Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Να κλείσει εδώ και τώρα η συζήτηση για τις off-shore

Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Δύο απόψεις συγκρούονται από τον καιρό που… υπάρχουν υπουργικά συμβούλια.
Σύμφωνα με τη μία, υπουργός σε ένα υπουργείο πρέπει να αναλαμβάνει «άνθρωπος του χώρου», «που γνωρίζει τα προβλήματα», «που γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα».


Σύμφωνα με τη δεύτερη, ο υπουργός δεν πρέπει να έχει καμιά σχέση με το αντικείμενο του υπουργείου που αναλαμβάνει – αρκούν οι προσωπικές ικανότητες και γνώσεις, το πολιτικό φιλότιμο, η κοινή λογική και η ικανότητα επιλογής συμβούλων και συνεργατών.

Εδώ και πολλά χρόνια, έχω συνταχθεί με τη δεύτερη άποψη.

Όχι μόνο επειδή, αν ίσχυε η πρώτη, με την πολιτική θα ασχολούνταν μόνο συγκεκριμένες επαγγελματικές τάξεις – οικονομολόγοι, γιατροί, μηχανικοί, περιβαλλοντολόγοι, δικηγόροι, καθηγητές και ούτω καθεξής.

Αλλά και επειδή οι «άνθρωποι του χώρου» κουβαλάνε πολλές ιδεοληψίες, προσωπικές αντεκδικήσεις, επαγγελματικές δουλείες και συγκρούσεις, γραφειοκρατικές εμμονές και συνδικαλιστικού τύπου πελατειακές σχέσεις.

Θα ήταν ανόητο, για παράδειγμα, να ισχυριστεί κανείς πως αρκεί ένας δημοσιογράφος να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα στον χώρο του Τύπου για να αναλάβει να μιλά επί παντός επιστητού, ακόμη και αν δεν έχει την παραμικρή γνώση περί οικονομίας, εξωτερικής πολιτικής ή δημόσιας διοίκησης.

Και το αντίθετο: Θα ήταν πολύ επικίνδυνο ένας τεχνοκράτης της οικονομίας να πάρει στα χέρια του την τύχη μιας χώρας, χωρίς να έχει την παραμικρή σχέση και επικοινωνία με τον λαό της.

Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα.

Αν ήταν (απλά), τότε δεν θα είχαμε παρά να βάλουμε έναν δικαστή στο υπουργείο Δικαιοσύνης, έναν γιατρό στο Υγείας, έναν καθηγητή στο Παιδείας, έναν εφοπλιστή στο Ναυτιλίας, έναν ανώτερο δημόσιο υπάλληλο στο Εσωτερικών και πάει λέγοντας.

Θα λύναμε έτσι όλα μας τα προβλήματα.

Η πολιτική, όμως, είναι πολύ πιο σύνθετη διαδικασία.

Ο ικανός και ο εργατικός, αυτός που έχει γνώσεις και εμπειρία, αυτός που θέλει να προσφέρει στην πατρίδα του, αυτός που διαθέτει ευελιξία και προσαρμοστικότητα, μπορεί να αποδώσει σε οποιονδήποτε τομέα.

Όπως έχουμε ξαναπεί, η τεχνοκρατική αντιμετώπιση μιας έκτακτης κατάστασης μπορεί να γίνει ανεκτή, αλλά για όσο διάστημα απαιτείται για να δρομολογηθούν τα πράγματα.

Διαφορετικά, το φάρμακο που θεραπεύει, θα γίνει δηλητήριο που σκοτώνει.

Υπό αυτήν την έννοια – και επειδή η περίπτωση Βερνίκου αντιμετωπίστηκε ως αποκλεισμός μιας κατηγορίας επαγγελματιών από την πολιτική – ένας εφοπλιστής μπορεί να ασχοληθεί με την πολιτική, αλλά όχι υποχρεωτικά στο υπουργείο Ναυτιλίας.

Φυσικά, αυτό προσκρούει στον νόμο (3849/10, παρ. 6), με τον οποίο τροποποιήθηκε ο νόμος 3213/2003, που απαγορεύει συμμετοχή σε εξωχώριες εταιρίες στα μέλη της Κυβέρνησης, στους Υφυπουργούς, στους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στους βουλευτές και ευρωβουλευτές, στον γενικό γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, στους γενικούς και ειδικούς γραμματείς Υπουργείων, στους γενικούς γραμματείς περιφερειών, στους προέδρους των διευρυμένων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, στους νομάρχες και τους δημάρχους, στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, στους προέδρους, διοικητές, υποδιοικητές και γενικούς διευθυντές πιστωτικών ιδρυμάτων, που ελέγχονται από το κράτος, καθώς επίσης στα πρόσωπα των περιπτώσεων θ΄ και ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 απαγορεύεται να συμμετέχουν είτε οι ίδιοι είτε με παρένθετα πρόσωπα στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση εξωχώριων εταιρειών.

