Η πιο εκτενής μαρτυρία προέρχεται από τον Ντέιβισον Μπαντού , ένα πληροφοριοδότη που εργαζόταν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ) και κατηγόρησε τον οργανισμό ότι ‘μαγείρευε’ τα στοιχεία προκειμένου να καταδικάσει την οικονομία μίας χώρας που ήταν μεν φτωχή αλλά είχε ισχυρή θέληση αντίστασης.
Ο Μπαντού γεννήθηκε στην Γρενάδα, σπούδασε οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (London School of Economics -LSE) και ξεχώριζε στην Ουάσιγκτον για το αντισυμβατικό προσωπικό του στυλ. Άφηνε τα μαλλιά του αχτένιστα όπως ο Αϊνστάιν και προτιμούσε να φοράει αντιανεμικά μπουφάν αντί για ριγέ κουστούμια. Εργάστηκε για δώδεκα χρόνια στο ΔΝΤ σχεδιάζοντας προγράμματα διαρθρωτικών προσαρμογών για την Αφρική, την Λατινική Αμερική και την Καραϊβική. Μετά την απότομη στροφή του οργανισμού προς τα δεξιά επί της εποχής Ρέιγκαν και Θάτσερ, ο ανεξάρτητα σκεπτόμενος Μπαντού άρχισε να αισθάνεται ολοένα και πιο άβολα στην δουλειά του. Το ΔΝΤ είχε γεμίσει με Παιδιά του Σικάγο υπό την ηγεσία του εκτελεστικού διευθυντή, του φανατικού νεοφιλελεύθερου Μισέλ Καμντεσί. Όταν ο Μπαντού παραιτήθηκε , το 1988, αποφάσισε να αφοσιωθεί στην αποκάλυψη των ενόχων μυστικών του πρώην εργοδότη του. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να στείλει μία ανοιχτή επιστολή στον Καμντεσί, υιοθετώντας το επικριτικό ύφος της επιστολής που είχε στείλει πριν από μία δεκαετία ο Αντρέ Γκούντερ Φράνκ στον Μίλτον Φρίντμαν.
Με γλαφυρότητα σπάνια για οικονομολόγο του ΔΝΤ, ο Μπαντού άρχιζε την επιστολή του ως εξής « Σήμερα παραιτούμαι από το προσωπικό του ΔΝΤ ύστερα από δώδεκα χρόνια και έπειτα από χιλιάδες μέρες εργασίας στο εξωτερικό ως αξιωματούχος του ΔΝΤ, κατά την διάρκεια των οποίων, με όπλα τα ‘φάρμακά’ σας και τα κόλπα σας , εφορμούσα σαν γεράκι εναντίον των κυβερνήσεων και των λαών της Λατινικής Αμερικής , της Καραϊβικής και της Αφρικής. Για μένα η παραίτηση μου είναι μία ανεκτίμητη απελευθέρωση , επειδή με αυτό τον τρόπο κάνω το πρώτο μεγάλο βήμα που θα μου επιτρέψει να ελπίζω ότι θα μπορέσω να ξεπλένω τα χέρια μου από αυτό που στα μάτια μου είναι το αίμα εκατομμυρίων φτωχών και πεινασμένων ανθρώπων…. Ξέρετε, το αίμα αυτό είναι τόσο πολύ, που κυλάει σε ποτάμια. Κι όταν στεγνώνει , σχηματίζει πάνω μου κρούστα. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει αρκετό σαπούνι σε ολόκληρο τον κόσμο για να καθαριστώ από όλα όσα έκανα εν ονόματί σας.»
Ο Μπαντού συνεχίζει τεκμηριώνοντας τες καταγγελίες του εναντίον του ΔΝΤ ότι χρησιμοποιούσε τις στατιστικές ως ‘φονικά’ όπλα. Παρέθετε λεπτομερή στοιχεία για το πώς, ως υπάλληλος του ΔΝΤ, είχε αναμειχθεί σε εσκεμμένα ‘στατιστικά σφάλματα’ προκειμένου να διογκωθούν τα αριθμητικά στοιχεία στις εκθέσεις του Ταμείου για το πλούσιο σε πετρέλαιο Τρινιντάντ και Τομπάγκο, ώστε η χώρα να δείχνει πολύ λιγότερο σταθερή από ότι ήταν στην πραγματικότητα. Ο Μπαντού ισχυριζόταν ότι το ΔΝΤ είχε διογκώσει τα στατιστικά στοιχεία για το εργατικό κόστος, με συνέπεια η παραγωγικότητα της χώρας να φαίνεται πολύ χαμηλή- παρόλο που το Ταμείο γνώριζε τα πραγματικά δεδομένα. Σε μια άλλη περίπτωση, διατεινόταν, το ΔΝΤ , «επινόησε, κυριολεκτικά από το πουθενά, ένα τεράστια απλήρωτο κρατικό χρέος».
