Ετοιμο να προβεί σε μία νέα, και τούτη τη φορά επίσημη παραδοχή ότι κατά τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης υπέπεσε σε λάθος υπολογισμούς, φέρεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Την είδηση μεταδίδει το πρακτορείο Dow Jones Newswires, επικαλούμενο έγγραφο που κυκλοφόρησε στο Ταμείο ως «αυστηρώς εμπιστευτικό» και το οποίο περιήλθε σε γνώση της αμερικανικής εφημερίδας Wall Street Journal.
Οι συντάκτες του κειμένου παραδέχονται ότι υποεκτίμησαν εντονότατα τη ζημιά που θα προκαλούσαν στην Ελλάδα οι συνταγές του Ταμείου για λιτότητα, αλλά επισημαίνουν ότι η απάντηση στην κρίση έδωσε στην ευρωζώνη τον απαραίτητο χρόνο να αποτρέψει τις επιτώσεις της στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παραδέχεται ότι παρέκαμψε τους δικούς του κανόνες του προκειμένου να καταστήσει το ογκούμενο ελληνικό χρέος να φαίνεται βιώσιμο και ότι η χώρα μας, τελικά, δεν εκπλήρωνε τρία από τα τέσσερα κριτήρια, βάσει των οποίων το ΔΝΤ, γενικά, παρέχει βοήθεια.
Το έγγραφο περιγράφει τις αβεβαιότητες γύρω από την ελληνική διάσωση ως τόσο «καίριες που τα τεχνικά του κλιμάκια δεν ήταν δυνατόν να εγγυηθούν ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος θα ήταν βιώσιμο με κάποια σημαντική πιθανότητα».
Το ΔΝΤ ομολογεί ότι υπήρξε πάρα πολύ αισιόδοξο για τις εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης για επιστροφή στις αγορές, αλλά και για τη δυνατότητά της να εφαρμόσει τους όρους για το πρόγραμμα διάσωσης.
Μία εκδοχή του κειμένου είναι πιθανόν να δημοσιοποιηθεί την Πέμπτη. Αποτελεί δε μία από τις πιο σημαντικές αναλύσεις των τελευταίων μηνών εκ μέρους του ΔΝΤ για την ανάμειξη του Οργανισμού στην κρίση της ευρωζώνης, σχολιάζει το πρακτορείο Dow Jones.
Το απόρρητο έγγραφο υπογραμμίζει επίσης ότι το μεγαλύτερο κέρδος τους προγράμματος διάσωσης του 2010 δεν το αποκόμισε η Ελλάδα αλλά η ευρωζώνη. Η διάσωση ήταν μια επιχείρηση, αναφέρεται στο κείμενο, που έδωσε στην ευρωζώνη τον χρόνο να οικοδομήσει ένα τείχος προστασίας γύρω από άλλα, αδύναμα μέλη της και απέτρεψε κάποιες, δυνητικώς σοβαρότατες, επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Το Ταμείο ασκεί κριτική στην καθυστέρηση που επεδείχθη ως προς την αναδιάρθρωση του τεράστιου χρέους της Ελλάδας, η οποία έγινε τελικά τον Μάιο του 2012, δύο ολόκληρα χρόνια μετά την αρχική συμφωνία διάσωσης της Ελλάδας.
Αναφέρει επίσης ότι η απομείωση του ελληνικού χρέους πριν από το Μάιο του 2012 «ήταν πολιτικώς δύσκολη» εξαιτίας της αντίστασης που προέβαλαν κάποιες χώρες-μέλη της ευρωζώνης, οι τράπεζες των οποίων διακρατούσαν υπερβολικά μεγάλο όγκο ελληνικού δημοσίου χρέους.
Οι χώρες αυτές ανησυχούσαν επίσης ότι πιθανή απομείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους θα οδηγούσε τη χώρα σε χαλάρωσητων μεταρρυθμιστικών της προσπαθειών και έβλεπαν το μέγεθος του χρέους ως μοχλό πίεσης προς τις ελληνικές κυβερνήσεις να διατηρούνται σε εγρήγορση.
