Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Έλεν Τόμας: Αντίο σε μια «Φρουρό της Δημοκρατίας»


Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
«Καθήκον των δημοσιογράφων είναι να ακολουθούν την αλήθεια, οπουδήποτε και αν τους οδηγεί, ανεξάρτητα από την πολιτική» (Έλεν Τόμας). 

Με το βιβλίο της «Φρουροί της Δημοκρατίας», η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Έλεν Τόμας, ο σκαπανέας της δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας, ο «καθιστός Βούδας», η «πρώτη κυρία του αμερικανικού Τύπου», η πρωτοπόρος που άνοιξε δρόμους και επέβαλε την γυναικεία παρουσία στη δημοσιογραφία, η ακατάβλητη φρουρός της αλήθειας και του δημοσίου συμφέροντος, υπόδειγμα θάρρους και αντικειμενικότητας, μέντορας αναρίθμητων γυναικών δημοσιογράφων, πολυβραβευμένη και αμφιλεγόμενη, μας έδειξε πριν από μερικά χρόνια πώς πρέπει να είναι και τι πρέπει να υπηρετεί η δημοσιογραφία. 


Η Έλεν Τόμας δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Άφησε την τελευταία της πνοή το περασμένο Σάββατο, 20 Ιουλίου 2013, λίγο πριν κλείσει τα 93 (θα τα γιόρταζε στις 4 Αυγούστου, ημέρα γενεθλίων και του Αμερικανού Προέδρου Ομπάμα, με τον οποίο είχε μοιραστεί την πρώτη γενέθλια τούρτα του μετά την ανάδειξή του στο ανώτατο αξίωμα). 

Παιδί μεταναστών από τον Λίβανο, γεννημένη στο Κεντάκι, έδωσε σκληρές μάχες για να επιβληθεί σε ένα κατ’ εξοχήν ανδρικό επάγγελμα και αφιέρωσε τη ζωή της για να κάνει πράξη την αγαπημένη της ρήση: 

«Χωρίς ελευθερία του Τύπου, δεν υπάρχει Δημοκρατία». 

Όταν την κολάκεψε το Φιντέλ 

Κάθε άλλο παρά τυχαία, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Φιντέλ Κάστρο ρωτήθηκε «ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη Δημοκρατία στην Κούβα και στη Δημοκρατία στις ΗΠΑ», εκείνος απάντησε: 

«Εγώ δεν είμαι υποχρεωμένος να απαντώ στις ερωτήσεις της Έλεν Τόμας». 

Και η Έλεν απάντησε: «Αυτό είναι ό,τι πιο κολακευτικό έχω ακούσει στη ζωή μου». 

Για μισό αιώνα καθόταν στην πρώτη σειρά κατά την ενημέρωση των συντακτών που καλύπτουν το λεγόμενο «προεδρικό ρεπορτάζ» ή «Ρεπορτάζ Λευκού Οίκου», απηύθυνε ενοχλητικές και σκληρές ερωτήσεις σε ένδεκα Αμερικανούς Προέδρους, από τον Αϊζενχάουερ  και τον Κένεντι ως τον Μπους και τον Ομπάμα, η πρώτη ερώτηση ανήκε πάντα σ’ αυτήν, ενώ αυτή έκλεινε και την ενημέρωση με την περίφημη φράση της «Thank you, Mr. President». 

Η Έλεν έγινε η πρώτη γυναίκα μέλος της Ένωσης Ανταποκριτών Λευκού Οίκου, η πρώτη γυναίκα μέλος (και αργότερα πρόεδρος) της παλαιότερης και σημαντικότερης δημοσιογραφικής ένωσης, της Ουάσιγκτον, του «The Gridiron Club and Foundation» και η πρώτη γυναίκα μέλος του Δ.Σ. του National Press Club  των ΗΠΑ, αλλά και πρόεδρος του National Press Club Γυναικών, τη διετία 1959-1960, όταν οι γυναίκες ήσαν αποκλεισμένες από το National Press Club . 

Στη διάρκεια εκείνης της ηρωικής διετίας, η Έλεν και μερικές ακόμη δυναμικές συνάδελφοί της, κατέλαβαν το οχυρό και υποχρέωσαν τους άνδρες να τις αποδεχθούν ως μέλη του κλειστού τους Κλαμπ, υποχρεώνοντάς τους παράλληλα να αποδεχθούν τη γυναικεία δημοσιογραφική παρουσία στην ομιλία του τότε ηγέτη της ΕΣΣΔ Νικήτα Χρουστσόφ. 

