Εντόκως προς 5%, θα αναζητήσει στο εξής το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) κάθε παροχή (σύνταξη επίδομα κλπ) που καταβλήθηκε αχρεωστήτως, δηλαδή, χωρίς να τη δικαιούται ο ασφαλισμένος.
Το ΙΚΑ θα «ζητήσει πίσω τα χρήματά του», και μάλιστα ανεξάρτητα με το αν διαπιστώνεται ή όχι δόλος από την πλευρά του ασφαλισμένου.
Το έγγραφο που απέστειλε προς τις υπηρεσίες του Ιδρύματος, η προϊσταμένη της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλιστικών Υπηρεσιών Χαρίκλεια Δοντάκη, επικαλείται νεότερη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας «η οποία δεν κάνει διάκριση μεταξύ καλόπιστης ή μη είσπραξης, αλλά αρκείται μόνο στο γεγονός της αχρεώστητης καταβολής προκειμένου να επιβάλει έντοκη αναζήτηση».
Μέχρι τώρα, η Διοίκηση του ΙΚΑ βασισμένη, σε παλαιότερες αποφάσεις των δικαστηρίων, αναζητούσε σε βάθος δεκαετίας, μετά την παρέλευση της οποίας παραγράφονται οι απαιτήσεις, παροχές που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, μόνο στις περιπτώσεις που μπορούσε να αποδειχτεί δόλος.
Σύμφωνα με «το μέγεθος της οικονομικής ζημίας του Ιδρύματος, σε συνδυασμό με το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, υποχρεώνουν τη Διοίκηση να επανεκτιμήσει τα δεδομένα και να προσαρμόσει πλέον οριστικά τη θέση του Ιδρύματος στο ισχύον νομοθετικό και νομολογιακό πλαίσιο».
Έτσι στο εξής, η εκτίμηση, για το εάν η είσπραξη έγινε ή όχι καλόπιστα «θα καθορίζει μόνο την έκταση της παραγραφής και τον χρόνο έναρξης επιβολής του τόκου και όχι το ζήτημα της αναζήτησης».
Η διαφορά είναι ότι όταν δεν διαπιστώνεται δόλος τα ποσά καταβάλλονται από το χρονικό σημείο που ο οφειλέτης λαμβάνει γνώση της οφειλής (με κοινοποίηση της απόφασης καταλογισμού), ενώ στις περιπτώσεις που υφίσταται δόλος, από τον χρόνο καταβολής της αχρεώστητης παροχής.
Στο έγγραφο αναφέρεται επίσης ότι υπάρχει η δυνατότητα του συμψηφισμού των παροχών που δόθηκαν παράνομα με ενδεχόμενες οφειλές των ασφαλισμένων.
Μέχρι τώρα, η Διοίκηση του ΙΚΑ βασισμένη, σε παλαιότερες αποφάσεις των δικαστηρίων, αναζητούσε σε βάθος δεκαετίας, μετά την παρέλευση της οποίας παραγράφονται οι απαιτήσεις, παροχές που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, μόνο στις περιπτώσεις που μπορούσε να αποδειχτεί δόλος.
Σύμφωνα με «το μέγεθος της οικονομικής ζημίας του Ιδρύματος, σε συνδυασμό με το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, υποχρεώνουν τη Διοίκηση να επανεκτιμήσει τα δεδομένα και να προσαρμόσει πλέον οριστικά τη θέση του Ιδρύματος στο ισχύον νομοθετικό και νομολογιακό πλαίσιο».
Έτσι στο εξής, η εκτίμηση, για το εάν η είσπραξη έγινε ή όχι καλόπιστα «θα καθορίζει μόνο την έκταση της παραγραφής και τον χρόνο έναρξης επιβολής του τόκου και όχι το ζήτημα της αναζήτησης».
Η διαφορά είναι ότι όταν δεν διαπιστώνεται δόλος τα ποσά καταβάλλονται από το χρονικό σημείο που ο οφειλέτης λαμβάνει γνώση της οφειλής (με κοινοποίηση της απόφασης καταλογισμού), ενώ στις περιπτώσεις που υφίσταται δόλος, από τον χρόνο καταβολής της αχρεώστητης παροχής.
Στο έγγραφο αναφέρεται επίσης ότι υπάρχει η δυνατότητα του συμψηφισμού των παροχών που δόθηκαν παράνομα με ενδεχόμενες οφειλές των ασφαλισμένων.