Η Άννα Διαμαντοπούλου είναι ένα από τα πλέον πολυσυζητήμενα πρόσωπα του ΠΑΣΟΚ, αν όχι ευρύτερα του σημερινού πολιτικού δυναμικού του τόπου, καθώς με πρόσφατες παρεμβάσεις αλλά και με τη ρητορική που ανέπτυξε δημοσίως, βρέθηκε στο κέντρο του ενδιαφέροντος, μιας κοινωνίας η οποία αποστρέφεται πλέον τους τακτικισμούς και την επιδερμική προσέγγιση της εθνικής πραγματικότητας.
Ήθελε να είναι υποψήφια για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, υποχρεώθηκε ωστόσο να σπεύσει ασθμαίνοντας στο πλευρό του Ευάγγελου Βενιζέλου, σε χρόνο πολιτικά άκαιρο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιβάλλει τους δικούς της όρους, ούτε να διαπραγματευτεί με την άνεση και την αποτελεσματικότητα που το έκανε ο Ανδρέας Λοβέρδος.
Εξελίχτηκε στην πιο παθιασμένη σταυροφόρο της εποχής Παπαδήμου, υποστηρίζοντας και για το μέλλον λύσεις εξωκοινοβουλευτικών πρωθυπουργών. Προχώρησε μάλιστα τη σκέψη της πολλά στάδια παρακάτω, ζητώντας να είναι εξωκοινοβουλευτικοί και οι υπουργοί. Ή, όσοι επιθυμούν να συμμετέχουν σε τέτοιες κυβερνήσεις, να έχουν δηλώσει εκ των προτέρων ότι δεν θα πολιτευτούν στις επόμενες εκλογές.
Τελικά, έφτασε στο σημείο να χρειάζεται την… προεδρική χάρη της μετακίνησης της Φώφης Γεννηματά στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, για να αυξήσει τις πιθανότητές της να αποφύγει έναν οδυνηρό αποκλεισμό από την επόμενη Βουλή, καθώς η Α’ Αθηνών πιθανολογείται ότι θα εξελιχθεί σε… τόπο μαρτυρίου για τους κορυφαίους του ΠΑΣΟΚ.
Προσπάθησε να καρφιτσώσει την πολιτική παρουσία της δίπλα στο εθνικό ζητούμενο των μεταρρυθμίσεων. Το έκανε ωστόσο με λάθος μέθοδο. Απ’ τη μια υπερασπίστηκε τις… μεταρρυθμίσεις του Μνημονίου, οι οποίοι δεν είναι ορατές ούτε καν από εκείνους που τις συνέταξαν. «Μεταρρυθμίσεις» που μέχρι σήμερα, έχουν περιοριστεί σε λουκέτα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και δραματική εκτόξευση της ανεργίας. Και απ’ την άλλη, ούσα στον κατεξοχήν χώρο πολιτικής ευθύνης που προσφέρεται για ριζοσπαστικές αλλαγές, το υπουργείο Παιδείας, η θητεία της εξαντλήθηκε στη μάλλον ειρωνική περιγραφή της ως «η εποχή της φωτοτυπίας», λόγω του γνωστού προβλήματος με τη διανομή βιβλίων.
Μέχρι και χθες, η Άννα Διαμαντοπούλου είχε απέναντι σε όλα τα παραπάνω έναν ρεαλιστικό και σοβαρό αντίλογο: Τον νόμο για τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, που προέκυψε μετά από πολυκομματική συμφωνία, και άλλαζε ριζικά την εικόνα στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Χωρίς ωστόσο να είναι βέβαιο ότι την άλλαζε προς το καλύτερο. Από χθες, και μετά τις εξαγγελίες Μπαμπινιώτη ότι η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση… μπαίνει στο ράφι, ώστε να επαναπροσδιοριστεί μετά τις εκλογές η χρησιμότητά της, ακόμη και αυτό το πολιτικό επιχείρημα απαλείφτηκε από το βιογραφικό της Άννας Διαμαντοπούλου.
Ως υπουργός Ανάπτυξης μιας μεταβατικής κυβέρνησης που δεν παράγει πλέον νομοθετικό έργο, καθώς περιμένει τις εκλογές, η Άννα Διαμαντοπούλου βιώνει έντονη πολιτική «ορφάνια». Λες και έχει υποχρεωθεί να βρεθεί… εκτός πολιτικής. Δρώσας και εύληπτης τουλάχιστον για εκείνους τους οποίους θα πρέπει να αφορά. Δηλαδή, την κοινωνία των ενεργών πολιτών.