Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη για τη βαθιά πολιτική και ιδεολογική κρίση την οποία διέρχεται το ΠΑΣΟΚ, από όσα συνέβησαν το προηγούμενο διήμερο στο Εθνικό Συμβούλιο του Κινήματος, και οδήγησαν τελικά σε «μια και μόνη» υποψηφιότητα για την ηγεσία του, αυτή του Ευάγγελου Βενιζέλου.
Το ΠΑΣΟΚ, από το κατεξοχήν κόμμα εξουσίας της Ελλάδας, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, εξελίχτηκε σήμερα σε μειοψηφική συνιστώσα στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Δίνοντας μάχη με τη νεότευκτη Δημοκρατική Αριστερά, ώστε να μην χάσει τον ρόλο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στη Βουλή που θα προκύψει από τις επικείμενες πρόωρες εκλογές.
Η διαδρομή αυτοσυρρίκνωσης του ΠΑΣΟΚ, οφείλεται στον εναγκαλισμό και την εφαρμογή των μέτρων του Μνημονίου. Σε λιγότερο βαθμό ευθύνονται όσα έκανε ο Γιώργος Παπανδρέου και η ομάδα εξουσίας που δομήθηκε γύρω του, καθώς, σε τελική ανάλυση, δεν διέφεραν και τόσο από όσα είχαν προηγηθεί από την ίδια ομάδα την περίοδο 2004-2009, όσο δηλαδή το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν στα έδρανα της Αντιπολίτευσης.
Το Μνημόνιο έκοψε οριστικά τους δεσμούς του ΠΑΣΟΚ με κοινωνικές ομάδες οι οποίες παραδοσιακά το στήριζαν επί δεκαετίες. Και του επέτρεπαν να ξεκινά κάθε εκλογική αναμέτρηση, έχοντας προβάδισμα πολιτικών δεξαμενών έναντι της Νέας Δημοκρατίας, του άλλου πόλου εξουσίας.
Για να αποκατασταθούν οι σχέσεις του ΠΑΣΟΚ με τις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, θα πρέπει το Κίνημα να αποκηρύξει το Μνημόνιο. Ή έστω, να αρχίσει σιγά-σιγά να κρατά διακριτικές αποστάσεις, που θα του επιτρέψουν σε βάθος χρόνου να αρθρώσει έναν διαφορετικό πολιτικό λόγο.
Κάτι τέτοιο φυσικά δεν μπορεί να συμβεί υπό τη νέα ηγεσία του Ευάγγελου Βενιζέλου, και των κορυφαίων στελεχών που συνασπίστηκαν γύρω του. Ο νέος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ είναι ο εναπομείνας «σταυροφόρος» του Μνημονίου, από τη στιγμή που οι δυο που προηγήθηκαν, ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, αποτελούν παρελθόν.
Θα είναι λοιπόν εξαιρετικά δύσκολο για το «νέο ΠΑΣΟΚ» να βρει πρόθυμο ακροατήριο στην ιστορική, κοινωνική βάση του. Επομένως, θα πρέπει να μετακινηθεί προς την Κεντροδεξιά. Τον συγκεκριμένο ωστόσο χώρο, τον καλύπτει ολοκληρωτικά η Νέα Δημοκρατία. Έχοντας προλάβει, δια του Αντώνη Σαμαρά, να κάνει την κρίσιμη στροφή. Και να αποδέχεται την αναγκαιότητα δημοσιονομικής προσαρμογής, που συνεπάγεται το Μνημόνιο, να δεσμεύεται ωστόσο και για τις αναγκαίες αλλαγές. Ενώ ο Ευάγγελος Βενιζέλος δεν ομιλεί περί καμίας αλλαγής.
Το γεγονός ότι σε αυτή την ιστορική κρίση εμπιστοσύνης ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τον ελληνικό λαό, το Κίνημα επιλέγει την ασφάλεια της εσωστρέφειας, με το να υπάρχει μονάχα ένας υποψήφιος για την προεδρία, και έτσι να αποφεύγεται η ενώπιον της κοινωνίας πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση, επιβαρύνει τις προοπτικές του, και της νέας ηγεσίας του.
Το ΠΑΣΟΚ δεν γυρίζει σελίδα, όπως απαιτούσαν οι ιστορικοί υποστηρικτές του. Απλώς, προσπαθεί να… ρετουσάρει τις ήδη υπάρχουσες, με αποτέλεσμα να απειλείται με πολιτικό και ιδεολογικό παραγκωνισμό από την Ελλάδα του μέλλοντος.
Το ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε να αναζητά έναν… Αντώνη Σαμαρά, με όρους διαδοχής Καραμανλή στη Νέα Δημοκρατία. Δηλαδή, έναν υποψήφιο ο οποίος δεν θα είχε υποστεί τη φθορά της Ντόρας Μπακογιάννη, όπως συμβαίνει κατ’ αντιστοιχία σήμερα με τη φθορά του Ευάγγελου Βενιζέλου, αλλά θα ερχόταν να εκφράσει την αντίθεση προς το σύστημα.
Ακόμη κι αν δεν ήταν ο Χρήστος Παπουτσής αυτός ο υποψήφιος, το ΠΑΣΟΚ έπρεπε να δοκιμάσει την αντιπαράθεση. Ο ίδιος ο Ευάγγελος Βενιζέλος έπρεπε να το επιδιώξει. Προκειμένου να μην υποθηκευτεί το δικό του imperium στην ηγεσία του Κινήματος. Και να μην απειλείται από τη χαμηλή συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές, και από τυχόν παρατράγουδα.