·
· Απάντηση
Κομισιόν σε Ν. Χουντή
Η
διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ, που προβλέπεται ρητά στο άρθρο
102 του Συντάγματος, υποτάσσεται στις κατευθυντήριες γραμμές (!!) της Συνθήκης
της ΕΕ για υγιή δημόσια οικονομικά. Αυτό προκύπτει από απάντηση του
Επιτρόπου Όλι Ρεν σε ερώτηση του
ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Χουντή.
Πιο συγκεκριμένα, σε ερώτηση του ο Ν. Χουντής, αναφερόταν στο
Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και στην «υποχρέωση» που αυτό επέβαλλε στους ΟΤΑ να εφαρμόζουν εντολές του
«Παρατηρητηρίου» για υποχρεωτικές
αυξήσεις παντός είδους φόρων και τελών (Ακίνητης Περιουσίας,
παρεπιδημούντων, κλπ) σε περίπτωση απόκλισης από τους τιθέμενους στόχους. Ο
Έλληνας ευρωβουλευτής ζητούσε να
πληροφορηθεί αν τα ανωτέρω μέτρα θα επιβάλλονται «ανεξάρτητα από τη γνώμη του Δημάρχου ή του Δημοτικού Συμβουλίου, που ενδεχομένως θα ήθελαν να αντιπροτείνουν άλλα
μέτρα» και σχολίαζε ότι, κάτι τέτοιο δεν
συμβιβάζεται με το ελληνικό Σύνταγμα, που προβλέπει ότι «οι οργανισμοί τοπικής
αυτοδιοίκησης έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια».
Στην απάντηση του, εξ ονόματος της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο κ. Ρεν βεβαιώνει ότι με βάση το άρθρο 3 παρ.5 του
Μεσοπρόθεσμου (ΦΕΚ 18.11.2012) «η τοπική
κρατική αρχή (ΟΤΑ), υπόκειται υποχρεωτικά σε πρόγραμμα δημοσιονομικής
εξυγίανσης, μόνο σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν έχουν ληφθεί
διορθωτικά μέτρα» και σημειώνει ότι η «οικονομική
αυτοτέλεια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης θα πρέπει να ενταχθεί στο
πλαίσιο της γενικής αρχής της υγιούς φορολογικής πολιτικής» όπως προβλέπουν
«οι κατευθυντήριες αρχές (!!) για υγιή
δημόσια οικονομικά» που αναφέρονται στο άρθρο 119 παρ.3 της Συνθήκης της ΕΕ (ΣΛΕΕ).
Η πλήρης ερώτηση και απάντηση του Ν.
Χουντή έχουν ως εξής:
Ερώτηση: Παρατηρητήριο
Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) στην Ελλάδα
Στο νέο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής για
την Ελλάδα, προβλέπεται η σύσταση του «Παρατηρητηρίου Οικονομικής Αυτοτέλειας
των ΟΤΑ», αρμόδιου για τη συνεχή παρακολούθηση της εκτέλεσης των προϋπολογισμών
των ΟΤΑ και την επιβολή, σε περιπτώσεις απόκλισης από τους τιθέμενους στόχους,
προγράμματος εξυγίανσης. Ο τρόπος υλοποίησης του προγράμματος «συνεπάγεται την
υποχρέωση εφαρμογής, κατά περίπτωση μέρους ή του συνόλου» καθορισμένων
παρεμβάσεων, μεταξύ των οποίων και οι: α) «αύξηση των ιδίων εσόδων από φόρους,
τέλη, δικαιώματα και εισφορές», β) αύξηση του ανώτατου συντελεστή επιβολής του
Τέλους Ακίνητης Περιουσίας για τα ακίνητα, σε ποσοστό μέχρι και 3‰ και επιβολή
του τέλους υποχρεωτικά από το δήμο σύμφωνα με το ποσοστό αυτό, μέχρι την
οικονομική εξυγίανση του», και γ) «ομοίως αύξηση του συντελεστή επιβολής του
τέλους επί των ακαθαρίστων εσόδων και παρεπιδημούντων από 0,5% μέχρι και 2%».
