Οι εκλογές της 7ης Μαρτίου του 2004, αποτελούν μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς για μια Ελλάδα που δεν έχει τσαλακώσει ολοκληρωτικά τα όνειρά της. Ήταν οι εκλογές που έδειξαν ότι το ΠΑΣΟΚ και το σύστημα το οποίο εκπροσωπεί, μπορούν να παραμεριστούν. Και στη θέση τους να φυσήξει ένας άνεμος αξιοπρέπειας, από το εθνικό λεξιλόγιο του οποίου δεν θα απουσιάζουν έννοιες με… βαρύ και ασήκωτο περιεχόμενο, όπως εκείνες της εθνικής αυτοπεποίθησης, της εθνικής αυτοδιάθεσης, της εθνικής κυριαρχίας.
Η νίκη του Κώστα Καραμανλή και της Νέας Δη
μοκρατίας σηματοδότησε την απαρχή μιας πολιτικής αλλαγής που δεν ολοκληρώθηκε. Έμεινε ημιτελής. Με αποτέλεσμα, το ΠΑΣΟΚ να βρίσκεται ακόμη μαζί μας. Ήρθε σαν αυτονόητη συνέπεια της αγανάκτησης ακόμη και εκείνων που, σε κάποια στιγμή της διαδρομής τους, σαγηνεύτηκαν από τους οραματικούς λόγους του Ανδρέα Παπανδρέου, ή το λογιστικών αποχρώσεων ύφος τεχνοκράτη του Κώστα Σημίτη. Απέδειξε πως όταν η κοινωνία σκέφτεται με το χέρι στην καρδιά, και τη ματιά στο μέλλον, καμία «συστημική παρενόχληση» δεν μπορεί να αποπροσανατολίσει. Η κοινωνία υπερέβη εκείνους που τη χειραγωγούσαν.
Η νίκη της 7ης Μαρτίου όμως έδειξε και κάτι ακόμη. Ότι η κατάλληλη σύνθεση δεδομένων, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ένας αντικειμενικά δημοφιλής ηγέτης, πέρα από τα στενά όρια της πολιτικής γειτονιάς του, μια ρητορική αλλαγών που αγγίζουν τα πραγματικά προβλήματα και τις προτεραιότητες των πολιτών, και μια παράταξη η οποία δεν είχε φθαρεί στη συνείδηση της κοινωνίας και προσέφερε όραμα για το μέλλον, αρκούν για να διαμορφώσουν μια «πλατιά, κοινωνική πλειοψηφία».
Κοινωνική και όχι κομματική, ίσως ούτε καν πολιτική. Εκεί βρίσκεται το κλειδί του μέλλοντός μας. Η όποια συναίνεση απαιτούν οι εθνικές συγκυρίες να προκύψει, δεν θα έλθει ως «εγκάρδια συνεννόηση» των πολιτικών δυνάμεων. Θα διαπιστωθεί στη βάση, στην κοινωνία. Εκεί άλλωστε διαμορφώνονται οι πλειοψηφίες. Τουλάχιστον όσες αντέχουν στο χρόνο. Όταν η συζήτηση μεταφέρεται στο επίπεδο των πολιτικών διεργασιών και συμβιβασμών, συνιστά παραφωνία. Δεν προσθέτει, αλλά αφαιρεί. «Γκριζάρει» το μέλλον του τόπου. Τον λόγο έχει η κοινωνία, λοιπόν.