ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΒΟΪΤΣΙΔΗ
Στα βενζινάδικα παραπονούνται. Εκεί που έφτασε η τιμή της βενζίνης, ακόμη και εκείνοι που έπαιρναν το ΙΧ για να πάνε από το μπακάλη στον μανάβη, ξανασκέφτονται πριν βάλουν το κλειδί στη μίζα. Στα φυτώρια, αντιθέτως, οι δουλειές πάνε περίφημα. Δεν είναι ο οίστρος της άνοιξης αλλά εκείνο το κηπάκι, στο πίσω μέρος του σπιτιού που μπορεί να γίνει ένας μικρός λαχανόκηπος.
Στα εστιατόρια, ανησυχούν. Η εποχή της αστακομακαρονάδας, του ρόκα – παρμεζάνα και του κάθε βράδυ έξω γιατί «εδώ είναι Ελλάδα» τελεί υπό αναστολή. Αλλά τα ποδηλατάδικα επιστρέφουν στη μόδα. Οχι τα σούπερ μάρκετ ποδηλάτων αλλά τα κανονικά ποδηλατάδικα όπου γνωρίζεις τον μάστορα και κουβεντιάζεις μαζί του. Η οικοδομή έχει πέσει σε βαθιά κατάθλιψη.
Με τον μισθό να υπάρχει σήμερα αλλά πιθανώς να μην υπάρχει αύριο και με το υψηλότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, σε πρώτη και εξοχική κατοικία, η «ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας» θ΄ αργήσει να πάρει μπρος. – χώρια που πρέπει προηγουμένως να ξεπουλήσει το στοκ από διακόσιες χιλιάδες άδεια διαμερίσματα.
Υπάρχουν ανθρώπινα δράματα πίσω από αυτή την αναδιάταξη. Εργαζόμενοι που μένουν στο δρόμο, επιχειρηματίες που δανείστηκαν υπολογίζοντας ότι η οικονομία είναι όπως ο Οδοντωτός – πηγαίνει μόνο μπρος και ποτέ πίσω-, παιδιά που έκαναν σοβαρές σπουδές αλλά το βιογραφικό τους πηγαίνει αδιάβαστο στο συρτάρι, συνταξιούχοι που πλήρωσαν τριανταπέντε χρόνια εισφορές και τώρα βλέπουν τα ασφαλιστικά ταμεία να παραπαίουν.
Αλλά οι κρίσεις δεν είναι για κοινωνίες που μένουν με σταυρωμένα χέρια ή μόνο αγανακτούν. Αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Και αν οδηγεί, οδηγεί σε μεγαλύτερη καταστροφή. Η Ελλάδα δεν είναι χώρα όπου όλοι έβρισκαν ένα τραπέζι στρωμένο. Αυτό συνέβη μόνο τα τριάντα- σαράντα τελευταία χρόνια, στις περισσότερες περιπτώσεις με συζητήσιμο τρόπο.
Καθένας έχει ν΄ ακούσει μια ενδιαφέρουσα ιστορία μέσα στην ίδια του την οικογένεια. Για τον Μικρασιάτη παππού και την Πόντια γιαγιά που έφυγαν από τις πατρίδες μόνο με τα ρούχα τους αλλά πρόκοψαν στην Ελλάδα.. ‘Η για τον πατέρα του που κατέβηκε από το χωριό με το γαϊδουράκι αλλά εξασφάλισε μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά του.
Μπορεί να χάσαμε τον προσανατολισμό μας ως κοινωνία. Να καταστρέψαμε την παραγωγική βάση της κοινωνίας, να πουλήσαμε την ψήφο μας, να ονειρευτήκαμε μιαν αργομισθία , να συμπεριφερθήκαμε σα νεόπλουτοι ή να λεηλατήσαμε καθένας ό,τι μπορούσε από τη δημόσια περιουσία. Το ερώτημα είναι αν θα αφήσουμε την απογοήτευση, την δυσθυμία και τους πολιτικούς που επενδύουν σ΄ αυτές να κάνουν το κακό χειρότερο ή θα σκεφτούμε θετικά και θα δούμε την κρίση ως ευκαιρία. Αν όχι για να πλουτίσουμε, τουλάχιστον να σοβαρευτούμε.
