Η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποτελούσε από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας της, μια μεγάλη δεξαμενή ιδεών και απόψεων που με την ευρύτητα τους κάλυπταν πολιτικά τη σύγχρονη ευρωπαϊκή δεξιά και το πολιτικό κέντρο. Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του ’74, ήταν σ’ ένα μεγάλο βαθμό το πρώτο και μεγάλο βήμα για τη συναίνεση και την εθνική συνεννόηση. Και στη βάση αυτή, στο πνεύμα της εθνικής συμφιλίωσης, γεννήθηκε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας στο οποίο εντάχθηκαν προσωπικότητες, ακόμα και της ευρύτερης αριστεράς, όπως ο Κώστας Λάσκαρης.
Αν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήθελε να είναι απλά κομματάρχης, θα κρατούσε στη ζωή την ΕΡΕ, θα κέρδιζε τις εκλογές και θα κυβερνούσε, αλλά θα είχε χάσει τη μεγάλη ευκαιρία να κερδίσει τις καρδιές της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων. Ιδρύοντας τη Νέα Δημοκρατία και βάζοντας δίπλα στα στελέχη της παραδοσιακής δεξιάς μια σειρά νέων ανθρώπων-Έβερτ, Ανδριανόπουλος, Μάνος, Σουφλιάς, Κοντογιαννόπουλος, Σοφούλης, Παπαπολίτης κα- δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για το χτίσιμο της μεγάλης φιλελεύθερης κεντροδεξιάς. Διότι το όραμα του μεγάλου αυτού πολιτικού δεν ήταν να ηγηθεί ενός κόμματος, αλλά μιας παράταξης που τα όρια της θα εκτείνονταν από τα όρια της δημοκρατικής δεξιάς μέχρι τις παρυφές της δημοκρατικής αριστεράς.
Ο στόχος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του πολιτικού που είχε νιώσει το δράμα του εθνικού διχασμού και βιώσει τη τραγωδία του εμφυλίου, ήταν να αποκτήσει η χώρα σταθερό πολίτευμα και κόμματα αρχών που θα άντεχαν στο χρόνο. Πέτυχε να απαλλάξει την Ελλάδα από τον αναχρονισμό της Βασιλείας και στη συνέχεια με την διορατικότητα και την ευρύτητα πνεύματος που τον χαρακτήριζε, ενίσχυσε την παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου προκειμένου να ανακόψει την «επεκτατικότητα» της αριστεράς. Βαθύτερα πίστευε ότι η Ελλάδα έπρεπε να κυβερνάται από τα δύο μεγάλα κόμματα, στα πρότυπα των ΗΠΑ και της Αγγλίας. Θεωρούσε ότι η εναλλαγή των δύο μεγάλων κομμάτων του αστικού χώρου, διασφάλιζε την εθνική ενότητα και τη σταθερότητα της δημοκρατίας.
Σήμερα η χώρα διανύει μια αναλόγου διαστάσεως κρίση που έχει εθνικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Ζούμε ίσως την πλέον ταραγμένη περίοδο της ιστορίας μας, ενώ την ίδια στιγμή μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης αμφισβητεί το δικομματισμό. Είναι φανερό ότι η Νέα Δημοκρατία και περισσότερο το ΠΑΣΟΚ αντιμετωπίζονται με καχυποψία ακόμα και από τους ψηφοφόρους τους. Για να είμαστε ειλικρινείς οι πολίτες δεν ξύπνησαν ξαφνικά ένα πρωί και άρχισαν να αμφισβητούν τα κόμματα. Διαχρονικά οι ηγεσίες τους είχαν πάψει να παράγουν πολιτική, να συνεννοούνται και να συνεργάζονται, σεβόμενες τους κανόνες του παιχνιδιού. Ήταν φυσικό η κρίση να φέρει στην επιφάνεια αυτή τη μεγάλη αδυναμία του δικομματισμού. Το ισχυρό πλεονέκτημα που είχαν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ ελέγχοντας το χώρο του κέντρου ή για όσους προτιμούν να αποκαλούν αυτό το στρατηγικό πεδίο «μεσαίο χώρο», φαίνεται ότι χάνεται μαζί με τη μεσαία τάξη.
Η «προλεταροποίηση» των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου, της μεσαίας τάξης, έχει στρέψει ένα μεγάλο μέρος της προς τα άκρα του πολιτικού φάσματος. Προφανώς ο λόγος της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς βρίσκει ακροατήριο. Ποντάρει στο φόβο για την επόμενη ημέρα, στην ανασφάλεια, στην ανεργία, στη ξενοφοβία, στον αντιευρωπαϊσμό και φτιάχνει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσει όλο το πολιτικό σύστημα με κύρια αιχμή το δικομματισμό. Κι όλα αυτά γιατί τα δύο μεγάλα κόμματα, οι δύο μεγάλες ιστορικές παρατάξεις, αρνούνται πεισματικά να αντιληφθούν που τις οδηγεί η ιδεοληψία και τα στερεότυπα του πολιτικού τους παρελθόντος. Είναι σαφές ότι αν δεν συνέλθουν και δεν αντιληφθούν ότι, το συμφέρον της χώρας και της κοινωνίας εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τη συναίσθηση των δικών τους ιστορικών ευθυνών, μοιραία θα οδηγηθούμε στον κατακερματισμό της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς.
Η Ελλάδα χρειάζεται σταθερότητα και ασφάλεια προκειμένου να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της και να ανταποκριθεί στην πρόκληση ενός ριζοσπαστικού προγράμματος εθνικής ανασυγκρότησης. Και αυτή τη μεγάλη εθνική αποστολή κανένας δεν μπορεί να τη φέρει σε πέρας χωρίς συναίνεση, συνεργασία και εθνική συνεννόηση στα μεγάλα θέματα. Εκ των πραγμάτων ο ρόλος της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, δεν είναι να υπονομεύει το ένα κόμμα το άλλο, αλλά να συνεννοηθούν με βασικό μέλημα την ευημερία του ελληνικού λαού. Οι ηγεσίες τους οφείλουν να αποδεχθούν την πραγματικότητα και να καταλάβουν ότι η χώρα χρειάζεται ισχυρή Νέα Δημοκρατία και δυνατό ΠΑΣΟΚ.