Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Η διαίρεση της Γερμανίας 63 χρόνια πριν


Προδιαγεγραμμένη πριν από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σφραγίστηκε από την ίδρυση των δύο κρατών το 1949
Του Δημήτρη Κ. Αποστολόπουλου
Το 1945 η διαίρεση της Ευρώπης ήταν γεγονός και στη νέα κατάσταση σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζαν οι αποφάσεις για το μέλλον της ηττημένης Γερμανίας, που σε διάστημα ενός τετάρτου του αιώνα είχε προξενήσει δύο παγκόσμιες συρράξεις.
Τσώρτσιλ, Στάλιν και Ρούζβελτ είχαν μοιράσει τη μεταπολεμική πίτα, ήδη από τη Διάσκεψη της Τεχεράνης (Δεκέμβριος 1943), την τέταρτη Διάσκεψη της Μόσχας με την περίφημη Συμφωνία των Ποσοστών (Οκτώβριος 1944) και τη Διάσκεψη της Γιάλτας (Φεβρουάριος 1945), στην οποία συμφώνησαν τους όρους της γερμανικής κατοχής με τη συμμετοχή και της Γαλλίας. Ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Ρούζβελτ (Απρίλιος 1945) και την οριστική εγκατάλειψη του σχεδίου Μόργκενταου (που υιοθετούσε τη διάλυση της βιομηχανίας της Γερμανίας και τη μετατροπή της σε μία καθαρά αγροτική χώρα), η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και η Μόσχα έπαψαν να συζητούν τον διαμελισμό της Γερμανίας και προχώρησαν στη λύση της κοινής κατοχής ενός ενιαίου γερμανικού κράτους, όπως καθορίστηκε επισήμως με τη Συμφωνία του Πότσνταμ (Αύγουστος 1945). Η Γερμανία αντιμετωπιζόταν ως μία οικονομική ενότητα, όπου όμως κάθε στρατιωτική κυβέρνηση σε κάθε μία από τις τέσσερις ζώνες κατοχής (αμερικανική, βρετανική, γαλλική και σοβιετική) ήταν ελεύθερη να ακολουθήσει τη δική της πολιτική, εφαρμόζοντας τις τέσσερις βασικές παραμέτρους: αποναζιστικοποίηση, αποστρατιωτικοποίηση, αποκέντρωση και εκδημοκρατισμό, που έμειναν γνωστές στη σύγχρονη γερμανική ιστορία, ως τα τέσσερα «D’s»: 1) Denazifizierung, 2) Demilitarisierung, 3) Dezentralisierung, 4) Demokratisierung. Σύντομα έγινε σαφές ότι οι διαφορές στους στόχους και στην υιοθετούμενη πολιτική, μεταξύ κυρίως των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας από τη μία πλευρά και της Σοβιετικής Ενωσης από την άλλη, θα ήταν τεράστιες.
Οι διαφορετικοί στόχοι Δύσης και Σοβιετικών
Για τις ΗΠΑ, μετά το 1945 ήταν ξεκάθαρο ότι η Γερμανία έπρεπε να αντισταθεί στον κομμουνιστικό επεκτατισμό και για να το καταφέρει αυτό έπρεπε να είναι ισχυρή, πολιτικά και οικονομικά. Επιπλέον, η ανόρθωσή της, όπως και όλης της Ευρώπης, θα ήταν προς όφελος της αμερικανικής οικονομίας, που είχε ανάγκη από ισχυρούς εμπορικούς εταίρους στη μεταπολεμική σκηνή. Οσον αφορά, εξάλλου, την αντιμετώπιση της ηττημένης Γερμανίας από τους νικητές υπήρχε ήδη ένα ιστορικό προηγούμενο προς αποφυγήν.
Αντίθετα, για τη Σοβιετική Ενωση, η οποία είχε πληγεί άμεσα από τον πόλεμο, νόημα είχε αφενός να εισπράξει τις μέγιστες δυνατές αποζημιώσεις, προκειμένου να κλείσει τις πληγές της κατεστραμμένης οικονομίας της, χρησιμοποιώντας μάλιστα το πρόσχημα της αποναζιστικοποίησης – ταυτίζοντας δηλαδή στη ρητορική της τον γερμανικό καπιταλισμό με το ναζισμό– και αφετέρου, παρά τη φαινομενική της επιδίωξη για μια ενιαία Γερμανία με κεντρική κυβέρνηση, να εμποδίσει σε αυτή την πρώτη ψυχροπολεμική φάση με κάθε τρόπο την επανασύσταση μιας ισχυρής Γερμανίας, η οποία δεν επρόκειτο να υποταχθεί ιδεολογικά στη Μόσχα, ενώ ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα συμμαχούσε με τη Δύση.
