Δεν καταλαβαίνω όλους αυτούς που φοβούνται. Όχι γιατί αγνοώ το φόβο ως οντολογικό γνώρισμα, αλλά γιατί στα… λιμνάζοντα βαλτόνερα της ελληνικής κοινωνίας ο φόβος είναι ένα υδροχαρές εκτόπλασμα. Και γιατί οι κομματικές δομές και η απαρχαιωμένη αντίληψη προβεβλημένων πολιτικών περί εγκλωβισμού των πολιτών σε μια λογική «προβατοποίησης», αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία του φόβου…
Κι όταν γνωρίζεις από πού εκπηγάζει ο φόβος για τον μέσο πολίτη, ο οποίος για χρόνια σιωπά και η σιωπή του αυτή έχει καθιερωθεί ως δηλωτικό ζωής και μοίρας, τότε ο φόβος δεν προσφέρεται σαν γενικότητα επεξηγηματικής συλλογιστικής. Συνθέτει απλώς τη διαλεκτική του κωμικού, του τραγικού, του γελοίου και του σαρκαστικού, που ενίοτε προσλαμβάνει διαστάσεις αντίδρασης.
Αυτό μπορώ να το καταλάβω. Όπως μπορώ να καταλάβω την πεπατημένη πλέον λογική πρωτοκλασάτων πολιτικών διαφορών αποχρώσεων, οι οποίοι γεωμετρώντας επί χρόνια τη ψυχοσύνθεση του μέσου Έλληνα, εξασφάλισαν το βόλεμά τους και θωράκισαν την αυτάρεσκη συμπεριφορά τους, δημιουργώντας ταυτόχρονα όλες τις προϋποθέσεις ώστε οι πολίτες να βασίζουν αμαχητί προς την εκατόμβη… Έτσι, περάσαμε στην πολιτική ασάφεια, αντικαθιστώντας τη σκέψη με το σύνθημα. Την κοινωνική ανάλυση με τα πολιτικά προκάτ. Τη σοβαρότητα με την οργισμένη βερμπαλιστική αοριστολογία, εκμηδενίζοντας την πράξη.
Εκλογές την Κυριακή και τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε μια ξέφρενη κούρσα λαϊκισμού και ανήθικης πολιτικής έκφρασης εν ονόματι της… σωτηρίας του τόπου. Με πλειοδοσία παροχών από τους έχοντες υπογράψει το κατάπτυστο μνημόνιο, αλλά και από τους διεκδικούντες με τις όποιες παλινωδίες την ακύρωσή του. Όλοι ξυφολκούν εναντίον όλων για την επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, χωρίς να αναλαμβάνουν την ευθύνη για το σημερινό οικονομικό περιβάλλον, με συνέπεια την ταπείνωση, την εξαθλίωση και την αναξιοπρέπεια ενός λαού που επί χρόνια ετροφοδοτείτο με χιμαιρικές ελπίδες…
Υποθηκεύτηκε έτσι ασύνετα το μέλλον αυτού του τόπου και οδηγηθήκαμε στην οικονομική κρίση, που οφείλεται κατά κύριο λόγο στις «ξεχασμένες» δογματικές αγκυλώσεις των πρώτων και μεταγενέστερων «σοσιαλιστικών» χρόνων του ΠΑΣΟΚ, αλλά και στις αρχαϊκές δομές της πατερναλιστικής Δεξιάς.
Αμήχανοι, απογοητευμένοι και οργισμένοι θα βρεθούν οι πολίτες μπροστά στην κάλπη την ερχόμενη Κυριακή 17 Ιουνίου. Έχοντας διατρέξει μια προεκλογική περίοδο, όπου αναδύθηκαν παντός είδους «ειρωνείες», ψευτοδιλήμματα, ο πανικός της επικείμενης καταστροφής και ο πολιτικός ωχαδερφισμός, που τελικά αποδεικνύεται αυτοφυής.
Και είτε οι πολίτες ρίξουν την ψήφο τους στην κάλπη από ανάγκη, από φόβο, από αντίδραση ή και από εθισμό, τα ερωτήματά τους θα παραμείνουν αναπάντητα και οι προσδοκίες τους φυλλορροημένες.
Το δόγμα η «Ελλάδα πότε δεν πεθαίνει» ακούγεται πλέον ως συνέπεια κάποιας «εθνικής παραίσθησης» σε μια πραγματικότητα που αλλάζει καθημερινά από το βομβαρδισμό της εθνικής αξιοπρέπειας, της κοινωνικής και οικονομικής εξαθλίωσης των πολιτών και ταυτόχρονα καταγράφει χαμένες ευκαιρίες. Εξάλλου, ο «μη θάνατος» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην «ζωή».
Η παράκρουση των πολιτικών ηγετών των τελευταίων χρόνων, που έμαθαν την τέχνη τους ευκαιριακά διοικώντας υπουργεία, χωρίς καμία προηγουμένως επαγγελματική υπόσταση και εμπειρία, δίχως να έχουν διαχειριστεί ούτε περίπτερο, ξεπερνά κάθε μεταφυσική προχειρότητα. Και φτάσαμε στη σημερινή αδυσώπητη πραγματικότητα. Οικογένειες διαλύονται και άνθρωποι αυτοκτονούν μπροστά στην αγωνία για την εύρεση των αναγκαίων χρημάτων της καθημερινότητας.
Και οι Ευρωπαίοι δανειστές μας και το ΔΝΤ ασκούν ασφυκτικές πιέσεις. Και ειρωνεύονται ενίοτε τους Έλληνες. Και ενσπείρουν διλήμματα και φόβο σε μια απεγνωσμένη προσπάθειά τους να διασφαλίσουν την επιστροφή των δανεικών χρημάτων με το αζημίωτο πάντα. Δεν υπάρχει χειρότερη αντιμετώπιση ενός λαού και μάλιστα Ευρωπαϊκού. Ενός λαού που ταπεινώνεται βάναυσα, αλλά ως κινητήρια δημιουργική δύναμή του έχει το φιλότιμο.
Και οι θλιβεροί πολιτικοί ηγετίσκοι συνεχίζουν να παίζουν το κακότεχνο θέατρό τους, ιδιαίτερα προεκλογικά, διαγκωνιζόμενοι στην επίδειξη «υποδειγματικής υποκρισίας» και αυθαιρεσίας με στοιχεία βέβαια γκροτέσκο, νομίζοντας ότι απευθύνονται ακόμα σε Λωτοφάγους. Είναι όλοι αυτοί που σηματοδότησαν την παρουσία τους στο πολιτικό προσκήνιο με εύκαμπτη σπονδυλική στήλη, ώστε ν’ ανταποκρίνονται στις επικύψεις που επιβάλλει η διαπλοκή. Με ένα λαϊκισμό που εκφράζει την παρακμή του λαϊκού πνεύματος.
Βιώνουμε πλέον την πολιτική υπό μορφή θεάματος. Παρακολουθούμε πολιτικά πρόσωπα με εξουσιαστική περιβολή να αλλάζουν απόψεις και θέσεις εντός εικοσιτετραώρου, να επιδίδονται σε οβιδιακές μεταμορφώσεις και σε λεονταρισμούς, να μεταπηδάνε με το δρασκελισμό καμηλοπάρδαλης από κόμμα σε κόμμα και να βάζουνε την καρδιά στα… σκέλια τους και να αλυχτάνε…
Εκτίθεται έτσι ο λαός στο ιστορικό κακό, που ελλοχεύει… Με τους πολιτικούς ηγέτες να επιμένουν στην υποταγμένη αγέλη των ψηφοφόρων, οι οποίοι καλούνται να αποθαυμάζουν τις προσπάθειές τους για την υποτιθέμενη σωτηρία του τόπου…
Φτάσαμε τώρα, εξ’ αντικειμένου, σε μια αδιέξοδη πραγματικότητα. Έχει συντελεστεί πλέον η υποτίμηση της πολιτικής υπόστασης του Έλληνα. Το προνόμιο αυτό εκλαμβάνεται ως αυθαίρετο δικαίωμα.
Έχουν εκλείψει οι ρεαλιστές της πολιτικής. Έχουμε τους συγκροτούντες απόψεις με δημοσκοπικά ποσοστά. Απονευρώθηκε και το ένστικτο της φιλελεύθερης παράταξης. Αποδυναμώθηκε ο φιλελεύθερος τρόπος σκέψης, που βασίζεται στην εκλογικευμένη δυσπιστία και δεν δέχεται ορισμούς με αυθαίρετες καταβολές.
