Η παχυσαρκία συνδέεται άμεσα με την έλλειψη της βιταμίνης D καθώς, τα χαμηλά επίπεδά της, σχετίζονται με το αυξημένο σωματικό βάρος ή δυσχεραίνουν την απώλειά του.
Στα παχύσαρκα άτομα τα συνήθη επίπεδα της βιταμίνης D είναι ανεπαρκή ενώ στις περιπτώσεις απώλειας βάρους με μία ισορροπημένη δίαιτα παρατηρείται αύξηση των επιπέδων της. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι με τη χορήγηση βιταμίνης D μπορεί να αδυνατίσει κανείς.
Η βιταμίνη D αποτελεί έναν καθρέφτη της γενικής σωματικής υγείας και τα χαμηλά επίπεδά της εκτός από την παχυσαρκία σχετίζονται και με το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, την αρτηριακή υπέρταση και τα αγγειακά επεισόδια. Παρότι παρατηρείται ανεπάρκεια βιταμίνης D σε διαβητικούς, υπερτασικούς, υπερλιπιδαιμικούς και σε άτομα που έχουν υποστεί καρδιαγγειακά επεισόδια, η χορήγησή της δεν φαίνεται να συμβάλει στην πρόληψή τους ούτε και στη μείωση του κινδύνου.
Τα παραπάνω επισήμανε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ o ενδοκρινολόγος, διευθυντής ΕΣΥ Θεμιστοκλής Τζώτζας, με αφορμή ανακοίνωσή του με θέμα "Η σημασία της βιταμίνης D στην αντιμετώπιση του μεταβολικού συνδρόμου και αθηροσκλήρωσης" που θα παρουσιάσει αύριο στην 21η Εκπαιδευτική Διημερίδα Αθηροσκλήρωσης που διοργανώνει η Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
"O βαθμός παχυσαρκίας επηρεάζει κατά περίπου 30% τα επίπεδα της βιταμίνης D ενώ απώλεια βάρους της τάξης του 10% μετά από δίαιτα μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της" εξηγεί ο κ.Τζώτζας, και προσθέτει: "ο υψηλός Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) οδηγεί στην μείωση των επιπέδων της βιταμίνης D ενώ αντίστροφα η επίδραση της χαμηλής βιταμίνης D στην αύξηση του ΔΜΣ είναι μάλλον μικρή. Στην παχυσαρκία τα συνήθη επίπεδά της είναι ανεπαρκή".
"Πρέπει να ελέγχουμε τα άτομα για τα επίπεδα της βιταμίνης D σε σχέση με τη σκελετική υγεία, όχι όμως για τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Χορηγούμε βιταμίνη D σε άτομα με χαμηλά επίπεδα για την πρόληψη οστεοπόρωσης αλλά όχι για την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων" επισημαίνει ο κ. Τζώτζας.
Οι ανάγκες σε βιταμίνη D καλύπτονται με τη διατροφή και με την επί 10-20 λεπτά ημερησίως έκθεση στον ήλιο για 3-4 φορές την εβδομάδα. Οι ανάγκες των παιδιών και εφήβων ανέρχονται σε τουλάχιστον 400 ΙU βιταμίνης D ημερησίως ενώ των ενηλίκων ηλικίας άνω των 50 καθώς και των ατόμων τρίτης ηλικίας είναι 800-1000 IU ημερησίως.
Ένα κουταλάκι μουρουνέλαιο ή 100 γραμμάρια ψημένου σολωμού αρκούν για να καλυφτούν οι ημερήσιες ανάγκες ενός παιδιού οι εφήβου. Τροφές πλούσιες σε βιταμίνη D είναι: το εμπλουτισμένο γάλα (ένα κύπελλο έχει 127 IU), ο εμπλουτισμένος χυμός (ένα κύπελλο έχει 114 IU), ο ψημένος σολωμός (100 γραμμάρια έχουν 400 IU), το σκουμπρί (100 γραμμάρια έχουν 250 IU), ο τόνος (100 γραμμάρια έχουν 200 IU), οι γαρίδες (100 γραμμάρια έχουν 150 IU), το αυγό (ένα αυγό έχει 210 IU), τα εμπλουτισμένα κορν φλέικς (2/3 κυπέλλου έχουν 50 IU) και το μουρουνέλαιο (ένα κουταλάκι τσαγιού έχει 400 IU).