Μία άμεση αναδιάρθρωση θα ήταν επίσης πολύ φθηνότερη για τους Ευρωπαίους φορολογούμενους -καθώς η καθυστέρηση σήμαινε ότι οι πιστωτές του ιδιωτικού τομέα θα αποπληρώνονταν πλήρως για τα δύο χρόνια πριν το 2012, την ώρα που το ελληνικό χρέος περνούσε στα χέρια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και του ΔΝΤ.
Το ΔΝΤ, παραδέχεται επίσης ότι η δική του πρόγνωση για τη μελλοντική εξέλιξη του χρέους ήταν λανθασμένη «σε σημαντικό βαθμό» καθώς η ανάλυσή του επί της βιωσιμότητας του χρέους, «περιελάμβανε stress tests, τα οποία όπως απεδείχθη, έδωσαν πολύ ήπια αποτελέσματα σε σχέση με τα πραγματικά αποτελέσματα» της κρίσης.
Το έγγραφο είναι ιδιαίτερα επικριτικό για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Αναφέρει ότι ο εκτελεστικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Ενωσης «είχε την τάση να διοαμορφώνει πολιτικές με βάση τη συναίνεση, έτυχε περιορισμένης επιτυχίας στην εφαρμογή των όρων του προγράμματος και δεν είχε καμία εμπειρία στη διαχείριση κρίσης».
Προσθέτει ότι η Κομισιόν έδωσε περισσότερη έμφαση στη συμμόρφωση με τους τυπικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης παρά στις επιπτώσεις που θα είχε το πρόγραμμα στην ανάπτυξη «και δεν ήταν ικανή να συνεισφέρει πολλά στον εντοπισμό διαρθρωτικών αλλαγών για την ενδυνάμωση της ανάπτυξης».
«Κανένα από τα τρία μέρη της τρόκας δεν φαινόταν να αντιμετωπίζει ως ιδανική τη συμφωνία», συνεχίζει το έγγραφο σε ένα σημείο που περιγράφει την ασυνήθη τριμερή συμφωνία, σημειώνοντας ότι «υπήρχαν σημαντικές διαφορές απόψεων μέσα στην τρόικα, κυρίως όσον αφορά τις προβλέψεις της ανάπτυξης».
Χαλάρωση της έντασης της λιτότητας θα είχε βοηθήσει την ελληνική οικονομία αλλά δεν ήταν πολιτικώς πιθανή, λέει ακόμη το Ταμείο:
«Παρότι μία έγκαιρη αναπροσαρμογή των στόχων θα είχε μετριάσει την ύφεση, σε μια τέτοια περίπτωση το πρόγραμμα θα απαιτούσε πρόσθεστη χρηματοδότηση», τονίζοντας ότι ούτε το ίδιο το Ταμείο ούτε οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης ήταν προετοιμασμένες να δανείσουν περισσότερα από 110 δισεκατομμύρια για την διάσωση της Ελλάδας εκείνη τη στιγμή.
Το έγγραφο ασκεί, τέλος, κριτική στις ελληνικές κυβερνήσεις για την αποτυχία τους να εφαρμόσουν τις διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τον ιδιωτικό τομέα και λέει ότι η οδύνη της προσαρμογής «καταναμήθηκε άνισα μέσα στην κοινωνία».
Παραδέχεται ωστόσο ότι υπάρχουν λίγα ιστορικά προηγούμενα επίτευξης των στόχων διάσωσης, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους των περικοπών δαπανών και των αυξήσεων στους φόρους που προώθησε η Ελλάδα.
Οι συντάκτες του εγγράφου δεν εξηγούν λεπτομερώς γιατί το Ταμείο προέβη στις συγκεκριμένες επιλογές ούτε τον λόγο για τον οποίο συμφώνησε με τις αναλύσεις της τρόικας, τις οποίες τώρα χαρακτηρίζει λανθασμένες. Αρκείται στην επισήμανση ότι το υπέδειξε μετ' εμφάσεως τους κινδύνους εφαρμογής του ελληνικού προγράμματος.
Ethnos.gr