Στην ίδια λογική δεν επιθυμούσε και τη δημιουργία ενός δυτικού γερμανικού κράτους, που θα προέκυπτε από την ένωση των δυτικών ζωνών κατοχής, όπως δρομολογήθηκε από τους Δυτικούς την περίοδο 1946–1947, όταν πλέον ξεκάθαρα στα μάτια των τελευταίων η Σοβιετική Ενωση –και όχι πια η Γερμανία– ήταν αυτή που απειλούσε τη μεταπολεμική ισορροπία. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής ο Στάλιν –ακολουθώντας προφανώς την άποψη του Λένιν, πως όποιος ελέγχει το Βερολίνο ελέγχει τη Γερμανία και όποιος ελέγχει τη Γερμανία ελέγχει την Ευρώπη– θα επιβάλει, την περίοδο 1948–1949, αποκλεισμό του δυτικού Βερολίνου, προκειμένου να ελέγξει κατ’ αποκλειστικότητα την ιστορική γερμανική πρωτεύουσα. Ο αποκλεισμός, ωστόσο, απέτυχε λόγω της τεράστιας αερογέφυρας (Luftbr­cke) που έστησαν οι Δυτικοί, δείχνοντας την επιμονή τους να παραμείνουν στο δυτικό τμήμα της πόλης.
Η διαφορά στην υιοθετούμενη πολιτική των δύο πλευρών για την υλοποίηση των παραμέτρων που μαζί έθεσαν στη Διάσκεψη του Πότσνταμ και, κυρίως, η διαφορετική αντίληψη του πώς θα επιτευχθούν ο εκδημοκρατισμός και η αποναζιστικοποίηση έγκειται στην επιθυμία κάθε πλευράς για –ει δυνατόν αποκλειστικό– έλεγχο της γερμανικής επικράτειας, αλλά και στα διαφορετικά σημεία εκκίνησης των δύο πλευρών. Επρόκειτο για δύο διαφορετικούς ιδεολογικούς κόσμους, δύο αντίθετες κοσμοθεωρίες και δύο διαφορετικά πολιτικοοικονομικά συστήματα. Οι διαφορές φάνηκαν ξεκάθαρα με τη λήξη του πολέμου και την εξάλειψη του κοινού εχθρού, όταν πλέον η συνεργασία δεν ήταν αναγκαία και η κάθε πλευρά έπρεπε να φροντίσει τα ίδια συμφέροντα.
Στεγανοποίηση των συνόρων
Στις 23 Μαΐου 1949 ιδρύεται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία), με πρωτεύουσα τη Βόννη, και έξι μήνες αργότερα, στις 7 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, η Σοβιετική Ενωση απαντά με τη δημιουργία στη δική της ζώνη κατοχής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία), με πρωτεύουσα το Ανατολικό Βερολίνο. Η ίδρυση του δυτικογερμανικού κράτους φαίνεται ότι είχε δρομολογηθεί αρκετά νωρίτερα, όταν πλέον η συνεννόηση των Δυτικών με τον Στάλιν για την εφαρμογή των συμφωνηθέντων στο Πότσνταμ φαινόταν αδύνατη. Τον Μάρτιο του 1946, ο Αμερικανός διπλωμάτης Τζορτζ Κέναν έγραφε στην κυβέρνησή του από τη Μόσχα, ότι οι Σοβιετικοί θα τηρήσουν τις αποφάσεις του Πότσνταμ μόνον αν είναι σίγουροι ότι στο πλαίσιο αυτό όχι μόνο θα διατηρήσουν τον αποκλειστικό έλεγχο στη δική τους ζώνη κατοχής, αλλά θα μπορούν να επηρεάζουν τα γεγονότα και στην υπόλοιπη γερμανική επικράτεια. Εξάλλου, και ο ίδιος ο Στάλιν φέρεται να είχε πει, την άνοιξη του 1946, ότι όλη η Γερμανία «πρέπει να είναι δική μας, δηλαδή σοβιετική, κομμουνιστική».
