Η φοροδιαφυγή στην χώρα μας δεν αντιμετωπίζεται με λαϊκίστικες μυθοπλασίες, αλλά με ουσιαστικά μέτρα μείωσης των δημοσίων δαπανών
Προσέξτε τον παραλογισμό, σε μία χώρα με ανώτατο φορολογικό συντελεστή 45% ή 33% (για ελεύθερους επαγγελματίες) τα έσοδα του κράτους περιορίζονται στο 4% του ΑΕΠ!
Παρά τα όσα λέγονται, το μεγάλο και υπερτροφικό κράτος –ο βασικός, δηλαδή, υπαίτιος της οικονομικής κρίσης που μαστίζει την χώρα– αντί να μικραίνει σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας, μεγαλώνει. Οι πρωτογενείς δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης στα τέσσερα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν, ως ποσοστό του ΑΕΠ, οριακή αύξηση (28,4% το 2013, από 28% το 2009), ενώ οι πρωτογενείς δαπάνες της γενικής κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ πάντοτε, παρουσιάζουν οριακή μείωση κατά 1,4% (43,2% το 2013 από 44,6% το 2009), όταν το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε την ίδια περίοδο κατά 21%.
Μία ακόμη απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι ότι τα φορολογικά έσοδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκαν στο 23,8% για το 2013, από 21,5% που ήταν το 2009. Και τούτο γιατί η αύξησή τους δεν οφείλεται στον περιορισμό της φοροδιαφυγής αλλά στην αύξηση των φόρων που θα κληθούν να πληρώσουν, σε αντίθεση με τους επιτήδειους που φοροδιαφεύγουν, οι ίδιοι συνεπείς φορολογούμενοι που μέχρι σήμερα πλήρωναν φόρους. Τώρα οι τελευταίοι θα πληρώσουν ακόμη περισσότερα.
Και επειδή και πάλι τα έσοδα δεν φτάνουν να καλύψουν τις υπέρογκες δαπάνες, το κράτος, αντί να φορολογήσει το παραγόμενο εισόδημα, καταφεύγει στην εύκολη –πλην όμως παράλογη και ανήθικη– φορολόγηση ανύπαρκτης ακίνητης περιουσίας (ανύπαρκτης δεδομένου ότι η αξία της υπολογίζεται βάσει αντικειμενικών αξιών που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές αξίες των ακινήτων), η οποία δεν παρέχει εισόδημα και έχει ήδη υπερφορολογηθεί.
Και τί προσδοκά να εισπράξει για το 2014; Το πολύ 2,9 δισεκατ. ευρώ. Το κράτος υπερφορολογεί τα ακίνητα –με όλες τις αρνητικές συνέπειες που κατά καιρούς έχουμε εκθέσει γα τους ιδιοκτήτες και την οικονομία– επειδή δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την φοροδιαφυγή.
Τα οικονομικά στοιχεία καταδεικνύουν το μέγεθος του παραλογισμού. Από την φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων, το Δημόσιο θα εισπράξει φέτος περίπου 7,5 δισεκατ. ευρώ, δηλαδή μόλις το 4% του ΑΕΠ! Ο μέσος όρος της ευρωζώνης είναι 8,7% του ΑΕΠ και της ΕΕ των 28 είναι περίπου 9% του ΑΕΠ. Εάν εισπράττετο και στην Ελλάδα από την φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων το 8% του ΑΕΠ (δηλαδή και πάλι λιγότερο από τον μέσον όρο της ευρωζώνης), τα αντίστοιχα έσοδα για το 2013 θα ήταν 15 δισεκατ. ευρώ. Το Δημόσιο, δηλαδή, θα εισέπραττε κάθε χρόνο 7,5 δισεκατ. ευρώ περισσότερα από όσα εισπράττει σήμερα. Αυτό είναι το ποσό που χάνεται από την φοροδιαφυγή μόνον από την φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Προσέξτε τον παραλογισμό, σε μία χώρα με ανώτατο φορολογικό συντελεστή 45% ή 33% (για ελεύθερους επαγγελματίες) τα έσοδα του κράτους περιορίζονται στο 4% του ΑΕΠ!
Οι λαϊκιστές της αριστεράς, ου μην αλλά και της δεξιάς, θα σπεύσουν να παρατηρήσουν, όπως κάνει ήδη ο Α. Τσίπρας, ότι μόλις καταλάβουν την εξουσία θα «συλλάβουν» την φορολογητέα ύλη που σήμερα κρύβεται και όλοι πλέον θα τρώμε με χρυσά μαχαιροπήρουνα. Αλλά τα στοιχεία για την ανικανότητα του κράτους να πατάξει την φοροδιαφυγή δεν τεκμηριώνουν τα λαϊκιστικά συνθήματα του τύπου «λεφτά υπάρχουν» για να δικαιολογήσουν νέες φορομπηχτικές πολιτικές ή περαιτέρω αυστηροποίηση του συστήματος των ποινών. Υπάρχουν δυστυχώς αφελείς που πιστεύουν τους λαϊκιστές του κρατισμού ή κάνουν πως τους πιστεύουν.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, διαφέρει από τις αναψυκτικές δηλώσεις των Δον Κιχώτηδων του λαϊκισμού. Η οικονομική ανάλυση αλλά και η εμπειρία των προηγμένων χωρών έχει, δεκαετίες τώρα, αποδείξει ότι η φοροδιαφυγή δεν αντιμετωπίζεται με νέους φόρους, με αστυνομικά μέτρα και με αυστηρότερες ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις που θίγουν στον πυρήνα τους θεμελιώδη δικαιώματα των φορολογουμένων.
