Tου Αλέξη Παπαχελά
(Πηγή : http://news.kathimerini.gr)
Στον διεθνή περίγυρο υπάρχουν σημάδια αισιοδοξίας τα οποία μπορούν να μας ενθαρρύνουν, αλλά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας κάνουν να εφησυχάσουμε.
Παρατηρείται πρώτα απ’ όλα μια μεταστροφή των διεθνών μέσων ενημέρωσης σε σχέση με την Ελλάδα. Το στερεότυπο του «τεμπέλη Ελληνα» και του «ελληνικού μουλαριού» που τα έχει στυλώσει και δεν δέχεται μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Ακόμη και οι Αγγλοσάξονες, που έβλεπαν πάντοτε την Ελλάδα μέσα από το πρίσμα της εχθρότητας προς το ευρώ, αρχίζουν να παραδέχονται ότι η προσαρμογή που έχει επιτευχθεί είναι τεράστια και με μεγάλο κόστος.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, έχει βοηθήσει η σταδιακή αποκάλυψη ανατριχιαστικών λεπτομερειών διαφθοράς και σπατάλης στην Ισπανία και σε άλλες χώρες. Για πρώτη φορά μπαίνει ακόμη στο τραπέζι της μεγάλης συζήτησης το ζήτημα της ευθύνης των μεγάλων διεθνών τραπεζών, αλλά και των Βρυξελλών, που έβλεπαν πως ο δανεισμός στις χώρες του Νότου δεν εδικαιολογείτο από την πραγματικότητα, αλλά σιωπούσαν. Οι μεν τράπεζες το έκαναν γιατί οι προμήθειες ήταν μεγάλες, οι δε Βρυξέλλες γιατί ενεργούσαν βάσει πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Είναι όμως και κάτι ακόμη. Ξαφνικά, συνειδητοποιούν όλοι πως η κρίση χρέους είναι ένα τσουνάμι που ξεκίνησε από την Ελλάδα, σαρώνει τώρα τον Νότο, αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού θα σταματήσει. Οι Γάλλοι τρέμουν, οι Αμερικανοί φοβούνται τον δικό τους δημοσιονομικό γκρεμό, που θα απαιτήσει πολύ γενναίες αποφάσεις στις αρχές του 2013.
Πάντως, οι εξελίξεις γύρω από την ΕΚΤ έδειξαν ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, τα «γεράκια» του Βερολίνου έχασαν ένα γύρο στο μπρα ντε φερ με τους πιο ρεαλιστές και μετριοπαθείς εκπροσώπους του γερμανικού κατεστημένου. Στους χαμένους του «επεισοδίου Ντράγκι» συγκαταλέγονται εκείνοι που με πάθος, αλλά και γερμανική συστηματικότητα, σχεδίαζαν την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ με το επιχείρημα πως «οι αγορές θα λάτρευαν μια τέτοια κίνηση» και την ακλόνητη πεποίθηση ότι «δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος εξάπλωσης της κρίσης».
Ολα αυτά είναι θετικά, ενθαρρυντικά. Οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι θέλουν να πετύχει το PLAN A για την Ελλάδα. Επιθυμούν, δηλαδή, την παραμονή της στο ευρώ και την οριστική ένταξή της σε ένα γενικότερο σχέδιο. Μπορεί, άραγε, αυτό να συμβαίνει γιατί δεν έχουν ακόμη καταφέρει να βρουν ένα υλοποιήσιμο PLAN B, υπολογίζοντας τις επιπτώσεις μιας greekexit; Ενδεχομένως.
Ο κίνδυνος είναι, ασφαλώς, να περιπέσουμε τώρα εμείς σε ένα λήθαργο εφησυχασμού και να πεισθούμε από τους εγχώριους «Ταλιμπάν» που υποστηρίζουν ότι «αποκλείεται να μας πετάξουν, αντιθέτως, αν κάνουμε τσαμπουκά και περισσότερα χρήματα θα μας δώσουν και... και... και...». Για να προχωρήσει το γενικότερο σχέδιο και να πεισθούν γι’ αυτό οι Γερμανοί, Ολλανδοί και άλλοι ψηφοφόροι, καμία χώρα δεν μπορεί να ενταχθεί σε αυτό αν έχει μείνει πολύ πίσω στις δεσμεύσεις της ως προς το έλλειμμα και τις διαρθρωτικές της αλλαγές. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι τυχόν εκπτώσεις έναντι της Ελλάδος θα τίναζαν όλο το εγχείρημα στον αέρα γιατί αμέσως Ιταλοί και Πορτογάλοι θα φώναζαν: «Καλά, εμείς τι είμαστε;».
Καλά είναι, θα μου πείτε, αυτά, αλλά πώς εξηγείς σε έναν κόσμο που έχει απελπισθεί ή πεινάει ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθήσεις να περάσεις και αυτόν τον κάβο;
Συνάντησα προχθές ένα συμπολίτη μας στον δρόμο ο οποίος μου είπε: «Κατάλαβέ το, φίλε, πρέπει να χρεοκοπήσουμε, να μη χρωστάμε τίποτα και να ξαναρχίσουμε από την αρχή. Αλλη λύση δεν υπάρχει». Προσπάθησα να του πω ότι είναι πολύ επικίνδυνο να πέσεις από πολύ ψηλά, ειδικά άμα δεν ξέρεις τι σε περιμένει στο τέλος της πτώσης. Μου απάντησε, με ύφος που έγινε από επιθετικό, μελαγχολικό και σκοτεινό: «Τι μου λες τώρα εσύ, ρε φίλε, εγώ ήμουν συμβασιούχος στο υπουργείο Παιδείας και έχασα τη δουλειά μου, η γυναίκα μου τη δική της σε μια εταιρεία, τα δύο παιδιά μου σπουδάζουν στην επαρχία και μου ήλθε και φόρος 1.070 ευρώ». Δεν είναι εύκολη αυτή η συζήτηση και όσο βαθαίνει η απελπισία, τόσο πιο δύσκολη γίνεται. Αυτήν τη δύσκολη αποστολή έχουν οι πολιτικοί μπροστά τους τώρα, να πείσουν τον απόλυτα απελπισμένο συμπολίτη μας ότι δεν αξίζει να πνιγούμε ως χώρα έπειτα από τόσο άγριο ταξίδι, λίγο πριν από τον τελευταίο κάβο.