Το Βερολίνο παρέμεινε τυπικά ανεξάρτητο από τα δύο γερμανικά κράτη και χωρισμένο σε δυτικό και ανατολικό τμήμα. Το Δυτικό Βερολίνο ήταν ένα στρατιωτικό-διπλωματικό «νησί» των τριών δυτικών δυνάμεων κατοχής στο μέσο μιας τεράστιας σοβιετοκρατούμενης περιοχής και στην πράξη προσέγγιζε, εν πολλοίς, το καθεστώς των άλλων ομόσπονδων κρατιδίων της Δυτικής Γερμανίας, διατηρώντας εκπροσώπους, χωρίς δικαίωμα ψήφου, στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο (Bundestag) της Βόννης. Από την άλλη πλευρά, το ανατολικό τμήμα της πόλης χρησιμοποιήθηκε από τους Σοβιετικούς ως πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Καθώς οξυνόταν ο Ψυχρός Πόλεμος με συνεχή διπλωματική πίεση και εκατέρωθεν απειλές, εντάθηκε η στεγανοποίηση των συνόρων, κυρίως από την ανατολική πλευρά. Η μεθοριακή γραμμή για τις επόμενες δεκαετίες δεν θα χώριζε μόνο τα δύο τμήματα της Γερμανίας. Χώριζε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα από το Συμβούλιο για την Αμοιβαία Οικονομική Βοήθεια και το NATO από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Ηταν το σύνορο ανάμεσα σε δύο εχθρικούς κόσμους με διαφορετικά πολιτικοϊδεολογικά, οικονομικά και πολιτισμικά συστήματα, που βρίσκονταν αντιμέτωποι στον Ψυχρό Πόλεμο.
Τα σύνορα ανάμεσα στον ανατολικό και τον δυτικό τομέα του Βερολίνου, καθώς διέσχιζαν τον πολεοδομικό ιστό της πόλης και δεν μπορούσαν να ελεγχθούν, ήταν τα μόνα που παρέμεναν, μέχρι την ανέγερση του Τείχους (Αύγουστος 1961), ανοιχτά σαν οπή διαφυγής προς τη Δύση για τους Ανατολικογερμανούς, αλλά και για πολλούς Πολωνούς και Τσέχους. Η διαφυγή τους ήταν πραγματική απειλή για την οικονομία και, τελικά, για την ίδια την ύπαρξη της Ανατολικής Γερμανίας.
Ο συμβιβασμός συμφερόντων των νικητών ήταν αδύνατος
Υπό το πρίσμα των αντικρουόμενων ιδεολογιών, κοινωνικών συστημάτων και συμφερόντων, η διαίρεση της Γερμανίας ήταν αναπόφευκτη, όπως επίσης αναπόφευκτος ήταν και ο ίδιος ο Ψυχρός Πόλεμος, όταν οι Δυτικοί σύμμαχοι, ιδιαίτερα μετά το 1946, συνειδητοποίησαν ότι δεν υπήρχε κοινός τόπος στις διαπραγματεύσεις με τους Σοβιετικούς. Αποφασιστική, εξάλλου, για την κορύφωση της αντιπαράθεσης και την παγίωσή της σε δύο ανταγωνιστικούς μεταξύ τους συνασπισμούς, ήταν η αμοιβαία και κλιμακούμενη υπερεκτίμηση της ισχύος και της εχθρικής διάθεσης της άλλης πλευράς, που από ένα σημείο και μετά δεν επέτρεπε στις δύο πλευρές τον συμβιβασμό συμφερόντων και πολιτικών για την αντιμετώπιση του γερμανικού ζητήματος.
Η ήττα της Γερμανίας επέβαλε, λοιπόν, τη διαμάχη ανάμεσα στους νικητές, μια και τα συμφέροντά τους δεν ταυτίζονταν. Βέβαιο είναι, εξάλλου, ότι αν δεν συνέβαινε η διαίρεση της Γερμανίας, που το 1945 δεν έδειχνε ακόμα αναγκαία, η διαμάχη ανάμεσα στους πρώην Συμμάχους θα ήταν αρκετά διαφορετική από έναν απλώς «Ψυχρό» Πόλεμο. Τα στρατηγικά συμφέροντα της κάθε πλευράς, περιβεβλημένα με τον μανδύα της ιδεολογίας, καθόρισαν τις αποφάσεις για το μέλλον της Γερμανίας, η οποία τελικά διαιρέθηκε σε δύο κράτη για να μη δημιουργηθούν προϋποθέσεις παγκόσμιας επικράτησης από τη μία ή την άλλη υπερδύναμη.

* Ο κ. Δήμητρης Κ. Αποστολόπουλος είναι ερευνητής της Ακαδημίας Αθηνών και διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου.