Στην κούρσα της εθνικής μελαγχολίας, η Ελλάδα και η Ιρλανδία ήταν οι δυο πρώτες χώρες στις οποίες εμφανίστηκε με τέτοια ένταση και πολυπλοκότητα μια κρίση χρέους, που απειλεί να παρασύρει στην ύφεση, και επομένως στον γκρεμό, ολόκληρη την ευρωζώνη.
Οι Ιρλανδοί, όπως και εμείς, υφίστανται στην καθημερινότητά τους τις διαβρωτικές συνέπειες ενός Μνημονίου… εχθρού της ανάπτυξης. Μόνο που, σε αντίθεση με εμάς, οι Ιρλανδοί απέκτησαν ελπίδα για να διεκδικήσουν… διορθώσεις από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ανακοίνωση της διεξαγωγής δημοψηφίσματος, όπως ορίζει το Σύνταγμα της χώρας, για τη δημοσιονομική συνθήκη που προωθούν η Γερμανία και η Γαλλία, αποτελεί βόμβα στα θεμέλια της ευρωζώνης. Σε αντίθεση με την απασφαλισμένη χειροβομβίδα του Γιώργου Παπανδρέου, που τελικά τον οδήγησε στην εκπαραθύρωση από την εξουσία, στην Ιρλανδία το δημοψήφισμα θα γίνει. Ο δε πρωθυπουργός Έντα Κένι εμφανίζεται politically correct απέναντι στις Βρυξέλλες, υποστηρίζοντας ενθέρμως το «ναι» στη δημοσιονομική συνθήκη.
Όλοι φυσικά κατανοούν ότι οι Ιρλανδοί θα πουν «όχι». Και για τον λόγο αυτό, στις Βρυξέλλες έχουν ήδη ξεκινήσει παρασκηνιακά και αθόρυβα συζητήσεις για ελάφρυνση των βαρών που έχουν εναποτεθεί στους ώμους της ιρλανδικής κοινωνίας λόγω του Μνημονίου.
Αυτό λέγεται «λαϊκή διαπραγμάτευση», και είναι μια κατάκτηση του ιρλανδικού λαού, που δείχνει τη διαφορά αποτελεσματικότητας σε σχέση με την ελλιπή διαπραγμάτευση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, από την ένταξη στο Μνημόνιο μέχρι και σήμερα. Δυο πρωθυπουργοί και δυο υπουργοί Οικονομικών, δεν κατάφεραν να φτάσουν ούτε… στα μισά του δρόμου στον οποίο βρίσκονται ήδη οι Ιρλανδοί.
Το παράδειγμα της Ιρλανδίας επιβεβαιώνει ότι η διαχείριση της ελληνικής κρίσης δεν έχει οικονομικό αλλά πολιτικό περιεχόμενο. Εξαρτάται από το ποιος είναι αυτός που κάνει τη διαπραγμάτευση, πόσο ικανός μπορεί να αποδειχθεί, και πόσο φερέγγυος φαίνεται ενώπιον των εταίρων μας.
Στην Ιρλανδία, τον ρόλο του εθνικού διαπραγματευτή τον πήρε στα χέρια της η κοινωνία. Και ήδη το κλίμα άρχισε να αλλάζει.