Το ίδιο συνέβη και με τον τελευταίο πόλεμο ανακοινώσεων μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας, όταν όλοι ασχολήθηκαν με το περιεχόμενο και το ύφος της ανακοίνωσης της Ν.Δ., παραβλέποντας αυτό το οποίο με αυτό το έντονο ύφος ήθελε να αποτρέψει.
Έτσι, θεωρείται σχεδόν φυσιολογικό κάποιοι να θέλουν να καπηλευτούν και να εκμεταλλευτούν κομματικά ένα έγκλημα που συνέβη πριν από τέσσερα χρόνια και καταδικάστηκε από όλους.
Θεωρείται σχεδόν φυσιολογικό ένα κόμμα (δια της νεολαίας του) να αποκαλεί εξέγερση όσα ντροπιαστικά και καταστροφικά συνέβησαν τον Δεκέμβριο του 2008, να ονομάζει «αγώνα για ελπίδα και δικαίωμα στη ζωή» μια τραγωδία, να καλεί σε ανατροπή μια νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση, να μας ενημερώνει πως «ήρθε η ώρα για τις δικές μας μέρες».
Όλα αυτά δεν αποτελούν υποδαύλιση εμφυλιοπολεμικού κλίματος, αντίθετα θεωρείται εμπρηστική η απάντηση – το δικαίωμα δηλαδή της έχουσας την ευθύνη για την ασφάλεια των πολιτών πλευράς να προειδοποιήσει (σε υψηλούς τόνους, όπως απαιτεί και η έννοια της προειδοποίησης) για τους κινδύνους που ελλοχεύουν.
Πολύ περισσότερο που η κατάσταση η οποία επικρατεί στη χώρα λόγω φτωχοποίησης είναι βέβαιο ότι αποτελεί το καλύτερο προσάναμμα για να φθάσουμε σε ακόμη μεγαλύτερα δεινά.
Πρόκειται για την απόλυτη διαστροφή της πραγματικότητας – και έτσι εξηγείται το πώς φτάσαμε ως εδώ.
Επειδή θεωρώ ότι στην εποχή της υπερπληροφόρησης, οι πληροφορίες παραμένουν το πιο πολύτιμο εν ανεπαρκεία αγαθό, θα σταθώ στο περιστατικό που σημειώθηκε το απόγευμα της Τετάρτης στη Βουλή.
Επί δύο ώρες συνεδρίαζαν από κοινού η Διαρκής Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης, Δικαιοσύνης και η Ειδική Διαρκής Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, με αντικείμενο την Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.
Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή διαδικασία, διότι, μετά την έναρξη εφαρμογής της Συνθήκης της Λισαβόνας, όλες οι ευρωπαϊκές νομοθετικές πρωτοβουλίες περνούν από τα εθνικά κοινοβούλια, προκειμένου αυτά να αποφανθούν περί των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, να διαπιστώσουν δηλαδή αν χρειάζεται η ρύθμιση εκ μέρους της Ένωσης ή αρκεί η εθνική νομοθεσία, καθώς και να κρίνουν αν μια οδηγία είναι συμβατή με τις εθνικές συνταγματικές και νομικές τάξεις.
Εκείνο το απόγευμα, λοιπόν, υπήρχε ένα συγκεκριμένο θέμα, επί του οποίου οι αντιπρόσωποι του Έθνους έπρεπε να σκεφθούν, να συζητήσουν και να αποφανθούν και επομένως βρίσκονταν αποκλεισμένοι από την ενημέρωση – διότι δεν μου φαίνεται λογικό να συζητάς ένα σοβαρό θέμα και συγχρόνως να βρίσκεσαι και στο διαδίκτυο για να βλέπεις τι συμβαίνει ή να τρέχεις στις τηλεοράσεις, εγκαταλείποντας τη συνεδρίαση επί σοβαρού θέματος που θα έχει επίδραση στη χώρα.
Ήταν η ώρα που τοποθετούνταν οι βουλευτές και όταν ήλθε η σειρά του γραμματέα της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Βούτση, εκείνος, ξαφνικά και κατά παραβίαση του Κανονισμού (που δεν επιτρέπει να τίθενται παρεμπίπτοντα θέματα, ακριβώς για να μην ξεφεύγει η συζήτηση από το κρίσιμο θέμα της), άρχισε να διαβάζει την ανακοίνωση της Νέας Δημοκρατίας – την οποία η αίθουσα αγνοούσε, αφού οι βουλευτές δεν είχαν πρόσβαση στην τελευταία πληροφόρηση.
Αφού ο κ. Βούτσης διάβασε ολόκληρη την ανακοίνωση, διευκρινίζοντας πως επρόκειτο για απάντηση σε ανακοίνωση της νεολαίας του Συνασπισμού, ζητούσε από τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας να καταδικάσουν την ανακοίνωση του κόμματός τους!
Όταν επίμονα του ζητήθηκε (από εμένα) να αναγνώσει και την ανακοίνωση της νεολαίας του Συνασπισμού, ώστε να γνωρίζουμε σε τι απαντούσε η Ν.Δ. και να κρίνουμε, αρνήθηκε πεισματικά.
«Να πάτε να μάθετε», ήταν η απάντησή του.
Εντάξει, αλλά αν επρόκειτο να «πάμε να μάθουμε», τότε πώς θα «καταδικάζαμε»;
Ακολούθησε το γνωστό επεισόδιο, στη διάρκεια του οποίου οι βουλευτές (και δυστυχώς κυρίως οι βουλευτίνες) του ΣΥΡΙΖΑ πετάχτηκαν από τις θέσεις τους, άρχισαν να χοροπηδούν και να τσιρίζουν, έως ότου τελικά αποχώρησαν από την αίθουσα, δήθεν σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Είναι σαφές ότι το επεισόδιο ήταν προκατασκευασμένο.
Το θέμα δεν ετέθη για να συζητηθεί, αλλά για να προκληθεί το επεισόδιο της θεαματικής και (δήθεν) οργίλης και «ηρωικής» αποχώρησης.
Διαφορετικά, θα διαβαζόταν και η άλλη ανακοίνωση, ώστε να μπορεί να υπάρξει συζήτηση – έστω και κατά παράβαση του Κανονισμού.
Η εμμονή να διαβαστεί μόνο η μία ανακοίνωση – και επ’ αυτής να ζητηθεί η… αποκήρυξη, κάτι που σίγουρα θυμίζει άλλες εποχές – έγινε στο πλαίσιο της γνωστής πρακτικής της αποσπασματικής ενημέρωσης, που αποτελεί έκφραση φασισμού.
Κι’ αν δεν ξέρετε τι θα πει προπαγάνδα, παραπληροφόρηση, αποσπασματική ενημέρωση και φασισμός, ε τότε… να πάτε να μάθετε!