Μία ματιά στην παγκόσμια αγορά στελεχών επιχειρήσεων αναδεικνύει ποια είναι τα ουσιαστικά προσόντα για μία επιτυχημένη σταδιοδρομία
Όπως γράφει στο γνωστό βιβλίο του «Το Τέλος της Εργασίας και το Μέλλον της» ο Αμερικανός οικονομολόγος Τζέρεμυ Ρίφκιν, πρόεδρος του Ιδρύματος Οικονομικών Τάσεων στην Ουάσινγκτον, η παγκοσμιοποίηση της υψηλής τεχνολογίας και η τεράστια πλέον συμμετοχή της στον σχηματισμό του παγκόσμιου ΑΕΠ κινείται πλέον πέρα από την μάζα των εργατών και, βεβαίως, της παραδοσιακής εργασίας, είτε αυτή είναι αγροτική, είτε βιομηχανική. Έτσι, στο πλαίσιο αυτής της νέας και ιστορικής για τον άνθρωπο πραγματικότητας, ενώ θα απαιτείται η αφρόκρεμα επιχειρηματιών, διοικητικών στελεχών, ελεύθερων επαγγελματιών και τεχνικών για να διευθύνουν την επίσημη οικονομία του μέλλοντος, ολοένα και λιγότεροι εργαζόμενοι θα έχουν κάποιον ρόλο να διαδραματίσουν στην παραγωγή αγαθών και στην παροχή υπηρεσιών. Η αγοραστική αξία της εργασίας μειώνεται και η πτώση της θα συνεχιστεί.
Μετά από αιώνες προσδιορισμού της ανθρώπινης αξίας με καθαρά «παραγωγικούς» όρους, η ομαδική αντικατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από μηχανές αφήνει τον απλό εργάτη χωρίς ταυτότητα ή κοινωνικό λειτούργημα. Παράλληλα, η ψηφιακή τεχνολογία και η ραγδαία διάδοση του Διαδικτύου μεταβάλλουν τόσο τους συντελεστές παραγωγής πλούτου, όσο και τις πηγές αυξήσεως της παραγωγικότητας. Έτσι, όπως είναι επόμενο, στην υπό ταχύτατη εκκόλαψη οικονομία του 21ου αιώνα εξαφανίζεται η ανάγκη για παραδοσιακή ανθρώπινη εργασία –φαινόμενο το οποίο έχει ιδιαιτέρως σημαντικό ιστορικό χαρακτήρα.
Όμως, για τον Τζ. Ρίφκιν, πέρα από αυτή την θεμελιακή και πολύπλευρη αλλαγή, η μετάβαση από μία οικονομία που βασίζεται σε υλικά, ενέργεια και εργασία, σε μία άλλη η οποία βασίζεται στην πληροφορική και στην επικοινωνία, περιορίζει την σημασία του έθνους-κράτους ως βασικού παίκτη για την εγγύηση της πορείας μιας αγοράς. Πρωταρχικό λειτούργημα του έθνους-κράτους, από την εμφάνισή του έως σήμερα, ήταν η ικανότητά του να χρησιμοποιεί στρατιωτική ισχύ για να καταλαμβάνει ζωτικούς πόρους και να αξιοποιεί εγχώριες, ή ακόμη και παγκόσμιες, δεξαμενές υλών και εργασίας.
Τώρα, που η ενέργεια, οι ορυκτοί πόροι και η εργασία αποκτούν μικρότερη σημασία από τις πληροφορίες, τις επικοινωνίες και την πνευματική ιδιοκτησία στο μείγμα της παραγωγής, η ανάγκη της στρατιωτικής επέμβασης είναι λιγότερο προφανής. Η πληροφορική και οι επικοινωνίες –οι πρώτες ύλες της παγκόσμιας οικονομίας υψηλής τεχνολογίας – δεν γνωρίζουν φυσικά σύνορα. Εισβάλλουν σε φυσικούς χώρους, διαβαίνουν πολιτικές γραμμές και διαπερνούν τα βαθύτερα στρώματα μιας εθνικής ζωής.
Οι ένοπλες δυνάμεις δεν μπορούν να σταματήσουν, ούτε καν να επιβραδύνουν, την επιταχυνόμενη ροή πληροφοριών και επικοινωνιών πέρα από τα εθνικά σύνορα. Το έθνος-κράτος, μέσα στον συγκεκριμένο πάγιο φυσικό χώρο του, είναι πολύ αργό για να μπορέσει να αντιδράσει στο ταχύ βήμα των δυνάμεων της παγκόσμιας αγοράς.
