Στο (όχι και τόσο) μακρινό 1989, τότε που η Ελλάδα βίωνε μια ιστορική πολιτική και ιδεολογική πόλωση, η καθεστωτικών διαστάσεων εξουσία που είχε προλάβει να εγκαθιδρύσει το ΠΑΣΟΚ της Αλλαγής κατέρρεε, και η τρομοκρατία εκτελούσε κάθε άλλο παρά… τυχαία, αλλά στοχευμένα και μεθοδικά, ένας μάρτυρας της Δημοκρατίας, ο Παύλος Μπακογιάννης πλήρωνε με τη ζωή του μη αναστρέψιμο τίμημα.
Για τον καθοριστικό ρόλο που είχε διαδραματίσει στην εθνική συνεννόηση, που γεφύρωσε τις ιστορικές διαφορές της Αριστεράς με την απέναντι πλευρά του πολιτικού λόφου, και για την παρεμβατική ρητορική που ξεδίπλωνε, με φράσεις-αποτύπωμα σε βάθος μέλλοντος, όπως την εκτίμηση ότι «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα».
Στην Ελλάδα του 2012, της βαθιάς, σύνθετης και πολυεπίπεδης κρίσης, που είναι κυρίως και πρωτίστως κρίση ηγεσίας και αντιπροσώπευσης, η Δημοκρατία, το αρτιότερο των πολυτευμάτων, παρά τις προφανείς… νηπιακές ασθένειές της, συνεχίζει να είναι μια συνταγματική επιλογή χωρίς αδιέξοδα.
Μόνο που εμφανίζονται… παράδρομοι και παρακαμπτήριες διαδρομές, οι οποίες τείνουν να ακυρώσουν το βαθύτερο νόημα του δικαιώματος που έχει ένας λαός να εκφραστεί δια της ψήφου, ή της αποχής του. Να δώσει σε ένα κόμμα προβάδισμα εμπιστοσύνης. Και να καταδικάσει ένα άλλο.
Στην περίπτωσή μας, και ανεξαρτήτως της διαφαινόμενα μεγάλης αποχής που θα σημαδέψει τις εκλογές οι οποίες έρχονται, οι πολιτικές σταθερές οι οποίες θα προκύψουν από την κάλπη θα συνεχίσουν να αφορούν τον ιστορικά επιβιώσαντα δικομματισμό: Η Νέα Δημοκρατία θα καταγάγει μια μεγάλη σε έκταση και διαφορά νίκη, ενώ το ΠΑΣΟΚ θα καθηλωθεί σε πρωτοφανή ιστορικά χαμηλά ποσοστά.
Μπροστά στην παραπάνω πολιτική απεικόνιση του καθρέφτη του μέλλοντός μας, διεξάγεται στους… παράδρομους μια συζήτηση περί του ενδεχομένου συγκρότησης (συγ)κυβέρνησης συνεργασίας, ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Μια συζήτηση την οποία ξέκοψε κατηγορηματικά ο βασικός πρωταγωνιστής του σημερινού πολιτικού σκηνικού, Αντώνης Σαμαράς, παρά ταύτα, η φιλολογία συνεχίζεται.
Ένας «Μεγάλος Συνασπισμός» στα πρότυπα του εγχειρήματος της Γερμανίας, τότε που το SPD υπέγραψε το πολιτικό τέλος του, αποδεχόμενο να μπει σε μια κυβέρνηση μαζί με το CDU, και Καγκελάριο την Άνγκελα Μέρκελ, αποτελεί «ξένο σώμα» για το πολιτικό, εθνικό και ιστορικό dna της Ελλάδας. Ένα υβρίδιο… παραφωνίας, που δεν θα προέκυπτε από την επιθυμία της κοινωνίας, δεν θα είχε τους απαραίτητους κοινούς και ειλικρινείς τόπους πολιτικής αφετηρίας, δεν θα οδηγούσε σε αποτελέσματα. Αντιθέτως, θα στερούσε από το μέλλον της Ελλάδας πολιτικό χρόνο. Που ούτε η Ελλάδα, αλλά ούτε και… το μέλλον, έχουν σε περίσσευμα για να σπαταλούν.
Στις εκλογές που έρχονται, η ελληνική κοινωνία η οποία βίωσε στα χέρια (δηλαδή στη διακυβέρνηση) του ΠΑΣΟΚ πολιτική, ιδεολογική και… επιχειρησιακή βαρβαρότητα, θα στείλει το Κίνημα το οποίο ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, στις παρυφές της εξαϋλωσης.
Το ΠΑΣΟΚ έχει ήδη καταγραφεί στο εθνικό υποσυνείδητο ως το κυρίως κόμμα του Μνημονίου. Και η νέα ηγεσία του, υπό τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Ανδρέα Λοβέρδο, δεν κουβαλά απόθεμα διαφοροποίησης και… διακριτικών αποστάσεων από τη δανειακή σύμβαση που επιδείνωσε την ύφεση, ώστε να διεκδικήσει την ανάκτηση του ψυχικού πρωτίστως δεσμού με τα κοινωνικά στρώματα που, επί σειρά πολλών δεκαετιών, στήριζαν, ψήφιζαν και ενίσχυαν το ΠΑΣΟΚ.
Στις εκλογές που έρχονται, η μεγάλη και ιστορική πολιτική ανατροπή για την Ελλάδα, θα είναι το θυελλώδες προσπέρασμα του ΠΑΣΟΚ, από μια Ελλάδα που… έπαθε και (μάλλον) έμαθε. Και εκεί, από τη θέση της ήσσονος (πιθανότατα) αντιπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ, όπως ορίζει η Δημοκρατία που δεν έχει αδιέξοδα, θα πρέπει να ανασυνταχθεί. Να μάθει και εκείνο από τα λάθη του. Και να ζητήσει έμπρακτη πολιτική συγχώρεση από την ελληνική κοινωνία.
Το ΠΑΣΟΚ μπαίνει στο περιθώριο. Δεν μπορεί να διεκδικεί να παραμείνει στην εξουσία, μέσω των σεναρίων συγκυβέρνησης. Γιατί το ΠΑΣΟΚ είναι μέρος του εθνικού προβλήματος. Δεν μπορεί λοιπόν εκ των πραγμάτων να αποτελέσει μέρος της λύσης του προβλήματος αυτού.