Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

ΣΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Πηγή europeanbusiness.gr

Πραγματικό πονοκέφαλο αποτελούν για το Eurogroup και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι πολιτικές αναταράξεις σε Ελλάδα και Πορτογαλία, αν και δεν έχουν το ίδιο υπόβαθρο.
Στην Πορτογαλία, η πολιτική κρίση ξεκίνησε με την παραίτηση του υπουργού Οικονομικών Βίτορ Γκασπάρ –και τα πραγματικά της αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν στο γεγονός ότι στις 15 Ιουλίου η τρόϊκα ξεκινάει αξιολόγηση του προγράμματος, η δε κυβέρνηση οφείλει να βρει 4,9 δισεκατ. ευρώ σε μία περίοδο κατά την οποία οι πολίτες βρίσκονται σε τέτοια απελπισία που έχουν κάνει τέσσερις γενικές απεργίες τους τελευταίους μήνες, κάτι πρωτόγνωρο για την Πορτογαλία.
Οι δε υπουργοί δεν τολμούν να κυκλοφορήσουν έξω χωρίς την προστασία ισχυρότατης αστυνομικής δύναμης, επίσης κάτι πρωτόγνωρο για την χώρα αυτή. Στην επιστολή παραίτησης προς τον πρωθυπουργό, ο 53χρονος Βίτορ Γκασπάρ ομολογεί ότι η πολιτική λιτότητας που εφάρμοσε δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, εκτοξεύοντας την ανεργία σε ιστορικά υψηλά, θεωρώντας ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτεί μέτρα όχι μόνον σε εθνικό επίπεδο (μεταρρυθμίσεις), αλλά και σε ευρωπαϊκό. Εκεί, όμως, τα πράγματα περιπλέκονται και ο Πορτογάλος υπουργός προτίμησε να διαχωρίσει την θέση του από τον πρόεδρο της Επιτροπής κ. Μπαρόζο, που κατά κάποιον τρόπο είναι και ευεργέτης του.

Ο παραιτηθείς υπουργός ξεκίνησε την ενεργό εμπλοκή του με την πολιτική από την Κομισιόν, όταν την περίοδο 2005-2006 ο κ.Μπαρόζο τον τοποθέτησε στην Ομάδα Ανάλυσης Οικονομικής Πολιτικής (GEPA), η οποία αποτελείται από ακαδημαϊκούς και τεχνοκράτες εξωτερικούς συνεργάτες που συμβουλεύουν την Κομισιόν. Το 2007 και μέχρι το 2010, ο πρόεδρος της Κομισιόν τον τοποθέτησε επικεφαλής στο Σώμα Συμβούλων Ευρωπαϊκής Πολιτικής (ΒΕΡΑ), μία πολυμελή ομάδα που ασχολείται και ετοιμάζει για τον πρόεδρο τα πάντα –από τις ομιλίες μέχρι την στρατηγική της Κομισιόν, ακόμη και θέματα επικοινωνίας. Τον Ιούνιο 2011, μετά από προτροπή του κ.Μπαρόζο και του Βερολίνου, ο κ.Κοέλιο, ο οποίος είχε κερδίσει τις εκλογές, τον έχρισε υπουργό Οικονομικών. Ως φαίνεται, όμως, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή και ο κ. Β. Γκασπάρ θέλει να προστατεύσει το πολιτικό του μέλλον –κάτι που οι Ευρωπαίοι δεν αποκλείουν να συμβεί στην Ελλάδα και με τον κ.Γ.Στουρνάρα, σενάριο διόλου απίθανο αν η δικομματική κυβέρνηση συνεχίσει περί άλλα να τυρβάζει. Το θέμα έχει τεράστιο ενδιαφέρον και αξίζει τον κόπο να το παρακολουθεί κανείς από κοντά.

*Θεμιτό αλλά χοντρό παιχνίδι υπέρ των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών παίζει στο Βερολίνο ο κ.Πήτερ Μπόφινγκερ, ένα από τα πέντε μέλη του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων της Γερμανίδας καγκελαρίου Α.Μέρκελ. Ο Γερμανός οικονομολόγος, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Μπερλίνερ Τσάϊτουνγκ, εκφράστηκε εναντίον του κουρέματος των χρεών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα πλήξει τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) από τον οποίο δανείζονται οι χώρες του Νότου. Επειδή, όμως, ο ESM δεν έχει δικά του κεφάλαια, τα δανείζεται από τις διεθνείς αγορές με εγγυήσεις των χωρών μελών της ευρωζώνης. Για παράδειγμα, τα χρήματα της προηγούμενης δόσης «μας» προήλθαν από δανεισμό του ESM εκ μέρους ακόμα και της πτωχευμένης Ισπανίας! Συνεπώς, κούρεμα αυτών των χρεών θα σημάνει ταυτόχρονα δύο πράγματα: αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του ίδιου του ESM και αύξηση των επιτοκίων δανεισμού της Ισπανίας –η οποία ήδη αδυνατεί να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της. Δηλαδή, καταστροφή.

Να γιατί ο κ.Μπόφινγκερ λέει ότι, από την στιγμή που η Ευρώπη μετέφερε όλες τις ζημίες και τα χρέη από τους ιδιώτες πιστωτές στους ώμους των Ευρωπαίων φορολογουμένων, κάποιοι εκ των οποίων είναι ιδιαίτερα καχεκτικοί (π.χ. των Ισπανών), το κούρεμα θα χειροτερεύσει την κατάσταση και γι αυτό απαιτείται να ισοκατανεμηθεί το χρέος έτσι ώστε να πέσει πιο πολύ πάνω στους ώμους με την μεγαλύτερη δυνατότητα να το σηκώσουν. Με άλλα λόγια, ο κ.Μπόφινγκερ προτείνει το ευρωομόλογο. Ένα ομόλογο που θα εκδίδουν και θα εγγυώνται όλες οι χώρες της ευρωζώνης μαζί. Στο επίπεδο αυτό, λοιπόν, μετά τις ευρωεκλογές θα ξεκινήσουν πολύ μεγάλες διαπραγματεύσεις, η έκβαση των οποίων συνδέεται άμεσα και με τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2013.