Αντιθέτως, οι διεθνείς επιχειρήσεις είναι από την φύση τους θεσμός ο οποίος σχετίζεται περισσότερο με τον χρόνο, παρά με τον χώρο. Δεν περιορίζονται σε κάποια συγκεκριμένη κοινότητα και δεν δίνουν λόγο πουθενά. Αποτελούν έναν νέο οιονεί πολιτικό θεσμό, που ασκεί τεράστια δύναμη σε τόπους και ανθρώπους επειδή μπορεί και ελέγχει πληροφορίες και επικοινωνίες. Η ευελιξία τους και, κυρίως, η κινητικότητά τους, τούς επιτρέπουν να μεταφέρουν παραγωγή και αγορές εύκολα και γρήγορα από τον έναν τόπο στον άλλον, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό την οικονομική πορεία πολλών χωρών.
Ας σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια οι παγκόσμιες ξένες άμεσες επενδύσεις ξεπέρασαν τα 13,2 τρισεκατ. δολλάρια και ήσαν πέντε φορές υψηλότερες από τις αντίστοιχες πριν δέκα χρόνια. Από μόνο του το γεγονός αυτό αποδεικνύει το μέγεθος, πρώτον, της παγκόσμιας ρευστότητας και, δεύτερον, την συνεχώς αυξανόμενη μεταφορά χρηματοοικονομικών ροών. Αποδεικνύει επίσης ότι, στο σημερινό γεωπολιτικό τοπίο, τα έθνη-κράτη μπορούν να επιβιώσουν αν είναι ισχυρά, ή αν συμμετέχουν σε συνασπισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Βορειο-Αμερικανική Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών και η Ένωση Οικονομικής Συνεργασίας των Ασιατικών Χωρών.
Ωστόσο, μαζί με την απώλεια της σπουδαιότητας του γεωπολιτικού του ρόλου, το έθνος-κράτος βλέπει να φθίνει και ο ρόλος του ως εργοδότη σε περιπτώσεις έσχατης ανάγκης. Οι σημερινές κυβερνήσεις, προβληματισμένες από αυξανόμενα μακροχρόνια χρέη και ελλείμματα προϋπολογισμών, είναι λιγότερο πρόθυμες να εφαρμόσουν φιλόδοξα προγράμματα δημοσίων έργων για να δημιουργήσουν εργασίες και να τονώσουν την αγοραστική δύναμη. Σε όλα σχεδόν τα βιομηχανικά έθνη του κόσμου, οι εθνικές κυβερνήσεις προσπαθούν να αποποιηθούν την παραδοσιακή ευθύνη για την εγγύηση των αγορών, μειώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τόσο την οικονομική τους επιρροή, όσο και την κοινωνική τους παρέμβαση.
Η εξέλιξη αυτή δεν οφείλεται σε κάποια διεθνή συνωμοσία, αλλά στο υπέρογκο πλέον κόστος των συντεχνιακών δομών της απανταχού κρατικής γραφειοκρατίας –η οποία έχει και χαμηλή παραγωγικότητα, και ποιοτική ανεπάρκεια. Είναι λοιπόν σαφές ότι, στις ανεπτυγμένες χώρες, η δημόσια διοίκηση θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει την αποστολή της και να δημιουργήσει νέες σχέσεις με την καθημερινή ζωή των πολιτών. Θα λέγαμε δε ότι αυτός της ο προσανατολισμός έχει κατεπείγοντα χαρακτήρα. Έχει, όμως, και μεγάλο ψυχολογικό περιεχόμενο.
Ο περισσότερος κόσμος δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί μία κοινωνία όπου αγορά και κυβέρνηση παίζουν δευτερεύοντες ρόλους στις καθημερινές μας υποθέσεις. Αυτές οι δύο θεσμικές δυνάμεις έχουν τόσο πολύ εξουσιάσει όλες τις πτυχές της ζωής μας, ώστε να λησμονούμε πόσο περιορισμένος ήταν ο ρόλος τους στην κοινωνία μόλις πριν από εκατό χρόνια. Ας μην ξεχνάμε ότι οι επιχειρήσεις και τα έθνη-κράτη δεν είναι παρά δημιουργήματα της βιομηχανικής εποχής, δύο τομείς που, κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα, πήραν υπό τον έλεγχό τους όλες σχεδόν τις λειτουργίες και τις δραστηριότητες που εκτελούνταν άλλοτε από γείτονες, που δούλευαν χέρι-χέρι σε χιλιάδες τοπικές κοινότητες. Ήταν τα ένδοξα χρόνια του Τζωρτζ Μαίηναρντ Κέϋνς.
Σήμερα, ωστόσο, που ο εμπορικός και ο δημόσιος τομέας δεν μπορούν πλέον να καλύψουν ορισμένες από τις θεμελιώδεις ανάγκες των λαών, οι άνθρωποι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αρχίσουν να φροντίζουν για άλλη μία φορά τον εαυτό τους, δηλαδή να παίρνουν την τύχη στα χέρια τους. Όσο αυτό καθυστερεί, η κρίση στην αγορά εργασίας θα εντείνεται –με τις ανάλογες κοινωνικές επιπτώσεις, όπως είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός. Αντιθέτως, οι προοπτικές για τους ταλαντούχους θα είναι όλο και καλύτερες, υπό την προϋπόθεση να θέλουν να αναλάβουν κινδύνους, δηλαδή να παίρνουν ρίσκα και να επιδεικνύουν τόλμη, αξιοποιώντας ταυτοχρόνως και την ανάδειξη της γνώσης ως κορυφαίου συντελεστή παραγωγής πλούτου και συναφούς απασχόληςη, όχι όμως μισθωτής.
