Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Αναγκαίο το κλείσιμο αυτής της ΕΡΤ, αντικοινοβουλευτική η μεθόδευση και επικίνδυνα τα κίνητρα

Δήλωση του προέδρου της ΔΡΑΣΗΣ Θ. Σκυλακάκη για την ΕΡΤ

Εδώ και δύο χρόνια είχα ζητήσει (στη συζήτηση του μεσοπρόθεσμου), να μειωθούν τα έξοδα της ΕΡΤ κατά 180 εκ. ευρώ ετησίως. Η τοποθέτηση αυτή ισχύει απολύτως και σήμερα. Είχα ζητήσει τη μείωση και όχι τον μηδενισμό των δαπανών αυτών, επειδή πιστεύω ότι η τηλεόραση από πλευράς περιεχομένου είναι και κοινωνικό αγαθό, καθώς και ότι η ιδιωτική τηλεόραση χωρίς κάποιου είδους δημόσια παρέμβαση σε θέματα ευρύτερης παιδείας και πολιτισμού (αλλά και για άλλα όπως η παροχή υπηρεσιών στους ομογενείς), δεν είναι ικανή να μεγιστοποιήσει το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον. 

Η ΕΡΤ δυστυχώς δεν εκπλήρωνε επί χρόνια τον σκοπό αυτό και λειτουργούσε με εξωφρενικό κόστος. Συνεπώς, έχει λογική (έστω και σκληρή), η επανεκκίνηση της από μηδενική βάση. Το γεγονός ότι δεν έγινε τίποτε για την εξυγίανσή της (με ευθύνη και της ΝΔ όταν παρουσιάστηκε το σχέδιο Μόσιαλου), το πληρώνουν τώρα οι σχεδόν 3000 εργαζόμενοι εκεί, όπως πλήρωσαν νωρίτερα πάνω από 800 χιλιάδες άνεργοι με προέλευση από τον ιδιωτικό τομέα (εκ των οποίων 4000-5000 χιλιάδες από τα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα), τις άλλες αβελτηρίες εκείνων που κυβέρνησαν τη χώρα.

Κανείς δεν πρέπει να χαίρεται για αυτό. Ιδίως όταν συμβαίνει επί δικαίων και αδίκων, μια που ούτε έγινε ούτε γίνεται πραγματική αξιολόγηση των εργαζομένων στην ΕΡΤ ή και οπουδήποτε αλλού στο δημόσιο. 

Είναι αντικοινοβουλευτική πρακτική να εδράζονται οι αποφάσεις της κυβέρνησης σε μια πράξη νομοθετικού περιεχομένου και όχι σε κανονικό νόμο, μόλις ένα χρόνο αφού η κυβέρνηση ανέλαβε καθήκοντα. Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ρητά προβλέπεται στο Σύνταγμα ότι εκδίδονται «σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης». Ποια ήταν η εξαιρετικά επείγουσα και έκτακτη ανάγκη; Η αποτυχία της αποκρατικοποίησης της ΔΕΠΑ; Για αυτό και η Δράση πρότεινε άμεση έγκριση της σχετικής πράξης από τη Βουλή, χωρίς την έγκριση της οποίας το όλο εγχείρημα κινδυνεύει να αποτύχει. 


Είναι επίσης απαράδεκτο ότι η κυβέρνηση δεν παρουσίασε πρώτα ένα σοβαρό σχέδιο για τη λειτουργία του νέου φορέα, ενώ η θητεία της ως τώρα δεν διασφαλίζει κατά κανένα τρόπο τη μη κομματική λειτουργία του νέου φορέα. Με δεδομένο ότι με ευθύνη του κ. Κεδίκογλου και των κυρίων Σαμαρά, Βενιζέλου και Κουβέλη τον τελευταίο χρόνο συνεχίστηκαν οι ίδιες ακριβώς πρακτικές του παρελθόντος (4-2-1 στους διορισμούς συμβούλων, νέοι διορισμοί δημοσιογράφων και κολλητών κ.λπ., τις οποίες ο κ. Κεδίκογλου όψιμα καταγγέλλει, αφού ενδιαμέσως τις είχε ευλογήσει), αλλά και η διατήρηση του κομματικού κράτους σε όλο το υπόλοιπο δημόσιο, θα ήταν αφελές να δεχθεί κανείς ότι ο νέος φορέας θα απαλλαγεί από τις συνήθειες του παλιού χωρίς να υπάρχουν σιδηρές προς τούτο διασφαλίσεις. Επίσης προδιαθέτει αρνητικά το γεγονός ότι παρά το δραστικό μέτρο της απόλυσης όλων, η κυβέρνηση μιλά για εξοικονόμηση μόλις 100 εκ. ευρώ, ενώ αυτές μπορεί να είναι περίπου διπλάσιες. Τέλος, ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι δεν έχει ακόμα στεγνώσει το μελάνι των αποφάσεων διαφόρων δώρων που η κυβέρνηση δίνει εις βάρος του φορολογουμένου σε φιλικά της ιδιωτικά ΜΜΕ.


Σε ό,τι αφορά το ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον και με δεδομένο ότι οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν είναι πολύ μεγαλύτερες από την χθεσινή, η απόφαση αυτή της κυβέρνησης με τον τρόπο που ελήφθη (χωρίς την συναίνεση των δύο εκ των τριών κυβερνητικών κομμάτων και χωρίς κανέναν κοινωνικό διάλογο), φέρνει πιο κοντά το ενδεχόμενο εκλογών και σε κάθε περίπτωση αυξάνει την οικονομική και πολιτική ένταση και αβεβαιότητα. Η κυβέρνηση αναλαμβάνει το ρίσκο αυτό προφανώς επειδή το υπάρχον κυβερνητικό πρόγραμμα για την οικονομία είναι ατελέσφορο, αλλά και για να καλύψει τους απαράδεκτους χειρισμούς της σε θέματα αποκρατικοποιήσεων (ΔΕΠΑ και ΟΠΑΠ). Το ρίσκο δεν αφορά όμως μόνο την ίδια την κυβέρνηση αλλά ολόκληρη την οικονομία και κοινωνία. 


Η Δράση αδιαφορεί για κάθε είδους κομματική υστεροβουλία. Γι αυτό, όπως και γενικότερα, έτσι και στο συγκεκριμένο θέμα θα στηρίζει αποφασιστικά τις ορθές πτυχές των όποιων πολιτικών αποφάσεων, αλλά και θα ασκεί εξ ίσου αποφασιστικά κριτική στα λάθη ή στις σκόπιμα βλαπτικές του δημοσίου συμφέροντος πράξεις, ώστε και το συγκεκριμένο εγχείρημα να μην καταλήξει σε αποτυχία και να αποφευχθούν κατά το δυνατόν οι παράπλευρες αρνητικές επιπτώσεις στη γενικότερη πορεία της χώρας.