Η… κλήση σε απολογία των εκπροσώπων της τρόικας στην Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από σχετική πρωτοβουλία της ομάδας των ευρωβουλευτών του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αποτελεί ουσιαστικά την αρχή του τέλους για τον ρόλο που διαδραμάτισαν τους τελευταίους μήνες ο Πολ Τόμσεν, ο Ματίας Μορς και ο Κλάους Μαζούχ.
Οι εκπρόσωποι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα κληθούν να απαντήσουν σε συγκεκριμένα ερωτήματα, για τους λόγους που επέβαλαν τη συγκεκριμένη διαχείριση της ελληνικής κρίσης από την πλευρά τους. Να απαντήσουν γιατί ήταν τόσο ένθερμοι υποστηρικτές του προγράμματος σκληρής λιτότητας που επεβλήθη στην ελληνική κοινωνία με το Μνημόνιο Ι, και της ακόμη σφοδρότερης που πρόκειται να ακολουθήσει με το Μνημόνιο ΙΙ. Να δώσουν εξηγήσεις γιατί το πρόγραμμα τους ξέφυγε.
Η ταμπακιέρα της απολογίας των εκπροσώπων της τρόικας στην Αθήνα, και ουσιαστικών ελεγκτών της πορείας του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης και σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας, αφορά φυσικά τους λόγους που οδήγησαν το Μνημόνιο Ι σε αποτυχία, ώστε να απαιτηθεί το Μνημόνιο ΙΙ, να συνεχιστεί δηλαδή, και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση, η οικονομική στήριξη της Ελλάδας από τους Ευρωπαίους εταίρους.
Στις Βρυξέλλες, σε περιφερειακά πολιτικό επίπεδο, είναι ξεκάθαρο το συμπέρασμα ότι η επιβολή σκληρής λιτότητας στην Ελλάδα, χωρίς ίχνος αναπτυξιακού προσανατολισμού, επιδεινώνει την κατάσταση της οικονομίας. Γι’ αυτή την επιλογή, στα μάτια των περισσότερων ευρωβουλευτών ευθύνονται οι εκπρόσωποι της τρόικας. Στους οποίους καταλογίζεται είτε ότι δεν κατανόησαν εγκαίρως τις πραγματικές διαστάσεις του ελληνικού προβλήματος, είτε πως, όταν συνέβη αυτό, δεν είχαν την ευθυκρισία να ζητήσουν τις απαραίτητες διορθώσεις στο πρόγραμμα.
Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ο Πολ Τόμσεν και οι συνεργάτες του θα περάσουν δύσκολες ώρες στο Στρασβούργο, εκεί όπου βρίσκεται η πολιτική και επιχειρησιακή βάση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Και πιθανότατα θα οδηγηθούν με τη σειρά τους σε εργασιακή εφεδρεία, καθώς θεωρείται δύσκολο η τρόικα να συνεχίσει να τους αξιοποιεί, από τη στιγμή που θα έχουν φθαρεί σε υπερθετικό βαθμό.