Μια ζωή παραιτήσεις και απολύσεις 

Εργάστηκε επί 57 χρόνια στο πρακτορείο UPI – από αυτά τα 25 ως διευθύντρια του γραφείου Λευκού Οίκου - από όπου παραιτήθηκε όταν αυτό εξαγοράστηκε από την αίρεση του Μουν – «αυτό πήγαινε πολύ», θα έλεγε αργότερα. Και πρόσθεσε: 

«Επί μισό αιώνα αυτολογοκρινόμουν. Τώρα μπορώ να ξυπνώ το πρωί και να αναρωτιέμαι: Ποιον μισώ σήμερα;». 

Γρήγορα θα αποδεικνυόταν πως έκανε λάθος… 

Από το 2000 ως το 2010 ήταν αρθρογράφος στον Όμιλο Χηρστ, από όπου αποπέμφθηκε, όταν, στη διάρκεια μιας αμερικανο-εβραϊκής γιορτής τον Μάιο του 2010, εμφανίστηκε (σε βίντεο που προβλήθηκε μετά) να ασκεί σκληρή κριτική στο Ισραήλ, λέγοντας πως «οι Ισραηλινοί πρέπει να πάρουν την κόλαση έξω από την Παλαιστίνη» και πως πολλοί από τους εβραίους που μετανάστευσαν στο Ισραήλ από διάφορες χώρες, πρέπει να επιστρέψουν στις χώρες προέλευσής τους (καθώς δεν διώκονταν πια) αφήνοντας χώρο στους Παλαιστινίους. 

Οι δηλώσεις της είχαν προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων, μια επίπληξη από τον Λευκό Οίκο, (με την ίδια να εκδίδει ανακοίνωση εκφράζοντας τη λύπη της για όσα είπε) και την Ένωση Επαγγελματιών Δημοσιογράφων να καταργεί το «Βραβείο Έλεν Τόμας». 

Αργότερα, η ίδια είπε πως ζήτησε συγγνώμη επειδή πολλοί αναστατώθηκαν, αλλά δεν αλλάζει τη γνώμη της. 

Συγγραφέας έξι βιβλίων, είχε μόλις δώσει στη δημοσιότητα το τελευταίο της, υπό τον τίτλο «Ακούστε, κύριε Πρόεδρε: Όλα όσα θα θέλατε ο Πρόεδρός σας να γνωρίζει και να κάνει». 

Χριστιανή Ορθόδοξη, πολέμησε με πάθος τον ρατσισμό, αγωνίστηκε για την ενσωμάτωση των μεταναστών και επέμεινε μέχρι τέλους πως τα σχόλιά της ουδέποτε είχαν ρατσιστική χροιά, αλλά υπήρξαν πάντοτε καθαρά πολιτικά. 

Πρώτη γυναίκα δημοσιογράφος που έλαβε μέρος στην ιστορική αποστολή του Προέδρου Νίξον στην Κίνα, το 1972, ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο συνοδεύοντας όλους τους Προέδρους. 

Η κριτική της υπήρξε σκληρή προς όλους τους προέδρους – είτε ρεπουμπλικανούς, είτε δημοκρατικούς. 

Αλλά σ’ εκείνον που πραγματικά έκανε τη ζωή δύσκολη ήταν ο Τζορτζ Μπους γιος. 

Οι επιθέσεις του κατά του τότε εκπροσώπου του Λευκού Οίκο Άρι Φλάισερ, έμειναν στην Ιστορία. 

Τον Ιανουάριο του 2003, μετά από μια ομιλία της στην Ένωση Επαγγελματιών Δημοσιογράφων, δήλωσε: «Καλύπτω τον χειρότερο Πρόεδρο στην αμερικανική Ιστορία»! 

Το σχόλιό της έγινε γνωστό και για πρώτη φορά θεωρήθηκε ανεπιθύμητο πρόσωπο στις ενημερώσεις του Λευκού Οίκου. 

Επέστρεψε, αλλά η αποχώρησή της από το UPI της κόστισε πρόσκαιρα την πρώτη θέση που κατείχε επί δεκαετίες. 

ρέθηκε στις τελευταίες σειρές, η ενημέρωση έπαψε να κλείνει με το καθιερωμένο «Thank you, Mr. President» και όταν κάποιος τη ρώτησε γιατί κάθεται στις τελευταίες σειρές, απάντησε: «Δεν τους αρέσω… Κάνω περίεργες ερωτήσεις»… 

Τρία χρόνια κράτησε ο ιδιότυπος αποκλεισμός της. 