Στα εστιατόρια, ανησυχούν. Η εποχή της αστακομακαρονάδας, του ρόκα – παρμεζάνα και του κάθε βράδυ έξω γιατί «εδώ είναι Ελλάδα» τελεί υπό αναστολή. Αλλά τα ποδηλατάδικα επιστρέφουν στη μόδα. Οχι τα σούπερ μάρκετ ποδηλάτων αλλά τα κανονικά ποδηλατάδικα όπου γνωρίζεις τον μάστορα και κουβεντιάζεις μαζί του. Η οικοδομή έχει πέσει σε βαθιά κατάθλιψη.
Με τον μισθό να υπάρχει σήμερα αλλά πιθανώς να μην υπάρχει αύριο και με το υψηλότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, σε πρώτη και εξοχική κατοικία, η «ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας» θ΄ αργήσει να πάρει μπρος. – χώρια που πρέπει προηγουμένως να ξεπουλήσει το στοκ από διακόσιες χιλιάδες άδεια διαμερίσματα.
Υπάρχουν ανθρώπινα δράματα πίσω από αυτή την αναδιάταξη. Εργαζόμενοι που μένουν στο δρόμο, επιχειρηματίες που δανείστηκαν υπολογίζοντας ότι η οικονομία είναι όπως ο Οδοντωτός – πηγαίνει μόνο μπρος και ποτέ πίσω-, παιδιά που έκαναν σοβαρές σπουδές αλλά το βιογραφικό τους πηγαίνει αδιάβαστο στο συρτάρι, συνταξιούχοι που πλήρωσαν τριανταπέντε χρόνια εισφορές και τώρα βλέπουν τα ασφαλιστικά ταμεία να παραπαίουν.
Αλλά οι κρίσεις δεν είναι για κοινωνίες που μένουν με σταυρωμένα χέρια ή μόνο αγανακτούν. Αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Και αν οδηγεί, οδηγεί σε μεγαλύτερη καταστροφή. Η Ελλάδα δεν είναι χώρα όπου όλοι έβρισκαν ένα τραπέζι στρωμένο. Αυτό συνέβη μόνο τα τριάντα- σαράντα τελευταία χρόνια, στις περισσότερες περιπτώσεις με συζητήσιμο τρόπο.
Καθένας έχει ν΄ ακούσει μια ενδιαφέρουσα ιστορία μέσα στην ίδια του την οικογένεια. Για τον Μικρασιάτη παππού και την Πόντια γιαγιά που έφυγαν από τις πατρίδες μόνο με τα ρούχα τους αλλά πρόκοψαν στην Ελλάδα.. ‘Η για τον πατέρα του που κατέβηκε από το χωριό με το γαϊδουράκι αλλά εξασφάλισε μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά του.
Μπορεί να χάσαμε τον προσανατολισμό μας ως κοινωνία. Να καταστρέψαμε την παραγωγική βάση της κοινωνίας, να πουλήσαμε την ψήφο μας, να ονειρευτήκαμε μιαν αργομισθία , να συμπεριφερθήκαμε σα νεόπλουτοι ή να λεηλατήσαμε καθένας ό,τι μπορούσε από τη δημόσια περιουσία. Το ερώτημα είναι αν θα αφήσουμε την απογοήτευση, την δυσθυμία και τους πολιτικούς που επενδύουν σ΄ αυτές να κάνουν το κακό χειρότερο ή θα σκεφτούμε θετικά και θα δούμε την κρίση ως ευκαιρία. Αν όχι για να πλουτίσουμε, τουλάχιστον να σοβαρευτούμε.