Μάλιστα, η κατά παράβαση της παραγράφου 1 άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε εξωχώρια εταιρεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

Επιπλέον, επειδή ετέθησαν και άλλα θέματα, υπάρχει και μια άλλη διάταξη, σύμφωνα με την οποία «άγνοια νόμου απαγορεύεται».

Φυσικά, έχουν γίνει τόσες πολλές αλλαγές στους νόμους περί πολιτικού χρήματος (σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το περίφημο άρθρο 86 του Συντάγματος) που πλέον έχουμε χάσει και τα αυγά και τα καλάθια.

Φαίνεται ότι τους έχουν ξεχάσει ακόμη και… αυτοί που τους ψήφισαν!

Ένας απίστευτος νομοπληθωρισμός, που παρ’ όλα αυτά δεν έχει οδηγήσει σε κανέναν κολασμό (εξαιρουμένης της περίπτωσης Τσοχατζόπουλου που αποτελεί την εξαίρεση η οποία επιβεβαιώνει τον κανόνα).

Από εκεί, όμως, μέχρι να καταβάλλεται προσπάθεια δημιουργίας νέας πεποίθησης, σύμφωνα με την οποία η ψήφιση του συγκεκριμένου νόμου (από ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία) ήταν λάθος, υπάρχει μεγάλη απόσταση.

Οι εξωχώριες εταιρίες, οι γνωστές off-shore, είναι το καταφύγιο των παρανόμων.

Αν αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση των ναυτιλιακών εταιριών, δεν σημαίνει ότι ο νόμος πρέπει να καταργηθεί.

Ούτε είναι δυνατόν να υπάρξουν εξαιρέσεις, διότι σ’ αυτήν την περίπτωση είναι βέβαιο ότι κάποιοι θα έσπευδαν να δραστηριοποιηθούν επαγγελματικά στον χώρο της ναυτιλίας ή να αγοράσουν μετοχές σε μια ναυτιλιακή εταιρία.

Είναι απαράδεκτο – επειδή δημιουργήθηκε μια εμπλοκή – να ξεχνάμε πως όλες οι βρώμικες δουλειές (θυμηθείτε την Torcasso) μέσω τέτοιων off-shore έχουν γίνει.

Δεν είναι δυνατόν, με αφορμή ένα ατυχές περιστατικό που θεωρείται πλέον λήξαν, να ακούγονται φωνές περί επιστροφής σε αλήστου μνήμης εποχές.

Δεν είναι δυνατόν να ξεχνούμε ότι τον Οκτώβριο του 2000 εκχωρήθηκαν μελλοντικά έσοδα του Δημοσίου από το Γ’ ΚΠΣ συνολικού ύψους 2 δις ευρώ (για την περίοδο ως τον Ιανουάριο 2007), στις off-shore εταιρίες με τα αρχαιοπρεπή ονόματα «Αίολος», «Αριάδνη» και «Άτλας» με έδρα το Λουξεμβούργο, στις οποίες καταβλήθηκαν προμήθειες ύψους 7 δις δρχ.

Δεν είναι δυνατόν να ξεχνούμε ότι με τον ίδιο τρόπο εκχωρήθηκαν μελλοντικά έσοδα από τα κρατικά λαχεία και το Γιουροκοντρόλ, τα οποία προεισπράχθηκαν.

Ούτε πως δια της συγκεκριμένης εκχώρησης δεσμεύθηκαν εθνικοί πόροι για 5, 10 και 19 χρόνια, που αντιστοιχούσαν στις επόμενες πέντε κυβερνήσεις και στις επόμενες γενιές.

Εδώ βρισκόμαστε τώρα. Σε μια από εκείνες τις κυβερνήσεις που δεν έχει ευρώ στα ταμεία της, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν προεισπράξει με τοκογλυφικό τρόπο και μέσω off-shore τα έσοδα που θα λαμβάναμε τώρα.

Συμπέρασμα: Αρκετά έχουμε πάθει. Κάποτε πρέπει και να μάθουμε.

Και να μην λέμε ό,τι μας κατέβει, ανάλογα με το πού φυσάει ο άνεμος.

Διαφορετικά, με αφορμή το γνωστό ατυχές περιστατικό, θα καταλήξουμε να κραυγάζουμε «Κάτω τα χέρια από τις off-shore»!