Παναγία Σουμελά, η αετοφωλιά του Πόντου. Παναγία των Βλαχερνών στον μυχό του Κερατίου, Παναγία της Τήνου, η Εκατονταπυλιανή στην Πάρο, Παναγία του Ιερού Καθίσματος λίγα μίλια από την Βηθλεέμ, Παναγιά η Παντάνασσα στον βράχο της Φολεγάνδρου.
Μικρές και μεγάλες εκκλησιές, μοναστήρια και αγιάσματα, ξωκλήσια χαμένα σε ρεματιές. Η Παναγιά είναι παντού, αναφορά κάθε κατατρεγμένου, αναφιλητό του κάθε ταπεινωμένου, ανάσα ελπίδας, κραυγή απόγνωσης για βοήθεια. Πιστεύει ή δεν πιστεύει ο συμπολίτης της καθ’ ημάς ανατολής, συχνά, ασυνείδητα ενδεχομένως, προφέρει το όνομα Της, όχι σαν προσευχή αναγκαστικά, αλλά σαν αναφορά σε ένα διαρκές στήριγμα.
Αντίδοτο στο πόνο, φάρμακο στην αρρώστια, βοήθεια στην κακουχία, ανάχωμα στην θλίψη. Αυτή είναι η Παναγιά του Έλληνα, έκφραση γλυκύτητας και συμπόνιας.
Κατά την παράδοση, όταν η Παναγία πληροφορήθηκε άνωθεν τον επικείμενο θάνατό Της, προσευχήθηκε στο όρος των Ελαιών, ετοιμάστηκε και ανέφερε το γεγονός στους Αποστόλους. Επειδή κατά την ημέρα της Κοίμησης δεν ήταν όλοι οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, μια νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε κοντά Της. Την τοποθέτησαν στο μνήμα της Γεσθημανής. Μετά από τρεις μέρες ο τάφος ήταν άδειος.
Δεκαπενταύγουστος ή «Πάσχα του καλοκαιριού», κατακαλόκαιρο, με την γη καμένη από τον ήλιο, τον ουρανό σχεδόν λευκό από την ζέστη. Σε κάθε γωνιά του Ελληνισμού δεν υπάρχει σπίτι που να μην γιορτάζει την Μαρία του, τον Παναγιώτη του ή την Δέσποινά του. Δεν υπάρχει ποιητής που να μη στοχάζεται στο όνομά Της.
Δεν υπάρχει καπετάνιος που να μην εκλιπαρεί την προστασία Της. Δεν υπάρχει άνθρωπος που κάποια στιγμή δεν άναψε ένα κερί μπροστά από την εικόνα Της έστω και αν δεν το ομολογεί.
Αυτή τη μορφή γιορτάζει ο Ελληνισμός. Θεομήτωρ και Θεοτόκος αλλά και ασπίδα πάνω από τα τείχη της Πόλης. Στρατηγός αν χρειαστεί, προστάτης αν Της το ζητήσουν. Πάνω εκεί στον Πόντο, σκαμμένη μέσα στον βράχο, ακλόνητη αιώνες τώρα, αγέρωχη απέναντι στον χρόνο, και τι δεν πέρασε μέσα στο διάβα της ιστορίας. Δεν υπάρχει χριστιανός, δεν υπάρχει διαβάτης που να περνά από τα βουνά της που να μην προσκυνήσει. Καυκάσιοι Αρμένηδες και Γεωργιανοί, Λαζοί μουσουλμάνοι, Ρώσοι και Ουκρανοί ορθόδοξοι.
Δεν είναι μόνον οι δικοί μας προσκυνητές. Δεν είναι μόνον οι Πόντιοι που γιορτάζουν την Παναγιά εκεί στα βουνά τους ή, μετά την καταστροφή, εδώ στην Μακεδονία. Η Παναγία η Σουμελά είναι σύμβολο διαχρονικό, περήφανο. Τα τελευταία χρόνια επετράπη η λειτουργία στα «ματωμένα χώματα». Έφθασε εκεί ο Πατριάρχης. Χαιρέτησαν με ευλάβεια Ρώσοι αξιωματικοί. Δάκρυσαν οι ρωμιοί της Πόλης, δάκρυσαν και οι πρόσφυγες από την Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, την Δράμα, την Κοκκινιά, το Παλιό το Φάληρο. Δάκρυσαν και οι απλοί άνθρωποι που δεν ξέρουν ούτε που πέφτει καλά-καλά η Τραπεζούντα, η Κασταμονή, το Μπατούμι, η Σαμψούντα, η Ηράκλεια.
Η εικόνα Της σώθηκε και μεταφέρθηκε στα νέα χώματα, πρόσφυγας και Αυτή. Την εναπόθεσαν στο νέο Της σπίτι, στη Δυτική Μακεδονία. Την γιορτάζουν όπως Της πρέπει, στήνουν χορό στο άκουσμα της λύρας, κρατούν ρυθμό που υπαγορεύει το νταούλι, τραγουδούν στα Ποντιακά, Της μιλούν στη δικής Της διάλεκτο, του υπαρκτού Πόντου, που σημαίνει θάλασσα στην αρχαία γλώσσα, που σημαίνει μνήμες και νεκρούς, πολλούς νεκρούς και πολλές χαμένες πατρίδες. Αυτή η εικόνα Της σέρνει τον πανάρχαιο χορό, για να μην ξεχνούν οι νεότεροι τι θυμούνται οι παλιοί.
Παναγία Σουμελά - Ιστορία/Παράδοση
Η Παναγία Σουμελά αποτελεί το σύμβολο της ποντιακής πίστης, αν και η πρώτη ονομασία της θαυματουργής εικόνας ήταν Αθηνιώτισσα.
Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 οι Aθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου έπειτα από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν τη Μονή. Εκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1.063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, εικονογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς.
Οι μοναχοί την ακολούθησαν και στο όρος Μελά, στον Πόντο όπου στάθηκε, κτίστηκαν μεγάλος Ναός και Μονή. Έτσι η εικόνα πήρε την ονομασία Σουμελά από τη φράση «στου Μελά».
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, το 1922, το μοναστήρι υπέστη ζημιές και οι μοναχοί προχώρησαν στην ταφή της εικόνας. Με την ανταλλαγή, τα ιερά κειμήλια παραχωρήθηκαν και το 1931 επέστρεψαν στην Ελλάδα, με πρωτοβουλία του Αμβρόσιου του Σουμελιώτη. Η εικόνα επανήλθε στην Αθήνα και παρέμεινε στο Μουσείο έως το 1951. Τότε, το Σωματείο «Παναγία Σουμελά» Θεσσαλονίκης πρότεινε το κτίσιμο ναού στις πλαγιές του Βερμίου, στην Καστανιά Βέροιας.
Το 2010, επαναλειτούργησε το ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, με άδεια του τουρκικού Υπουργείου Πολιτισμού.
zougla.gr