ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ-ΜΑΡΤΙΟΥ
Παρά τα θετικά στοιχεία για την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού το πρώτο τρίμηνο του έτους, τόσο σε σχέση με τον στόχο που είχε τεθεί όσο και σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2012, η επιστημονική επιτροπή που έχει συσταθεί στη Βουλή για την παρακολούθηση του προϋπολογισμού διαπιστώνει ότι οι προκλήσεις για τους επόμενους μήνες είναι μεγάλοι και προειδοποιεί για τον κίνδυνο νέων μειώσεων στις συντάξεις.
Οπως αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, στην τριμηνιαία έκθεσή του για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2013, η εκτέλεση του προϋπολογισμού ήταν καλύτερη του αναμενόμενου παρά τη μεγάλη υστέρηση που σημειώθηκε στα καθαρά έσοδα και ιδιαίτερα στα έσοδα από έμμεσους φόρους που δημιουργούν πηγές αβεβαιότητας.
Ωστόσο, οι επιστήμονες της επιτροπής σημειώνουν χαρακτηριστικά στην έκθεση ότι η ύφεση και η ανεργία, σε συνδυασμό με την ανασφάλιστη εργασία και την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τα ταμεία αυξάνουν τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε νέες περικοπές συντάξεων και ανατροφοδότηση της ύφεσης.
«Η κατάσταση του ασφαλιστικού συστήματος είναι όντως ασταθής και οι τάσεις μπορούν να αναστραφούν μόνον αν αποδώσουν γρήγορα άλλα μέτρα και πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας (ΕΣΠΑ, μεγάλα έργα κλπ)» προστίθεται.
«Η περιοριστική δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική εντείνει αναμφίβολα την ύφεση και per se, δηλαδή χωρίς την αντεπίδραση άλλων παραγόντων που θα την εξουδετερώσουν, τείνει να τροφοδοτεί ένα σπιράλ προς τα κάτω» σημειώνεται στην έκθεση.
Εκτίμηση των επιστημόνων της επιτροπής είναι ότι «δεν υπάρχουν (οικονομικά και κοινωνικά) περιθώρια για περαιτέρω μέτρα λιτότητας. Το επιθυμητό θα ήταν βέβαια να εξετασθούν δυνατότητες για μικρότερες περικοπές δαπανών και μείωση φορολογικών συντελεστών το 2013.»
«Υποστηρίζεται ευρέως ότι ειδικά ο συντελεστής ΦΠΑ 23% στις επιχειρήσεις εστίασης αποτελεί πλήγμα για την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού, με δεδομένους τους κατά πολύ χαμηλότερους συντελεστές ανταγωνιστικών χωρών. Εν τούτοις, λόγω συνθηκών, δεν είναι βέβαιο ότι η μείωση του συντελεστή θα οδηγούσε σε χαμηλότερες τιμές στην εστίαση. Αντίθετα, η αποτελεσματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θα μπορούσε να διευκολύνει μια ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή που λαβαίνει υπόψη την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την κατάσταση της εσωτερικής ζήτησης.»
Σε ότι αφορά δε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, η έκθεση αναφέρει ότι «η έμφαση που δόθηκε στη μείωση του κόστους εργασίας και στις θεσμικές μεταβλητές ήταν υπερβολική και, πιθανόν, αντιπαραγωγική.»
«Ουσιαστικά, υπερτονίσθηκε ένας παράγοντας, δεν ελήφθησαν υπόψη η ύφεση (πράγμα που εξηγεί γιατί βραχυχρόνια δεν μειώθηκε η ανεργία ενώ οι μισθοί υποχωρούσαν), ούτε η ανατροφοδότηση της ύφεσης από τη μείωση των μισθών, ούτε ο θετικός ρόλος πολλών θεσμών εργασίας σε ένα κόσμο ατελειών (που χαρακτηρίζεται π.χ. από ολιγοπωλιακέςή/και μονοπωλιακές καταστάσεις).»