Στο γύρισμα του χρόνου ν’ αλλάξουν τα πράγματα κι οι άγγελοι στον ερχομό του νέου έτους να μεταφέρουν στις παλάμες τους ένα πλατύ χαμόγελο, να φωτίσει - προβολέας αισιοδοξίας - τις προσδοκίες μας. Καλή Χρονιά!
Περιστροφή αξιών (ο ερχόμενος)
Είναι μια νέα διαδρομή στο χρόνο, ένας κύκλος π΄ ανοίγει φυγοκεντρικά κι ύστερα κλείνει κεντρομόλα, ίσα που να προλάβεις να ρίξεις μέσα του ένα τμήμα ζωής, αυτό που σχηματοποιείται κι από την προσπάθεια, τα προκείμενα κι ενίοτε κι από το πεπρωμένο.
Οι ελπίδες αναθερμαίνονται κοντά στο τζάκι της αισιοδοξίας κι η προσδοκία απλώνεται αναπαυτικά στο σαλόνι της καρδιά μας. Ένα χέρι τείνει πάλι ν΄ αγγίξει τ¨ όνειρο κι η ψυχή επενδύει συναισθήματα στο χρηματιστήριο σταθερών και μεταβαλλόμενων αξιών. Κι οι ευχές να συνεχίζουν να κυκλοφορούν καλοντυμένες από εορτή σε εορτή.
Θα στρώσει ο καιρός την πραμάτεια του στο παζάρι των επιλογών μας κι εμείς διστακτικοί θα μετρούμε τα αποθέματα μας εάν φτάνουν για κάθε αντίτιμο. Εμπειρίες γνώσης που χαράσσουν κάποτε μονόδρομους να διαβούμε ή μας αλλάζουν κατεύθυνση στους προσανατολισμούς των πεθυμιών. Έτσι που καθώς θεμελιώνεις το μέλλον, δικαιώνοντας το παρελθόν, να προβληματίζεσαι για την έκβαση του παρόντος και να διαφεύγει το πρόσκαιρο.
-Είναι μια καινούρια αρχή που μηδενίζεις το ημερολόγιο, σαν τα χιλιόμετρα, σαν τα χρονόμετρα, για να αρχίσεις πάλι το μέτρημα: Στιγμές ευαισθησίας και συγκίνησης , στιγμές χαράς και ικανοποίησης, στιγμές ήττας και απογοήτευσης, στιγμές ενδιαφέρουσες, στιγμές αδιάφορες. Έτσι, που στο τέλος, αφαιρετικά τηρουμένων των αναλογιών, να μείνει η Στιγμή. «Τη στιγμή που μόλις πάς ν¨ αδράξεις, αυτή φεύγει και χάνεται», κατά πως λέει ο ποιητής.
Να αισθάνεσαι, όπως οι εποχές θ¨ αλλάζουν, για να παίξει λουλούδια η Άνοιξη στους κήπους και τα κορίτσια να ερωτεύονται, να βάψει τη θάλασσα το καλοκαίρι κι ο ήλιος να χαριεντίζεται, να μαζέψει στα κουβαδάκια του βροχή το φθινοπώρι και τα κλαδιά ν΄ απογυμνώνονται, να μελαγχολεί ερεβώδης ο χειμώνας και ο κόσμος με γιορτές να τον ξορκίζει.
Είναι το νέο έτος που έσκασε με μιας τα πυροτεχνήματα του πάνω από τη φωταγωγημένη πόλη, ανοίγοντας επιδεικτικά τη σαμπάνια του ερχομού του, «ψηλή μου δενδρολιβανιά» κι ο Άγιος με το δικό του χαρτί και καλαμάρι.
Είναι ο παλιός ο χρόνος που άφησε μια ευχή ανάμνησης, καθώς, όταν οι άλλοι γλεντούσαν, εκείνος σιωπηλά απομακρύνονταν κρατώντας σε τσουβάλι κομμάτια περασμένα.
Είναι ένα γέλιο που σκάει στα χείλη κι ανοίγει φτερά σα πεταλούδα, ένα δάκρυ που κυλά από τους βολβούς στο πάτωμα.
(Απο τη συλλογή: Λοξές Ματιές)