Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Στο «παιδί της ανάγκης» οι ελπίδες για επανίδρυση της πολιτικής

Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Η κυβέρνηση Παπαδήμου ήταν μια ογκώδης πολιτική κυβέρνηση, που απλώς στην κεφαλή της είχε έναν τεχνοκράτη.
Η υπηρεσιακή κυβέρνηση ήταν μια αμιγώς τεχνοκρατική κυβέρνηση, αλλά ήταν υπηρεσιακή και επομένως περιορισμένης πνοής και αρμοδιοτήτων, με καθαρά διαχειριστικές αρμοδιότητες.


Ο σχηματισμός τώρα της πρώτης «μικτής» (αποτελούμενης δηλαδή από αιρετούς και από τεχνοκράτες) ελληνικής κυβέρνησης μετά από εκλογές (και μάλιστα δύο), αποτελεί ένα εντελώς καινούργιο σχήμα – «παιδί της ανάγκης» - που είναι καταδικασμένο να επιτύχει.

Το «πείραμα» - αποτέλεσμα της επιχείρησης «αναγέννησης» του ΠΑΣΟΚ και πολιτικής επιβίωσης της ΔΗΜΑΡ – ξεκινά με καλούς οιωνούς, αλλά θα χρειαστεί χρόνος για να συγχρονίσουν αρετές, κουσούρια και επαγγελματικές διαστροφές πολιτικοί και τεχνοκράτες (καθώς διαθέτουν απ’ όλα άφθονα και οι δύο πλευρές).

Η παρουσία ενός πολιτικού – του Αντώνη Σαμαρά – στην κεφαλή της νέας κυβέρνησης αποτελεί τον καταλύτη και τον αναγκαίο συνδετικό κρίκο, ώστε να δουλέψει το πρωτόγνωρο αυτό σχήμα-μίγμα.

Με την ίδια έννοια, εγγύηση αποτελεί και η παρουσία των κυρίων Βενιζέλου και Κουβέλης, ενώ και οι τρεις τους καλούνται να κάνουν κάτι διαφορετικό από αυτό στο οποίο μέχρι τώρα είχαν εκπαιδευτεί.

Από την ικανότητά τους να συνεργάζονται και να συνθέτουν (απόψεις, νοοτροπίες, συμπεριφορές, κουσούρια), θα εξαρτηθούν τα πάντα.

Την ίδια ώρα και το κοινοβούλιο αποκτά έναν νέο πρωτόγνωρο ρόλο.

Ουσιαστικά, καλείται να εξελιχθεί σε πραγματικό κοινοβούλιο, καθώς οι βουλευτές δεν θα είναι πια πρόσωπα που απλώς στηρίζουν τους δικούς τους υπουργούς, σηκώνοντας τα χέρια και καταθέτοντας διάφορες ερωτήσεις για την τιμή των όπλων.

Επομένως, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, εκ των πυλώνων της κοινοβουλευτικής λειτουργίας, αποκτά πραγματικό νόημα και η Βουλή αναλαμβάνει την ευθύνη να «σπρώχνει» τα πράγματα, όταν διαπιστώνει λάθη, παραλείψεις, σύγχυση, δυσαρμονία.

Υπάρχει και μια ακόμη ενδιαφέρουσα παράμετρος:

Η σύγκριση μεταξύ πολιτικών και μη πολιτικών προσώπων, όσον αφορά στην παραγωγή έργου.

Από τα αποτελέσματα αυτής της σύγκρισης (που μοιραία θα γίνει) θα εξαρτηθεί αν τελικά θα υπάρξει συμφιλίωση του λαού με την πολιτική – μετά το αναμφισβήτητο ρήγμα που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία δύο χρόνια.

Αν δεν ασχοληθούν όλοι αποκλειστικά με το αντικείμενό τους, αν δηλαδή οι πολιτικοί της κυβέρνησης πολιτευτούν έστω και κατ’ ελάχιστον με το ένα μάτι καρφωμένο στις ανάγκες της επανεκλογής τους και οι τεχνοκράτες κάνουν απλώς τη δουλειά τους, η διαφορά θα φανεί.

Και σ’ αυτήν την περίπτωση, η πολιτική θα ηττηθεί οριστικά.

Άλλωστε, όπως έγραψε στο μανιφέστο της η ιταλική οργάνωση «Ελευθερία και Δικαιοσύνη» με αφορμή τον σχηματισμό της τεχνοκρατικής κυβέρνησης Μόντι, η συμμετοχή τεχνοκρατών σε μια κυβέρνηση, μπορεί να θεωρηθεί «φάρμακο», αλλά το φάρμακο που θεραπεύει μπορεί να γίνει δηλητήριο που σκοτώνει.

Οι τεχνοκράτες είναι απελευθερωμένοι από τις «δουλείες» των πολιτικών και το περίφημο πολιτικό κόστος, αλλά μια τεχνοκρατικής φύσης κυβέρνηση μπορεί να είναι «τεχνική» ως προς τις προθέσεις της, όχι όμως και ως προς τις συνέπειες των πράξεών της.

Ο τεχνοκράτης μπορεί να πολεμήσει την δημαγωγία της πολιτικής, αλλά και αυτός μπορεί να ασκεί μια ιδεολογική δύναμη-εξουσία, που καταλήγει στην κατάργηση της πολιτικής.

Ναι, αλλά χωρίς πολιτική δεν υπάρχει ούτε ελευθερία, ούτε δημοκρατία. Και χωρίς δημοκρατία, οι λύσεις που επιβάλλονται δεν στηρίζονται στη συναίνεση, αλλά στην επιβολή.

Προς το παρόν, δεν ξέρουμε ακόμη αν το φάρμακο θα εξελιχθεί σε δηλητήριο.

Αυτό που ξέρουμε στα σίγουρα είναι ότι το φάρμακο μπορεί να θεραπεύσει, αλλά η χορήγησή του πρέπει να σταματήσει όταν ολοκληρωθεί ο κύκλος της θεραπείας.

Κι’ όταν μιλώ για θεραπεία, δεν εννοώ μόνο την αντιμετώπιση των επειγόντων δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας και άλλων παθογενειών.

Εννοώ και την συμφιλίωση του λαού με την πολιτική.

Μιλώ δηλαδή για την επανίδρυση της πολιτικής, διαδικασία στην οποία κρίσιμο ρόλο μπορούν να παίξουν οι τεχνοκράτες.

Με την παρουσία τους μπορούν να κάνουν τον λαό είτε να την σιχαθεί εντελώς, είτε να την ανακαλύψει ξανά – και μάλιστα απαλλαγμένη από την δημαγωγία.

Στο κρίσιμο αυτό διάστημα, ο ρόλος του κοινοβουλίου θα είναι πρωταγωνιστικός…

Αν πολιτικοί και τεχνοκράτες – με καταλύτη το Κοινοβούλιο - δεν λειτουργήσουν αλληλοσυμπληρούμενοι, τότε θα επιβεβαιωθεί η γνωστή ρήση του Πομπιντού περί των τριών δρόμων προς την καταστροφή - «ο ευχάριστος με τις γυναίκες, ο γρήγορος με τα τυχερά παιχνίδια και ο σίγουρος με τους τεχνικούς».