«Θα το μετανιώσετε, κύριε Πρόεδρε!» 

Στις 21 Μαρτίου 2006, της τηλεφώνησε ο ίδιος ο Πρόεδρος Μπους. Εκείνη άδραξε την ευκαιρία για να του ζητήσει να μάθει τους πραγματικούς λόγους του Πολέμου στο Ιράκ – κάτι με το οποίο είχε διαφωνήσει από την αρχή. 

Ο Μπους της είπε τα γνωστά περί της άρνησης του Σαντάμ να αποδεχθεί τους επιθεωρητές του ΟΗΕ και την κάλεσε να ξαναπάρει τη θέση της στην πρώτη σειρά. 

«Θα το μετανιώσετε, κύριε Πρόεδρε», του απάντησε η Έλεν. 

Και αυτό έγινε. Τον Ιούλιο του 2006, καθισμένη στην πρώτη σειρά, κατήγγειλε  την αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή. 

Ο τότε εκπρόσωπος Τόνι Σνόου, της απάντησε: «Ευχαριστούμε που μας εκθέσατε τις απόψεις της Χεζμπολάχ»! 

Επανήλθε τον Νοέμβριο του 2007, για να κάνει δύσκολη τη ζωή της συναδέλφου της Ντάνα Περίνο, εκπροσώπου πλέον του Λευκού Οίκου: 

«Για ποιον λόγο οι Αμερικανοί πρέπει να εξαρτώνται από τις αποφάσεις του στρατηγού Πετρέους; Πόσους ανθρώπους θα σκοτώσουμε ακόμη;». 

Η Ντάνα ενοχλήθηκε: «Έλεν», της είπε, «το θεωρώ ατυχές να χρησιμοποιείς τη θέση σου στην πρώτη σειρά, μια εντελώς προνομιακή θέση, για να κάνεις τέτοιες ερωτήσεις.  Το να υποστηρίζεις ότι οι ΗΠΑ δολοφονούν αθώους είναι ενοχλητικό και προσβλητικό». 

Φυσικά, η Έλεν δεν χαρίστηκε ούτε στον Μπαράκ Ομπάμα. 

Στις 9 Φεβρουαρίου 2009, ο Ομπάμα έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην αίθουσα ενημέρωσης. 

«Έλεν», της είπε. «Νιώθω τρακ μπροστά σου». 

Εκείνη πάλι, όχι. Και του πέταξε κατάμουτρα την πρώτη ερώτηση: 

«Γνωρίζετε, κύριε Πρόεδρε, αν κάποια χώρα της Μέσης Ανατολής έχει στην κατοχή της πυρηνικά όπλα;». 

Λίγους μήνες αργότερα, δεν θα δίσταζε να δηλώσει: 

«Πάντοτε προσπαθούσαν να μας ελέγξουν, αλλά ποτέ τόσο πολύ. Ούτε ο Νίξον δεν προσπάθησε να ελέγξει τον Τύπο όσο ο Ομπάμα. Μ’ αρέσει που όλη μέρα μιλάτε για διαφάνεια»! 

Αλλά στις 4 Αυγούστου του 2009, Έλεν Τόμας και Μπαράκ Ομπάμα γιόρτασαν μαζί τα γενέθλιά τους. 

Τον Δεκέμβριο του 2010 μίλησε για το επεισόδιο που της στοίχισε τη θέση της στον Όμιλο Χηρστ: 

«Πλήρωσα το τίμημα. Αλλά αξίζει να πληρώνεις οποιοδήποτε τίμημα για χάρη της αλήθειας». 

Ακολούθησε νέα θύελλα διαμαρτυριών, ακυρώσεις ομιλιών και καταργήσεις βραβείων και υποτροφιών στο όνομά της. 

Ανάμεσά τους και το πανεπιστήμιο όπου η Έλεν είχε φοιτήσει, το «Γουέιν» του Ντιτρόιτ. 

Η Έλεν απάντησε: «Το δημόσιο αυτό πανεπιστήμιο ποδοπάτησε την Πρώτη Τροπολογία και εξευτέλισε την ελευθερία του λόγου και του Τύπου». 

Με συμμάχους τον Κένεντι και τον Χρουστσόφ 

Αλλά η μεγαλύτερη προσφορά της Έλεν Τόμας δεν ήταν αυτή προς τον αγώνα των Παλαιστινίων. 

