Δύο φίλοι περπατούν στην έρημο. Κάποια στιγμή τσακώθηκαν και
ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο. Αυτός ο τελευταίος,
πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο: Σήμερα ο καλύτερός μου
φίλος με χαστούκισε.
Συνέχισαν να περπατούν μέχρι που βρήκαν μια όαση όπου
αποφάσισαν να κάνουν μπάνιο. Αλλά αυτός που είχε φάει το χαστούκι παραλίγο να
πνιγεί και ο φίλος του τον έσωσε. Όταν συνήλθε, έγραψε πάνω σε μια πέτρα:
Σήμερα ο καλύτερός μου φίλος μου έσωσε τη ζωή.
Αυτός που τον είχε χαστουκίσει και στη συνέχεια του έσωσε τη
ζωή, τον ρώτησε: όταν σε χτύπησα, έγραψες πάνω στην άμμο, και τώρα έγραψες πάνω
στην πέτρα. Γιατί;
Ο άλλος φίλος απάντησε : «όταν κάποιος μας πληγώνει, πρέπει
να το γράφουμε στην άμμο όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν.
Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, πρέπει να το χαράζουμε στην πέτρα,
όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει».
Η ιστορία είναι μάλλον αφελής, από αυτές που θα μπορούσε να
διαβάσει κάποιος ίσως σε ένα χριστιανικό περιοδικό ή σε βιβλίο του ζεν. Μου την
είπε πριν καιρό ένα μικρό παιδί, το παιδί μου. Προφανώς κάπου τη διάβασε ή τους
την είπαν στο σχολείο. Τη θυμήθηκα χθες αργά βράδυ, δεν ξέρω γιατί.
Μάλλον επειδή εκείνη την ώρα είχα μείνει μόνος -οι άλλοι
φίλοι είχαν πέσει να κοιμηθούν- κατάντικρυς στο πέλαγος, αγκαλιά με τον άνεμο,
και τη σκέψη να βυθίζεται στις μνήμες του μέλλοντος, που δεν λένε να
κατασταλάξουν αν θα ‘ναι μαύρες για την πατρίδα μου ή με έστω κάποιες λευκές
ανταύγειες.
Ό,τι και να γίνει πάντως, ό,τι και να συμβεί στη χώρα μας,
ό,τι και να πάθουν οι πολίτες της, οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε. Να μην το
βάλουμε κάτω. Να ξανασηκωθούμε στα πόδια μας. Και για να το καταφέρουμε, εκτός
των άλλων, θα πρέπει να μάθουμε να γράφουμε τα τραύματά μας στην άμμο. Και να
χαράζουμε τις επιτυχίες μας στην πέτρα -ένα είδος μίτου της Αριάδνης για να
βγούμε από τον λαβύρινθο της κρίσης. Ατομικής και συλλογικής.
Να σταματήσουμε τη γκρίνια και το μοιρολόι γι’ αυτά που
πάθαμε και χάσαμε, σε προσωπικό και εθνικό επίπεδο, και να δούμε πως μπορούμε,
ανιχνεύοντας καινούργιους δρόμους, να σταματήσουμε τον κατήφορο και όσα
μπορούμε να τα ξανακερδίσουμε. Δεν λέω να πάθουμε αμνησία, κάθε άλλο, αλλά δεν
ωφελεί και να στεκόμαστε να κλαίμε πάνω από το χυμένο γάλα, κατηγορώντας
διαρκώς ο ένας τον άλλον για το ποιος φταίει, και διαπληκτιζόμενοι για το αν σ’
ένα επιδόρπιο γιαουρτιού με ξύσμα λεμόνι πάει καλύτερα το εβαπορέ ή το
ζαχαρούχο γάλα.
Βέβαια, κάποιοι ίσως αναρωτηθούν: “μα, τι σχέση έχουν οι δύο
φίλοι, στην αρχή, με τη συνέχεια του κειμένου;”. Υποτίθεται ότι οι δανειστές
μας είναι και εταίροι μας, σ’ έναν συνεταιρισμό, την Ε.Ε., που μια βασική της
αρχή είναι η αλληλεγγύη των κρατών μελών της. Αρχή που όχι μόνον δεν την έχουν
τηρήσει, αλλά και την έχουν μετατρέψει σε ωμή σχέση ισχυρού με αδύναμο. Κάτι
που είναι λογικό να μην μπορεί να συνεχίσει, για πολύ ακόμη, να γίνεται
αποδεκτό.
Πάντως, στο σημείο που βρισκόμαστε, η μόνη ορθή στρατηγική,
θεωρώ ότι δεν είναι το ξεβράκωμα στους δανειστές, αλλά ούτε και το αντάρτικο εναντίον
τους. Αν ήταν να περιγράψουμε σ’ ένα τρίπτυχο την προσπάθεια που πρέπει εφεξής
να καταβληθεί, εκατέρωθεν, αυτό θα ήταν “δημιουργικές συγκρούσεις, αμοιβαίες
υποχωρήσεις και επωφελείς συμβιβασμοί”. Κάτι που σε στρατιωτικούς όρους θα
μπορούσε να αποδοθεί με τη φράση… μοβ λέοπαρντ.