«Η σημερινή, αυριανή και μεθαυριανή ανάπτυξη, ευημερία και κοινωνική πρόοδος βρίσκονται στην ύπαρξη, την κυκλοφορία και την διάχυση φαιάς ουσίας. Η φαιά αυτή ουσία και η παραγόμενη γνώση αποτελούν τον κορυφαίο συντελεστή παραγωγής, όχι τόσο για τις αναπτυγμένες κοινωνίες, όσο γι αυτές που βρίσκονται στον αεροδιάδρομο της ανάτπυξης και έχουν άμεση ανάγκη από αυτά τα ανθρώπινα ταλέντα, τα οποία θα τις απογειώσουν». Τα λόγια αυτά, προϊόν σκέψεως και εμπειρίας, δεν ανήκουν σε κάποιον απεχθή «νεοφιλελεύθερο» οικονομολόγο ή διανοούμενο. Τα έγραψε, και τα υπογράμμισε ιδιαιτέρως, στο βιβλίο του για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας, ο Γάλλος καθηγητής και οικονομολόγος, σύμβουλος του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, κ. Πιερ Ροζανβαλόν, ο οποίος, πριν λίγα χρόνια, ήταν και η κατ’ εξοχήν σκεπτόμενη κεφαλή της Συνομοσπονδίας Γαλλικών Συνδικάτων της Εργασίας (CFDT). Εξάλλου, ο Γάλλος διανοούμενος, με την Λέσχη «Δημοκρατία και Ελευθερία», έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην απομάκρυνση της CFDT και του γαλλικού συνδικαλισμού από την μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη και τον κοινωνικό της μηδενισμό.
Είναι λοιπόν καιρός οι νέοι μας –τους οποίους κάποιοι επιθυμούν άνεργους και περιθωριοποιημένους, για ιδιοτελείς πολιτικούς λόγους– να πληροφορηθούν ποιες είναι οι πραγματικότητες και οι προκλήσεις της εποχής μας και να συνειδητοποιήσουν ότι το μέλλον τους συνδυάζεται με την προσαρμογή τουσ στις μεγάλες αλλαγές. Εξαρτάται, όμως, πολύ στενά και από την συμμετοχή τους στις κοινωνίες των γνώσεων, δηλαδή αυτών της φαιάς ουσίας –για την οποία, σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο, διεξάγεται ένας σκληρός πόλεμος, αυτός της αναζήτησης, προσέλκυσης και αξιοποίησης ταλέντων. Ταλέντων που θα διαθέτουν αρετή, τόλμη και ροπή προς το ρίσκο και, μέσα σε επιχειρήσεις, οργανισμούς και άλλους συλλογικούς φορείς, θα είναι ικανά να οδηγούν σε αλλαγές και να συμβάλλουν στην πραγματοποίησή τους. Αυτή είναι, εξάλλου, και η μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας, η οποία προκαλεί σε δράση πολιτικούς, επιχειρηματίες, πανεπιστημιακούς και ενεργά μέλη των κοινωνιών των πολιτών που ζουν εν δημοκρατία.
Ταλέντο είναι, μάς έλεγε πριν λίγο καιρό ο Γάλλος σοσιαλιστής υπουργός Παιδείας κ. Κλωντ Αλλέγκρ, η ικανότητα ενός ατόμου να ξεχωρίζει το πρωτεύον από το δευτερεύον, ωστόσο να παρατηρεί την σημαίνουσα λεπτομέρεια η οποία επιτρέπει το πείραμα χωρίς να διαχωρίζει αυτό που κάνει το χέρι από αυτό που υποδεικνύει το πνεύμα. Τα πραγματικά ταλέντα διαθέτουν τόση πνευματική, και κυρίως πνευματική, ευκαμψία, ώστε να μπορούν να πηγαινοέρχονται μεταξύ της αβέβαιης παρατηρήσεως και της συγκροτημένης θεωρίας. Με άλλα λόγια, ένα ταλαντούχο άτομο έχει ανεπτυγμένη κριτική σκέψη, απεχθάνεται τις σιδερένιες βεβαιότητες, γνωρίζει να επαληθεύει και διαθέτει τεράστιες δημιουργικές ικανότητες –που μόνον σε ανοικτά συστήματα μπορούν να αναπτυχθούν και να αξιοποιηθούν από μία δεδομένη κοινωνία.
Από: EBR