Γιατί ο φιλελευθερισμός δίνει μεγάλη σημασία στο άτομο, αλλά παραμένει σκεπτικός απέναντι σε καταφάσεις, συνήθιζε να λέει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και μια που η γραφίδα μου «σκόνταψε» στις αναμνήσεις μου από τον σπουδαίο αυτόν πολιτικό, είναι αναπόφευκτη η σύγκριση με τα σημερινά απολιθώματα και κακέκτυπα πρόσωπα της πολιτικής…
Γιατί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν ήρθε από τη Βενετία, ανθύπατος των Φράγκων αφεντάδων, για να ασελγήσει πάνω στο κορμί του Έθνους. Ο Κ. Καραμανλής με το κύρος του και την συμπαγή προσωπικότητά του κτυπούσε το χέρι του στο τραπέζι για να επιβάλλει τις απόψεις του και να προωθήσει τα εθνικά συμφέροντα. Δεν χρησιμοποιούσε το χέρι του για να υπογράψει μνημόνια της ντροπής υπό το κράτος δήθεν της αδιέξοδης κατάστασης, ώστε να οδηγηθεί ο λαός στην εξαθλίωση και στην ταπείνωση.
Ο εκ Μακεδονίας άνδρας, την ώρα που η χώρα βρισκόταν προ του καταποντισμού και περνούσε τη μεταεμφυλιακή κλιμακτήριο, κάρφωσε πάνω στο μαχαίρι του ένα πολυσέλιδο βιβλίο που έγραφε την ιστορία της Ελλάδας «από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των αρχών της δεκαετίας του πενήντα» και είπε «γενηθήτω στην Ελλάδα φως».
Αυτός ο πολιτικός άδραξε δεξιότεχνα από τα κέρατα τον ελληνικό ταύρο και επιχείρησε να τον δαμάσει και τιθασευμένο και εξημερωμένο να τον παραδώσει στον μέλλοντα χρόνο. Από των πρώτων έως των εσχάτων ημερών του βίου του ο Κ. Καραμανλής κίνησε δεξιόστροφα τους λεπτοδείκτες αυτού του πολιτικού οράματός του που αιματοδοτήθηκε με το αποθεματοποιημένο πλάσμα της μεταπολεμικής αστικής ιδεολογίας. Το όραμά του αυτό, βέβαια, δεν χαρτογραφήθηκε σε μια αμετάβλητη κλίμακα, χωρίς προσαρμογές και αναμορφώσεις. Απεναντίας, η δομή και το εύρος του επέβαλλαν περιφερειακές μεταστοιχειώσεις για να μην πλαστικοποιηθεί και μετατραπεί σε μουσειακό κτέρισμα. Κι αυτό το όραμα πολλές φορές επισκιάστηκε από την οδύνη που δημιούργησε στον Μακεδόνα πολιτικό ο αηθικισμός, η έλλειψη ήθους και η αχαριστία συνεργατών και ευεργετηθέντων και του «περιεστώτος λαού».
Η οδύνη βέβαια δεν έχει πατρίδα και είναι μάταιο να πολεμάει κανείς για την τιμή της. Ο Κ. Καραμανλής, όμως, αν ζούσε σήμερα θα έκλαιγε παρά ταύτα στον επιτάφιο της, όχι μονάχα για τον άνθρωπο, αλλά για τον Έλληνα!..
Αν ζούσε σήμερα ο Κ. Καραμανλής, δεν θα δείλιαζε ενώπιον των δανειστών μας. Θα όρθωνε αγέρωχα το ανάστημά του και με την ιδιότυπα μάχιμη πολιτική του σκέψη και τη διπλωματική του ευελιξία, θα διαμόρφωνε ένα είδος πολυδιάστατης διεκδικητικής ελευθερίας.