Οι βασικές αιτίες της φοροδιαφυγής, σύμφωνα με όλες τις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, χωρίς τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις των εκπροσώπων του ελληνικού πελατειακού τόξου είναι οι εξής: α) οι υψηλοί φόροι, β) η πολυπλοκότητα-πολυνομία της φορολογικής νομοθεσίας, γ) η έλλειψη ανταποδοτικότητας για τον φορολογούμενο, δ) η αδικία του φορολογικού συστήματος.
Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει μείωση των δημοσίων δαπανών και των φόρων. Η απόλυτα συνειδητή επιλογή του πελατειακού κομματικού συστήματος, ήδη από το 2009, να αυξήσει τους φόρους αντί να μειώσει την δημόσια σπατάλη, αύξησε αναλόγως και το μέγεθος της φοροδιαφυγής. Η υψηλή φορολογία, η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, η αδιαφάνεια και αναποτελεσματικότητα των κρατικών μηχανισμών που οδηγούν τον μόχθο των φορολογουμένων σε μία μαύρη τρύπα απίστευτης σπατάλης, η έλλειψη ανταποδοτικότητας στις παροχές του κράτους, οι νησίδες υπερτροφικής εύνοιας και προστασίας που έχει δημιουργήσει το κομματικό σύστημα εξουσίας για τις δικές του προσοδοθηρικές ομάδες είναι οι αιτίες που αμβλύνουν την φορολογική συνείδηση των πολιτών και διευκολύνουν την φοροδιαφυγή. Αντιθέτως, όταν οι φορολογικοί συντελεστές είναι σε χαμηλά επίπεδα, η φοροδιαφυγή μειώνεται.
Χαρακτηριστικό επίσης στοιχείο του φαινομένου της φοροδιαφυγής είναι ότι αυτή διαχέεται «δημοκρατικότατα» σε πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και δεν αποτελεί «προνόμιο» των πλουσίων. Αυτό το τελευταίο είναι ένας ακόμη από τους προσφιλείς μύθους των κρατικιστών που επαναλαμβάνει συχνά ο Α.Τσίπρας (τον είχε χρησιμοποιήσει το 2009 και ο Γ.Α. Παπανδρέου) –ότι, δηλαδή, δεν φορολογούνται οι πλούσιοι και ότι, αν η κυβέρνηση αποφάσιζε να τους φορολογήσει, θα έλυνε ως δια μαγείας το δημοσιονομικό πρόβλημα– είναι ο μύθος που συνοψίζεται, όπως είπαμε, στην φράση «λεφτά υπάρχουν ή οσονούπω θα υπάρξουν». Ο μύθος αυτός συνετέλεσε αποφασιστικά στην καταστροφή της οικονομίας.
Όμως, από τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι το 35% των φόρων πληρώνεται από το 3% των φορολογουμένων που δηλώνουν το 15% των συνολικών εισοδημάτων. Κανένας, ωστόσο, δεν λέει αυτή την αλήθεια –ότι, δηλαδή, το κύριο βάρος των άμεσων φόρων επωμίζεται μία πολύ μικρή μερίδα φορολογουμένων.
Το ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών μειώνει το μέγεθος της φοροδιαφυγής ισχύει και στη περίπτωση των εμμέσων φόρων. Σύμφωνα με σχετική μελέτη της ΕΕ, η Ελλάδα το 2011 κατέγραψε τις δεύτερες υψηλότερες μετά την Ρουμανία απώλειες εσόδων από τον ΦΠΑ μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης (9,7 δισεκατ. ευρώ ή 4,7% του ΑΕΠ). Ο μέσος όρος των 26 τότε χωρών ήταν 1,5% του ΑΕΠ της ΕΕ. Το 2008, πριν την πρώτη αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ από την κυβέρνηση Καραμανλή (από 18% σε 19%), οι απώλειες εσόδων από ΦΠΑ βρίσκονταν κοντά στο 3% του ΑΕΠ. Ακολούθησε το 2010 η φοροκαταιγίδα των σοσιαλιστών Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου, όπου μεταξύ άλλων αυξήθηκαν και οι συντελεστές του ΦΠΑ στο 23% (αύξηση δηλαδή περίπου 20%).
Η χώρα, από απώλειες ΦΠΑ 7 δισεκατ. ευρώ το 2008 με ΑΕΠ κοντά στα 240 δισεκατ. ευρώ, έφθασε σχεδόν τα 10 δισεκατ. ευρώ το 2001 με ΑΕΠ στα 206 δισεκατ. ευρώ. Η αύξηση των φόρων οδήγησε σε μεγάλη μείωση των εσόδων και ταυτοχρόνως σε ακόμη μεγαλύτερη διαφθορά και αναποτελεσματικότητα του φοροελεγκτικού μηχανισμού.
Κατόπιν αυτών υποστηρίζω ότι, εάν δεν απαλλαγούμε το ταχύτερο δυνατόν από την τυραννία των μύθων που με συστηματικό τρόπο καλλιέργησε και συντηρεί ως κοινωνική συνείδηση και αντίληψη η συμμαχία των κομματικών και πελατειακών (επιχειρηματικών και συνδικαλιστικών) δικτύων που κυβερνά δεκαετίες τώρα σε βάρος της παραγωγικής ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας της χώρας.
* Αντιπρόεδρος της «Δράσης», δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων.
EBR