Βάσει των ανωτέρω, ερωτάται η Επιτροπή:
– Σε περίπτωση Δήμου που παρουσιάζει
ελλείμματα, μπορεί το Παρατηρητήριο ή άλλη δημόσια αρχή να υποχρεώσει κάποιο
Δήμο να λάβει τα συγκεκριμένα, ως ανωτέρω (α, β, γ) μέτρα, ανεξάρτητα από τη
γνώμη του Δημάρχου ή του Δημοτικού Συμβουλίου, που ενδεχομένως θα ήθελαν να
αντιπροτείνουν «ισοδύναμα μέτρα»;
– Με ποιο τρόπο συμβιβάζονται οι προβλέψεις
του ανωτέρω νόμου με το άρθρο 102 του Συντάγματος που προβλέπει ότι «υπέρ των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης συντρέχει τεκμήριο αρμοδιότητας για τη
διοίκηση των τοπικών υποθέσεων» και «οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν
διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια»;
– Με δεδομένο ότι οι ελληνικοί ΟΤΑ είναι οι
λιγότερο χρεωμένοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με ποσοστό δανεισμού μόλις 0,9% επί
του ΑΕΠ (σύμφωνα με απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ερώτηση μου
Ε-008244/2012), σε ποιες άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει θεσπιστεί
Παρατηρητήριο ΟΤΑ με ανάλογες αρμοδιότητες;
Απάντηση του κ. Rehn εξ ονόματος
της Επιτροπής
Οι διατάξεις του άρθρου
3 παράγραφος 5 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ της
18ης Νοεμβρίου 2012 εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης
στην εξεύρεση λύσεων για την αντιμετώπιση αποκλίσεων από τον κανόνα περί
ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6 του εν λόγω
άρθρου, η τοπική κρατική αρχή υπόκειται υποχρεωτικά σε πρόγραμμα δημοσιονομικής
εξυγίανσης μόνο σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά
μέτρα. Ως εκ τούτου, οι πρωτοβουλίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης
λαμβάνονται πάντα υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας, υπό τον όρο ότι είναι
αξιόπιστες και αποτελεσματικές για να θέσουν τέρμα στη δημοσιονομική
διολίσθηση.
Σύμφωνα με το άρθρο 119
παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, οι δράσεις των κρατών μελών συνεπάγονται την τήρηση,
μεταξύ άλλων, των κατευθυντήριων αρχών για υγιή δημόσια οικονομικά. Συνεπώς, η
οικονομική αυτοτέλεια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης θα πρέπει να
ενταχθεί στο πλαίσιο της γενικής αρχής της υγιούς φορολογικής πολιτικής.
Η απαίτηση σύμφωνα με
την οποία θα πρέπει οι μη κεντρικές κυβερνήσεις, και ιδίως η τοπική
αυτοδιοίκηση, να υιοθετούν και να εφαρμόζουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς
δεν είναι κάτι σπάνιο. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της Επιτροπής[1]
για τα δημοσιονομικά πλαίσια, όχι λιγότερα από 13 κράτη μέλη εφαρμόζουν
δημοσιονομικούς κανόνες για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς σε τοπικό επίπεδο[2].
Η παρακολούθηση και η επιβολή της νομοθεσίας μπορεί να διαφέρουν από κράτος
μέλος σε κράτος μέλος, μπορεί να χρησιμοποιούνται διαφορετικές μέθοδοι (π.χ.
εξέταση σχεδίων προϋπολογισμών, περιορισμοί στη φορολόγηση ή στον δανεισμό) και
μπορεί να συμμετέχουν διαφορετικά εποπτικά όργανα, όπως τα περιφερειακά
ελεγκτικά συνέδρια στη Γαλλία, οι περιφερειακές εποπτικές αρχές στη Γερμανία ή
το Συμβούλιο δημοσιονομικής πολιτικής στη Σουηδία. Για παράδειγμα, στη Δανία ο
έλεγχος των δαπανών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και του επιπέδου
φορολόγησης διενεργείται μέσω νομοθετικών διατάξεων που επιβάλλουν μείωση των
επιχορηγήσεων από την κεντρική κυβέρνηση σε περίπτωση απόκλισης από τους
συμφωνηθέντες στόχους.