Ήταν ο μάγος της πολιτικής. Χωρίς να γνωρίζει τα όρια της πολιτικής τελειότητας, ούτε το βαθμό αναπηρίας της πολιτικής φιλοσοφίας, δημιουργούσε ανεπίγνωστα έναν υπαρκτό μύθο που αξιοποιούσε την πολιτική του αλλοτρίωση, θεοποιούσε κάποιες κυβερνητικές αυταπάτες, μετασκεύαζε τη μονοφωνία της αρχής του ενός ανδρός σε πολυφωνία κοινωνικής χορωδίας και αναπαλαίωνε το ερείπιο της «Ψωροκώσταινας» σε λαϊκό απολαυστήριο και μεταμόρφωνε το τίποτα σε ωραίο…
Με γλώσσα στεγανή γι’ αυτούς που τον δορυφορούσαν, κρυπτική γι’ αυτούς που τον ακτινογραφούσαν, αδιαφανή για όσους τον αγαπούσαν, σκληρή για εκείνους που τον λασπολογούσαν, σιβυλλική γι’ αυτούς που ήθελαν να εκμαιεύσουν τα σχέδια του και καθημερινή γι’ όσους ανυπόκριτα συνδιαλεγόταν μαζί του, με σκέψη οξυγώνια, μαθηματική και νηφάλια, έγινε ο «μπροστάρης» των Ρωμιών και συνέδεσε το δικό του ριζικό με τη μοίρα του Έθνους.
Ο πεισματικά ασυνθηκολόγητος Κωνσταντίνος Καραμανλής αν ζούσε σήμερα θα έκλαιγε με όσα θα έβλεπε να συμβαίνουν στην Ελλάδα και στην παράταξη που δημιούργησε. Γιατί πάντα αγωνιζόταν για τον αναδασμό, την πνευματική και οικονομική ανθοφορία και την ανάσταση του κεραυνοβολημένου πτώματος της Ρωμιοσύνης. Ο Κ. Καραμανλής κρεμασμένος μπροστά στα μάτια του λαού, αυτού του αναβρυτηρίου κάθε εξουσίας, ανύσταχτος, καθόλου μεγαλόστομος και ελπιδοπώλης, παραμυθώντας τον μύθο διαπόρθωσε τις πολύτιμες προγονικές στάχτες στις θερμοκοιτίδες του νέου Ελληνισμού, διέκοψε τις παραστάσεις των πολιτικών γελωτοποιών, κατήργησε τη δικτατορία των λέξεων της αστικής τάξης και άναψε τους σβησμένους σηματοδότες της οικονομικής ανάπτυξης.
Κι αυτός ο λαός, που σήμερα λοιδορείται και εξαθλιώνεται εξαιτίας της ανικανότητας των πολιτικών ποδηγετών του, ξέρει πως δύο τουλάχιστον πράγματα για τη φυλή του και το Έθνος έκανε ο Καραμανλής. Έβαλε την Ελλάδα στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, περνώντας τη χώρα αναίμακτα από τη δικτατορία των συνταγματαρχών στη δημοκρατία του νέου Ελληνισμού. Και με το ελληνικά σημαδεμένο αίμα του, δεν υποτάχθηκε ποτέ στο νόμο της όσμωσης και δεν έκανε ποτέ ό,τι θέλουν οι άλλοι ή αυτό που κάνουν οι άλλοι. Αποχύμωσε τη ζωή του, χωρίς ποτές να συναυλιστεί με εκείνους που ανήκουν στην κατηγορία των μικρών μεγεθών.
Αυτός ο πολιτικός, αν ζούσε σήμερα, μ’ όλες τις αρετές και τα πάθη του, εραστής των ωραίων πολιτικών εμπαιγμάτων, με τη Ρωμιοσύνη να κάθεται στο πρόσωπο του, θα έκλαιγε για την κατάντια του τόπου, για την αθλιότητα της πολιτικής και την ανικανότητα των πολιτικών του επιγόνων… Αν ζούσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με το νου του να τρέχει μπροστά από το γερασμένο σώμα του, ίσως και να ξανάπαιρναν φωτιά οι γεροντικές του φλέβες… Και με ένα κασμά στο χέρι να ξήλωνε την ανικανότητα ενός μέρους τουλάχιστον του πολιτικού συστήματος, βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Όπως έκανε τότε στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, όταν άρχισε να γεννιέται ο μύθος του… Όταν ξήλωσε πραξικοπηματικά στην αρχή της Ιπποκράτους, δίπλα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, τις γραμμές του τραμ, ως επίδειξη δύναμης, καταργώντας ετσιθελικά και μονομερώς τα προνόμια της ξενόφερτης εταιρίας, που εκμεταλλευόταν τη γραμμή, χρησιμοποιώντας παμπάλαια οχήματα.