντε φορές περισσότερες άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο 2012. 

Οι συγκρίσεις με τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα είναι απογοητευτικές. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε τον Οκτώβριο 2013 η Παγκόσμια Τράπεζα στην έκθεση «Doing Business 2014», η χώρα, παρά την αισθητή βελτίωση που σημείωσε σε ορισμένους τομείς –όπως στον χρόνο έναρξης μιας επιχείρησης, στο διασυνοριακό εμπόριο και στην προστασία επενδυτών (δεν είχαν ακόμη δημοσιευθεί οι απειλητικές δηλώσεις του κ.Τσίπρα εναντίον υποψήφιων επενδυτών!)–, σε άλλους τομείς, όπως η εφαρμογή συμβάσεων και η πτωχευτική διαδικασία, παρατηρείται επιδείνωση αντί βελτίωσης! 

Έτσι, λόγω του εξαιρετικά αργού δικαστικού συστήματος, για την επίλυση διαφορών μεταξύ προμηθευτών και πελατών στην Ελλάδα απαιτούνται 1.300 ημέρες κατά μέσον όρο, δηλαδή 2,5 φορές περισσότερο από ότι π.χ. στην Γαλλία. Εξαιρετικά αργή είναι και η πτωχευτική διαδικασία: σύμφωνα με την Έκθεση, στην Ελλάδα διαρκεί συνολικά 3,5 χρόνια, ενώ ο μέσος χρόνος στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ είναι 1,7 χρόνια. Ως προς την κατοχύρωση περιουσιακών δικαιωμάτων, η Ελλάδα παραμένει στην 161η θέση μεταξύ 189 χωρών. 

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Έλληνας επιχειρηματίας επιτελεί έργο πραγματικά ηρωικό. Έχει να αντιμετωπίσει κάθε είδους αστάθεια και αβεβαιότητα (πολιτική, φορολογική, νομικού πλαισίου, κλπ.), αφόρητη γραφειοκρατία, διαρκείς απεργίες, εχθρική διάθεση από σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης. 

Ο πρωθυπουργός δίνει μία μεγάλη μάχη προσπαθώντας να πείσει ξένους υποψήφιους επενδυτές να επενδύσουν στην Ελλάδα. Ο προσωπικός αυτός αγώνας, αν και απόλυτα αναγκαίος και αξιέπαινος, δεν αρκεί. Δεν θα υπάρξουν θεαματικά και διατηρήσιμα αποτελέσματα αν δεν πραγματοποιηθεί μία ουσιαστική αλλαγή πορείας. Αυτή η αλλαγή πορείας προφανώς πρέπει να περιλαμβάνει πολλές πτυχές του δημόσιου βίου, ξεκινώντας από την αναβάθμιση του πολιτικού συστήματος μέσω συνταγματικής αναθεώρησης και ψήφισης νέου εκλογικού νόμου και να εκτείνεται σε θέματα όπως: εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, νέο πλαίσιο της συνδικαλιστικής δραστηριότητας, μεταρρύθμιση (για πολλοστή φορά) του ασφαλιστικού και του εκπαιδευτικού συστήματος, τόνωση του ανταγωνισμού, βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, κ.α. 

Το κεντρικό σημείο, όμως, κάθε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας δεν μπορεί να αφορά σε ο,τιδήποτε άλλο παρά στο φορολογικό σύστημα. Πέντε περίπου χρόνια μετά την έκρηξη της οικονομικής κρίσης που έκτοτε ταλανίζει την χώρα, το πολιτικό σύστημα αρνείται να παραδεχθεί απροκάλυπτα τα αίτια της κρίσης και, κατ’ επέκταση, ο ελληνικός λαός τελεί σε σύγχυση ως προς αυτά. Μη έχοντας, επομένως, μία σαφή διάγνωση των αιτίων της κρίσης υπάρχει αδυναμία εφαρμογής της κατάλληλης θεραπείας. 

Η γενεσιουργός αιτία είναι, ωστόσο, ξεκάθαρη: αντίθετα από ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες, στην Ελλάδα η κρίση προέκυψε από την αδυναμία του πελατειακού και διαρκώς επεκτεινόμενου κράτους να χρηματοδοτήσει, από ένα χρονικό σημείο και μετά, τις δαπάνες του. Η χρηματοδοτική στήριξη από τους Ευρωπαίους εταίρους μας απέτρεψε την τυπική χρεοκοπία του κράτους. Έκτοτε, η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης βασίζεται (αντιθέτως προς τα λεγόμενα από τον κ. Στουρνάρα) στην υπερφορολόγηση εκείνων των φορολογούμενων που δεν μπορούν να αποκρύψουν τα εισοδήματα ή τα περιουσιακά τους στοιχεία –μισθωτοί, συνταξιούχοι, ιδιοκτήτες ακινήτων– και, σε αισθητά μικρότερο βαθμό, στην μείωση των δαπανών μέσω οριζόντων περικοπών μισθών και συντάξεων. Η προσπάθεια αυτή έχει προ πολλού εξαντλήσει τα όριά της. 

Απαιτείται δραστική μείωση των φόρων, προς την κατεύθυνση που διαφημίζουν γειτονικές μας χώρες, και προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, εγχωρίων και ξένων. Η αναγκαία δημοσιονομική εξυγίανση, το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα, πρέπει να πραγματοποιηθεί με συρρίκνωση του κράτους, απόλυση (ας μην φοβόμαστε την λέξη) πολλών χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι να στηριχθούν, για διάστημα ενός έως τριών ετών, με κατάλληλη επιδοματική πολιτική. Αν δεν κινηθούμε προς τις κατευθύνσεις αυτές, η προσέλκυση επενδύσεων θα παραμένει απλή ουτοπία. 

* Οικονομολόγος-Νομικός, σύμβουλος επιχειρήσεων, συγγραφέας

EBR