Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Σχέδιο ανατροπής από τους παχυλά αμειβόμενους «υπερασπιστές του λαού»


Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Ο τρόπος με τον οποίο τοποθετήθηκαν χθες τα κόμματα της αντιπολίτευσης στην επίθεση με Καλάσνικοφ εναντίον των κεντρικών γραφείων της Νέας Δημοκρατίας (με αποτέλεσμα να βρεθεί σφαίρα μέσα στο γραφείο του προέδρου του κόμματος), καταδεικνύει ότι οι καταδίκες της βίας είναι εντελώς υποκριτικές.

Καταδεικνύεται επίσης ότι τελικά υπάρχει άμεση διασύνδεση της έκρηξης βίας με όσα διακηρύσσονται από τα ίδια ακριβώς πρόσωπα που την καταδικάζουν.

Τι άλλο να σκεφθεί κανείς όταν η καταδίκη της βίας περιλαμβάνει πάντα ένα «ναι μεν, αλλά»;

Τι άλλο αποτελεί αυτό το «ναι μεν, αλλά», εκτός από δικαιολόγηση της βίας και υπόθαλψή της;

Τι άλλο μπορεί να σημαίνει αυτή η ύποπτα απρόθυμη μισο-καταδίκη ενός τόσο σοβαρού περιστατικού, όπως οι πυροβολισμοί εναντίον προέδρου κόμματος και πρωθυπουργού, εκτός από επιβράβευση αυτής της αποτρόπαιης ενέργειας;

Τι άλλο αποτελεί μια τέτοια ενέργεια εκτός από (σε συνδυασμό με τις άλλες επιθέσεις των τελευταίων ημερών) συντονισμένο σχέδιο κατάλυσης της Δημοκρατίας και τρομοκράτησής της;

Τι άλλο σημαίνει η υποβάθμιση ενός τέτοιου περιστατικού και η εξίσωσή του με μια καθ΄ όλα νόμιμη διαδικασία στη Βουλή με δικαιολόγηση της βίας;

Όταν ακούγονται εκφράσεις όπως «χούντα με κοινοβουλευτικό μανδύα», «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα», «κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος», «συμμορία για εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας», «κυβέρνηση Τσολάκογλου», «νενέκοι», «θα λογοδοτήσετε», για εκπροσώπους του ελληνικού λαού, που μόλις προ ολίγων μηνών έχουν ψηφιστεί – και μάλιστα δυο φορές – τότε τι άλλο είναι αυτό εκτός από υπόθαλψη και ενθάρρυνση της βίας;

Όταν μέσα στη Βουλή ακούγονται απόψεις του τύπου «μπορεί να είναι έργο παρακρατικών», τι άλλο είναι αυτό από αθώωση οποιουδήποτε άλλου;

Διότι (σε αντίθεση με τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009, όταν οι Έλληνες εκλήθησαν να ψηφίσουν με βάση το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν»), στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου οι Έλληνες πήγαν στις κάλπες γνωρίζοντας ότι η χώρα έχει χρεοκοπήσει και ότι λαμβάνονται σκληρά μέτρα για να μην αποπεμφθεί από τη ζώνη του ευρώ.

Όλοι γνωρίζουμε πως όταν υπάρχει χούντα και κατάλυση της Δημοκρατίας, κάθε Έλληνας, βάσει του άρθρου 120 του Συντάγματος, δικαιούται και υποχρεούται να περιφρουρήσει το πολίτευμα με όποιο πρόσφορο μέσο – οπότε δικαιολογούνται και οι βομβιστικές ενέργειες και η τυρρανοκτονία.

Επομένως, με τα μισόλογα, τις μισο-καταδίκες, τα «ναι μεν, αλλά», τη διασύνδεση της βίας με τον τρόπο άσκησης του νομοθετικού έργου, τα υπονοούμενα περί παρακρατικής δράσης φίλιων δυνάμεων προς τη Νέα Δημοκρατία (η οποία κατά τον κ. Γλέζο μάλλον… πυροβόλησε τον εαυτό της) – μέχρι και την υπόθεση της δολοφονίας Λαμπράκη θυμήθηκε ο κ. Καμμένος, παραπέμποντας σε μια άλλη εποχή, όταν  δεν γνωρίζαμε «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο» - δικαιολογούν και ενθαρρύνουν αυτές τις επιθέσεις.

Δεν είναι τυχαίο ότι στο ίδιο μήκος κύματος και σε απόλυτη σύμπνοια με τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝ.ΕΛ, κινήθηκε και σ’ αυτήν την περίπτωση η Χρυσή Αυγή.

Η αλήθεια είναι πως όσα συμβαίνουν (επιθέσεις, γκαζάκια, μολότοφ, πυροβολισμοί, καλάσνικοφ) δεν αποτελούν αντίδραση.

Αποτελούν συστηματική δράση με σκοπό την κατάλυση της Δημοκρατίας δια της ανατροπής μιας νόμιμα εκλεγμένης  κυβέρνησης.

Φυσικά, η ανατροπή δεν θα γίνει μόνο με τα γκαζάκια και τους πυροβολισμούς.

Αλλά τα γκαζάκια και οι πυροβολισμοί, δημιουργούν κλίμα αποσταθεροποίησης γενικά και ανασφάλειας για τους τουρίστες ειδικά, οπότε ο αριθμός τους πιθανόν να μειωθεί (ενώ μέχρι τώρα έχουμε μεγάλη αύξηση κρατήσεων), θα υπάρξει μείωση εσόδων, η χώρα δεν θα πιάσει τους στόχους, θα χρειαστεί να επιβληθούν νέα μέτρα και τελικά θα πέσει η κυβέρνηση.

Αυτό είναι το σχέδιο. Και από ένα τέτοιο σχέδιο είναι προφανές ότι δεν ωφελείται, ούτε η Νέα Δημοκρατία, ούτε η κυβέρνηση και τα κόμματα που μετέχουν σ’ αυτήν. 
Ωφελούνται μόνο αυτοί που εκτοξεύουν ύβρεις και απαράδεκτους χαρακτηρισμούς. 

Οι οποίοι έχουν περάσει τη ζωή τους ως πολιτικοί και ως συνδικαλιστές – χωρίς να έχουν δουλέψει ούτε μία ώρα, αν και επί δεκαετίες λαμβάνουν τους παχυλούς μισθούς τους από τους φόρους των Ελλήνων που τώρα δήθεν υπερασπίζονται.