Μερικοί πιστεύουν ακόμη (η υποκρίνονται ότι πιστεύουν) ότι η Ευρώπη «μπλοφάρει», όταν απαιτεί από την Ελλάδα την πλήρη εφαρμογή των «δεσμεύσεών» της έναντι των δανειστών και εταίρων της, επί ποινή άμεσης εκδίωξης από την Ευρωζώνη και το Ευρώ.
Ίσως αυτό να ήταν αλήθεια (και μάλλον ήταν) στις αρχές του δράματος, το 2010 και εν μέρει το 2011. Τώρα πια δεν είναι αλήθεια. Το απολύτως αντίθετο, μάλιστα.
Από τυπική άποψη βέβαια δεν προβλέπεται διαδικασία αποβολής από την Ευρωζώνη αλλά μόνο διαδικασία εξόδου από την ίδια την Ένωση. Όταν όμως μια χώρα δεν είναι μέλος της Ένωσης δεν μπορεί, φυσικά, να είναι μέλος της Ευρωζώνης.
Στην πραγματικότητα υπάρχει μια πολύ απλή ντε φάκτο διαδικασία αποβολής. Αυτή που εφαρμόσθηκε πρόσφατα όταν από τη δόση των 5 δις 200 εκατ., που προέβλεπε η δεύτερη δανειακή σύμβαση, εκταμιεύτηκε μόνο το ποσό (4,200) που κατεβλήθη απ’ ευθείας στο κοινό ταμείο των δανειστών. Το υπόλοιπο ένα δισεκατομμύριο που προοριζόταν για παροχή ρευστότητας στην Ελλάδα, παρακρατήθηκε, μέχρι …νεωτέρας.
Αν αυτή η «διαδικασία» εφαρμοσθεί και στη δόση του Ιουνίου, ίσως να αντέξουμε ακόμη για ένα μήνα, αλλά μετά θα αναζητούμε εμείς οι ίδιοι (χωρίς καν υπόδειξη ή προτροπή) την πιο επείγουσα διαδικασία εξόδου από την Ευρωζώνη, δηλαδή από την Ένωση.
Υπάρχει και μια διαδικασία πολύ πιο γρήγορη. Η καταγγελία από μέρους μιας Ελληνικής Κυβέρνησης της δανειακής σύμβασης, στις 18 Ιουνίου πχ. ή λίγες μέρες αργότερα. Τότε, χωρίς άλλη συζήτηση, η «μετάβαση» σε μια νέα δραχμή (και στην κόλαση) θα πρέπει να συντελεστεί σε λιγότερο από 48 ώρες.
Και όταν πρόκειται για την πορεία προς την άβυσσο, δε μπορούμε να μετράμε τις πιθανότητες «μπλόφας» από μέρους των άλλων, με ποσοστά. Είναι πολύ παρακινδυνευμένο αν πρόκειται για 67% πχ. ή για 84% ή για 100% . Όταν μάλιστα όλοι ανεξαιρέτως και με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο, μας έχουν προειδοποιήσει σχετικώς.
Αυτό σημαίνει ότι, εκτός όλων των αδιανόητων άλλων, θα βρεθούμε σε μια κατάσταση, ως προς τη σχέση μας με την Ευρώπη, πολύ χειρότερη από εκείνην της Τουρκίας, η οποία θα συνεχίσει να έχει το προνομιακό καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας, που έχει και σήμερα, ενώ εμείς θα πρέπει να ξαναπάμε, αν ξαναπάμε, από την αρχή. (Αυτό «αφιερωμένο εξαιρετικά» σε όσους ανησυχούν, ευλόγως άλλωστε, για τα εθνικά μας θέματα, για την κυριαρχία, την ακεραιότητα και την ασφάλεια της Χώρας!)
Θα είμαστε βέβαια σε κατάσταση λίγο καλλίτερη από εκείνη της Αλβανίας, των Σκοπίων ή του Λιβάνου. Όμως αυτό, ως αίσθηση μάλλον παρά ως πραγματικότητα, θα λειτουργεί..
Δυστυχώς η Ελλάδα δεν λειτούργησε ποτέ ως πραγματικά ισότιμο μέλος της ΕΟΚ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσπάθησε να είναι λίγο ή πολύ «πιο ισότιμο» και αυτό δεν βγαίνει πάντα.
Ένα παράδειγμα: Λίγο μετά τη ένταξη και τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτωβρίου 1981, ο Ανδρέας Παπανδρέου «απείλησε» την ΕΟΚ με αποχώρηση ή με δημοψήφισμα. Και τότε! Του έδειξαν οι εταίροι, χωρίς πολλές συζητήσεις, την πόρτα εξόδου αλλά προσποιήθηκε πως δεν τη είδε Κατέθεσε μόνο ένα «Μνημόνιο» (στη θέση της αναδιαπραγμάτευσης) με αιτήματα, που άλλωστε προβλέπονταν ήδη από τα πρόσθετα πρωτόκολλα της Συνθήκης ένταξης και το θέμα… ξεχάστηκε.
Άρχισε όμως ένα ιδιότυπο κλεφτοπόλεμο με τους περίφημους «αστερίσκους», τις επιφυλάξεις δηλαδή, σε κάθε απόφαση των κοινοτικών Οργάνων που «δεν ήταν προς το εθνικό μας συμφέρον» ή που δεν ήταν «συμβατή με την αυτοδύναμη σοσιαλιστική οικονομική ανάπτυξη» που πρέσβευε τότε το ΠΑΣΟΚ.
Όλα αυτά ήταν βέβαια έξω από το πνεύμα της συμφωνίας ένταξης, έξω από την ίδια τη φιλοσοφία της Ευρώπης που είναι (ή τουλάχιστο ήταν, φιλοσοφία «αλληλεγγύης»). Γι’ αυτό και η Ελλάδα είχε χαρακτηριστεί τότε ως το «μαύρο πρόβατο της Ευρώπης».
Ο Ανδρέας ήξερε βέβαια ότι όλη η σκληρή ρητορική του εναντίον της ένταξης και εναντίον της ίδιας της ΕΟΚ, ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Όμως ο κόσμος και κυρίως οι δικοί του τον είχαν πιστέψει και έδρασαν ως κυβερνητικά στελέχη με υστερικό συχνά, αντιευρωπαϊκό μένος. Όσοι μάλιστα δεν ήταν αρκετά «σκληροί» στα Κοινοτικά Όργανα, χαρακτηρίζονταν από τους άλλους ως «ενδοτικοί» ή… «ευρωλιγούρηδες».
Αυτή η απίστευτη «κουλτούρα», διαπότισε μεγάλη μερίδα των πολιτικών στελεχών από το ΠΑΣΟΚ και αριστερότερα, μεταδόθηκε δε και σε όσους με αφέλεια ή άγνοια ή και τα δυό, αντιμετωπίζουν (το πολύ προσοδοφόρο, κατά τα άλλα) προνόμιο της συμμετοχής μας στην Ε.Ε.
Κάτω από παρόμοιο πρίσμα μπορούν να ερμηνευθούν και πολλά από όσα συμβαίνουν σήμερα, μόνο που τώρα οι κίνδυνοι είναι απροσμέτρητα μεγαλύτεροι. Και ο κ. Τσίπρας, όσο και αν το προσπαθεί, δεν είναι, δυστυχώς, Ανδρέας.Το άρθρο του κ. Γιώργου Σαρειδάκη δημοσιεύτηκε στην Hellenic Mail, το Σάββατο 26 Μαϊου 2012.