Ήταν η προσφορά της στις γυναίκες δημοσιογράφους. 

Τότε, το 1956, που επετράπη στις γυναίκες δημοσιογράφους να μπαίνουν στο κτίριο του National Club, αλλά μόνο για να κάθονται στο μπαλκόνι, χωρίς να κάνουν ερωτήσεις και χωρίς να τρώνε. 

Η Έλεν είχε τότε αποκαλέσει το μπαλκόνι «πούρνταχ» (κουρτίνα πίσω από την οποία κρύβουν τις γυναίκες οι μουσουλμάνοι). 

Λένε πως αυτή ήταν η «αυτουργός» όταν, το 1959, κατά την επίσκεψη του Νικήτα Χρουστσόφ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Σοβιετικός ηγέτης αρνήθηκε να εκφωνήσει την ομιλία του στο Press Club, αν δεν επιτρεπόταν η είσοδος και στις γυναίκες δημοσιογράφους. 

Τότε, υπήρξε μία και μοναδική εξαίρεση. Τριάντα γυναίκες δημοσιογράφοι κάθισαν μαζί με τους άνδρες, τους σερβιρίστηκε γεύμα και κάλυψαν την ομιλία κατά την οποία ο Χρουστσόφ είπε την περίφημη φράση του «θα σας θάψουμε!». 

Το Κλαμπ θα άνοιγε τελικά τις πόρτες του στις γυναίκες το 1971 – και αυτή υπήρξε η μεγαλύτερη νίκη της Έλεν. 

Ένα άλλο άβατο που δέχθηκε την επίθεσή της, ήταν το επίσημο δείπνο της Ένωσης Ανταποκριτών Λευκού Οίκου, όπου δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή των γυναικών μέχρι το 1962. 

Εκείνη τη χρονιά, η Έλεν αποφάσισε να ζητήσει την βοήθεια του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι. 

Και εκείνος απείλησε να μην εκφωνήσει την ομιλία του αν δεν επιτρεπόταν η είσοδος στις γυναίκες δημοσιογράφους. 

Η προσωπική της ζωή, όμως, υπήρξε η έμπρακτη απόδειξη ότι καριέρα και οικογένεια δύσκολα συμβιβάζονται για μια γυναίκα. 

Η Έλεν επέλεξε την καριέρα και δεν απέκτησε ποτέ οικογένεια. 

Στα 51 της χρόνια παντρεύτηκε τον συνάδελφό της δημοσιογράφο Ντάγκλας Κόρνελ, ο οποίος τέσσερα χρόνια αργότερα προσβλήθηκε από Αλτσχάιμερ. 

Φρόντισε τον άνδρα της με αφοσίωση νοσοκόμας μέχρι τον θάνατό του, το 1982. 

Η ζωή και το έργο της θα μείνουν φωτεινοί φάροι για τη γυναικεία απελευθέρωση και την δημοσιογραφία. 

Στο βιβλίο της «Φρουροί της Δημοσιογραφίας», που κυκλοφόρησε όταν ήταν πια 85 χρόνων, υπάρχει ένα έντονα κριτικό κεφάλαιο για τους συναδέλφους της: 

«Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι καθημερινά για ποιο λόγο, τον καιρό του Πολέμου στο Ιράκ, τα μέσα ενημέρωσης είχαν γίνει τόσο αυτάρεσκα, συνένοχα, ευκολόπιστα, καθώς οι ΗΠΑ βάδιζαν προς τον πόλεμο. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου οι δημοσιογράφοι φοβούνταν μήπως φανούν «αντιπατριώτες» ή «αντιαμερικανοί». Όταν είχε σημασία, ο Τύπος απέτυχε στο λειτούργημά του, δεν εμπόδισε την εισβολή. Επί δυο χρόνια ακούγαμε «ο Σαντάμ Χουσεΐν και η 11η Σεπτεμβρίου. Αντί οι δημοσιογράφοι να επισημάνουν πως οι αεροπειρατές δεν ήταν Ιρακινοί, αλλά Σαουδάραβες, υποτάσσονταν και επαναλάμβαναν τον συσχετισμό, ενώ ήξεραν ότι πηγαίναμε για πόλεμο και όφειλαν να τον αμφισβητήσουν. Οι δημοσιογράφοι έχουν το καθήκον να ακολουθούν την αλήθεια οπουδήποτε και αν τους οδηγεί, ανεξάρτητα από την πολιτική».