Αυτές οι «απαράδεκτες παρατυπίες», που, σύμφωνα με τον Μπαντού, ήταν εσκεμμένες και δεν οφείλονταν σε « επιπόλαιους μαθηματικούς υπολογισμούς», αντιμετωπιστήκαν ως αδιαμφισβήτητα δεδομένα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες έκριναν την οικονομία του Τρινιντάντ και Τομπάγκο επισφαλή και σταμάτησαν να τα χρηματοδοτούν. Τα οικονομικά προβλήματα της χώρας , που είχαν πυροδοτηθεί από την μείωση της τιμής του πετρελαίου, του βασικού εξαγωγικού προϊόντος της, πήραν γρήγορα ολέθριες διαστάσεις και το Τρινιντάντ και Τομπάγκο υποχρεώθηκαν να ικετεύσουν το ΔΝΤ να διασώσει την οικονομία του. Το Ταμείο απαίτησε να γίνει αποδεκτό αυτό που ο Μπαντού αποκαλεί « το πιο θανατηφόρο φάρμακο» του ΔΝΤ…απολύσεις, περικοπές στους μισθούς, και «όλη η γκάμα» των πολιτικών διαρθρωτικής προσαρμογής. Ο Μπαντού περιέγραφε την διαδικασία ως «εσκεμμένη διακοπή της οικονομικής γραμμής ζωής της χώρας μέσω τεχνασμάτων», με σκοπό « αφού πρώτα το Τρινιντάντ και Τομπάγκο καταστραφεί οικονομικά , να υποστεί στη συνέχεια την απαιτούμενη διαδικασία αναμόρφωσης».
Στην επιστολή του ο Μπαντού , που πέθανε το 2001, καθιστούσε σαφές ότι οι αντιρρήσεις του δεν αφορούσαν μόνο τον τρόπο αντιμετώπισης μιας χώρας από μία χούφτα αξιωματούχων. Αντιμετώπιζε ολόκληρο το πρόγραμμα των διαρθρωτικών προσαρμογών του ΔΝΤ ως μία μορφή μαζικών βασανιστηρίων, καθώς «κυβερνήσεις και λαοί που ουρλιάζουν από τον πόνο υποχρεώνονται να γονατίζουν μπροστά μας τσακισμένοι, τρομοκρατημένοι και κομματιασμένοι, ικετεύοντας για ένα ίχνος λογικής και αξιοπρέπειας εκ μέρους μας. Όμως εμείς γελάμε απάνθρωπα στα μούτρα τους και τα βασανιστήρια συνεχίζονται αμείωτα».
Μετά την δημοσίευση της επιστολής η κυβέρνηση του Τρινιντάντ και Τομπάγκο ανέθεσε σε δύο ανεξάρτητες επιτροπές να διερευνήσουν τις κατηγορίες και διαπιστώθηκε ότι ήταν σωστές. Το ΔΝΤ είχε διογκώσει και χαλκεύσει στατιστικά στοιχεία, με ολέθριες επιπτώσεις για την χώρα.
Ωστόσο, παρά την προσεκτική τεκμηρίωση τους, οι εκρηκτικές κατηγορίες του Μπαντού κυριολεκτικά έπεσαν στο κενό. Το Τρινιντάντ και Τομπάγκο είναι ένα σύμπλεγμα μικρών νησιών στα ανοιχτά της Βενεζουέλα και, εκτός αν οι κάτοικοι της χώρας καταλάβουν τα κεντρικά γραφεία του ΔΝΤ , είναι μάλλον απίθανο τα παράπονά τους να προσελκύσουν την παγκόσμια προσοχή.
……………………………………………………………………………………………..
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ενός θεσμού που δημιουργήθηκε με τα χρήματα των φορολογουμένων εκατόν εβδομήντα οκτώ (178) χωρών με αποστολή να βοηθάει στην ανοικοδόμηση και να ενισχύει τις αδύναμες οικονομίες, υποστήριζε ότι τα κράτη έπρεπε να χρεοκοπούν χάριν των ευκαιριών που θα δημιουργούνταν όταν θα ξαναχτίζονταν από τα ερείπια…!!! . (σελίδα 351)
Από το βιβλίο της NAOMI KLEIN εκδόσεις Λιβάνη